Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης κινείται ανάμεσα στην ακρίβεια, στο άγνωστο ενεργειακό σκηνικό του καλοκαιριού, στη Ρωσική εισβολή, στις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία και στις διαδικασίες του εγχώριου πολιτικού στίβου, μπροστά τις διπλές, όπως δείχνουν όλα τα πράγματα, επερχόμενες εκλογές. Έτσι η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, που θα έπρεπε να αποτελεί ένα σημαντικό σημείο αναφοράς, πέρασε δίχως να αφήσει ένα ισχυρό στίγμα.
Ένα ισχυρό τεχνοκρατικό στίγμα, που το έχουν ανάγκη όχι μόνο τα πολιτικά κόμματα, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες, έτσι ώστε να μη στέκονται σαν απλοί δέκτες απέναντι σε κούφια συνθήματα και υποσχέσεις. Για τη μεν κυβέρνηση όλα βαίνουν καλώς, για δε την αντιπολίτευση όλα όσα κάνει η κυβέρνηση είναι απολύτως καταστροφικά. Για την αντιπολίτευση, η μόνη λύση απέναντι στα προβλήματα είναι η αλλαγή κυβέρνησης, ενώ από την κυβέρνηση ζητείται περισσότερος χρόνος για το ξεδίπλωμα του κυβερνητικού προγράμματος, λόγω των κρίσεων που διαδέχεται η μία την άλλη.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να εστιάσει τη συζήτηση στη λογική, την ίδια στιγμή που η αντιπολίτευση επενδύει πάνω στην αγανάκτηση, στο θυμό και στις ευρύτερες συναισθηματικές αντιδράσεις. Τέλος, η κυβέρνηση, δεν εστιάζει στα εξωγενή χαρακτηριστικά που ανατρέπουν τα δεδομένα της κοινωνίας, ενώ αντίθετα η αντιπολίτευση δημιουργεί ένα νεφελώδες αφήγημα με την επίκληση στον κρατικό κορβανά, που θα λύσει ως δια μαγείας τα πάντα.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι εξωγενείς κίνδυνοι συναρτώνται κατά πρώτον με τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις επιδράσεις τους στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία και κυρίως στον πληθωρισμό, κατά δεύτερον με τον έλεγχο των παραλλαγών της COVID-19 και κατά τρίτον με την κλιματική αλλαγή. Οι κίνδυνοι αυτοί, απασχολούν λίγο - πολύ όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο οι αδύναμες οικονομικά χώρες είναι σαφώς πιο ευάλωτες.
Οι ενδογενείς κίνδυνοι, έχουν να κάνουν με τις πάγιες και διαχρονικές παθογένειες της διάρθρωσης της οικονομίας, αλλά και με τα απόνερα της κρίσης χρέους. Ανάμεσα στους κινδύνους, διακρίνονται η αργοπορία των μεταρρυθμίσεων, το υψηλό επενδυτικό κενό, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η αδυναμία της εκπαίδευσης να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στη διεθνή αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα το υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων και η μεγάλη καθυστέρηση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Για τους κινδύνους αυτούς, μιλάμε εδώ και χρόνια, και ενώ παρατηρούμε σημαντικές προσπάθειες αντιμετώπισης τους, απαιτείται να μην ανατραπεί η προσπάθεια αυτή.
Τα απόνερα της κρίσης χρέους παραμένουν και αυτά στην ημερήσια διάταξη, όπως είναι η διατήρηση της υψηλής αναλογίας Δημοσίου Χρέους προς ΑΕΠ, το απόθεμα των κόκκινων δανείων που βρίσκεται ακόμα υψηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και η αυξανόμενη συσσώρευση ιδιωτικού χρέους.
Ωστόσο, όσο σημαντικοί και να είναι οι κίνδυνοι και όσο απειλητικές να είναι οι παρούσες συνθήκες, η Ελλάδα οφείλει να πορευτεί με τον μεσοπρόθεσμο στόχο της επίτευξης μιας ανάπτυξης που θα κινείται με ετήσιους ρυθμούς της τάξης του 3%, έτσι ώστε να μεταβληθεί επί το θετικότερο, το μακροχρόνιο οικονομικό προφίλ της χώρας. Τι περιλαμβάνει αυτή η πορεία που θα οδηγήσει στη διαφοροποίηση του μέλλοντος της χώρας;
Να εκμεταλλευτούμε τη διαθέσιμη τεχνογνωσία για τη μετατροπή της χώρας σε ενεργειακό κόμβο, όχι μόνο λόγω της ενεργειακής κρίσης, αλλά περισσότερο στα πλαίσια της πράσινης μετάβασης.
Να κινητοποιηθούμε σε εξωστρεφείς και ανταγωνιστικές αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με εκμετάλλευση των τεχνολογικών εξελίξεων ώστε να προωθηθεί η παρουσία της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Να δημιουργήσουμε νησίδες αριστείας, καινοτομίας και τεχνολογικής προόδου και να προσαρμόσουμε τα εκπαιδευτικά προγράμματα στις ανάγκες της σύγχρονης αγοράς εργασίας.
Να ολοκληρώσουμε τη δημιουργία ενός λειτουργικότερου κράτους μέσω της ολοκλήρωσης του ψηφιακού μετασχηματισμού του.
Τα ανωτέρω τέσσερα σημεία απαιτούν αλλαγή στην αντίληψη. Και αυτό είναι πραγματικά το ζητούμενο στην Ελλάδα του 2022. Ίσως να είναι και η τελευταία ευκαιρία που έχουμε, για την επίτευξη αυτού του ζητούμενου, που κοντεύει να χαθεί μέσα στο δημόσιο διάλογο περί επιδομάτων, στηρίξεων, και ενισχύσεων.