Μπορεί ένας super ήρωας με φανταχτερή στολή να σώσει την ανθρωπότητα από την πανδημία; Ακόμη και το πιο ευφάνταστο μυαλό κομίστα δύσκολα μπορεί να δώσει απάντηση. Ο «εχθρός» δεν είναι απλώς αόρατος, αλλά είναι πανταχού παρών και η απειλή του σκεπάζει όλο τον πλανήτη. Αυτή η συνθήκη, όμως, φαίνεται ότι ανέδειξε κι έναν εντελώς πρωτόγνωρο ήρωα που δεν θυμίζει σε τίποτα τους υπεράνθρωπους της Marvel: τον τύπο «της διπλανής πόρτας». Κι αυτόν τον «έπιασε» μοναδικά ο περίφημος Μίλο Μανάρα.
Στα μέσα Μαρτίου αναρτήθηκε το πρώτο σκίτσο του 74χρονου σχεδιαστή στα social media. Απεικόνιζε μια νοσηλεύτρια βγαλμένη λες από σπαγκέτι φιλμ, μπροστά από ένα θεόρατο σωματίδιο κορονοϊού. Το νεαρό κορίτσι έλεγε αποφασιστικά: Τώρα, οι δυο μας. Η συνέχεια είχε αρκετά ακόμα επαγγέλματα που στις μέρες μας είναι εκεί έξω, εργάζονται σκληρά και ρισκάρουν τη ζωή τους καθημερινά: ταμίες στα σουπερμάρκετ, γιατρούς, καθαρίστριες, αλλά και οδηγούς εταιρειών courier και όσους κάνουν delivery. Κι αν ήσουν λίγο εξοικειωμένος με το στυλ του δημιουργού, μπορούσες εύκολα να καταλάβεις ότι πίσω από αυτά τα σκίτσα βρίσκεται ο Ιταλός Μίλο Μανάρα.
Για 50 χρόνια, ο σχεδιαστής έχει καθιερώσει το προσωπικό του ύφος μέσα σε έναν φιλήδονο αισθησιασμό, που συχνά δανείζεται στοιχεία από τη μυθοπλασία και τον μαγικό ρεαλισμό. Εμφανώς επηρεασμένος από τον φίλο του Ούγκο Πρατ -τον αλησμόνητο δημιουργό του Κόρτο Μαλτέζε- και βέβαια από τον «μάγο» του ιταλικού σινεμά, τον Φεντερίκο Φελίνι, ο Μανάρα φιλτράρει την πραγματικότητα και δημιουργεί εξιδανικευμένες εικόνες. «Για εμένα είναι σημαντικό το ονειρικό και το φανταστικό στοιχείο» είχε πει στο παρελθόν ο δημιουργός της πουριτανής Κλαούντια, της οποίας ο ερωτισμός ελέγχεται με ένα τηλεχειριστήριο στη θρυλική σειρά κόμικς «Το κουμπί της».
Τι έκανε λοιπόν τον μετρ του ερωτικού σκίτσου να αφήσει τη θεματολογία του και να επικεντρωθεί σε καθημερινές γυναίκες; Απομονωμένος για εβδομάδες με τη σύζυγό του Λουίζα στο σπίτι τους στο Βένετο (περιφέρεια με πρωτεύουσα τη Βενετία), ο Μανάρα θα πει σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Washington Post». «Κρατούσα το μολύβι στο χέρι μου, αλλά δεν μπορούσα να σχεδιάσω. Ο φόβος επικρατούσε παντού. Και μέσα στο σπίτι. Είχα παραλύσει και το χειρότερο είναι ότι δεν μπορούσα να πιαστώ από κάτι που να με γαληνεύει».
Ο δημιουργός, αν και απολαμβάνει την ασφάλεια μιας κατοικίας μέσα σε αμπελώνες, ανήκει λόγω ηλικίας στις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες και ο αναγκαστικός εγκλεισμός δεν του είναι ευχάριστη συνθήκη. Είναι τύπος που αγαπά τα ταξίδια κι έχει επισκεφθεί πάρα πολλές φορές και τη χώρα μας. Η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο είναι η κόρη του ζεύγους, η οποία φέρνει τα ψώνια, διατηρώντας την απαραίτητη απόσταση. «Τώρα, είμαι υψηλού ρίσκου καθώς είμαι 74 ετών, αλλά δεν βιάζομαι να πιάσω τον ιό», εξομολογείται ο Μανάρα, ο οποίος ζει στον πιο σκληρά δοκιμαζόμενο τόπο από τότε που ξέσπασε η πανδημία στην Ευρώπη.
«Κοντά σε εκείνους που απειλούνται περισσότερο, σκέφτηκα ποιοι είναι στ’ αλήθεια σήμερα απαραίτητοι. Προσπάθησα λοιπόν να αποτίσω φόρο τιμής σε αυτόν τον κόσμο. Νοσοκόμες, γιατροί, αλλά και οι ταμίες σουπερμάρκετ, αν το καλοσκεφτούμε, είναι όλοι τους μαχητές στην πρώτη γραμμή. Υπάρχει ένα κοινό νήμα που τους συνδέει όλους: ανέλαβαν την προσωπική ευθύνη και πήραν το ρίσκο να παλέψουν έξω από το σπίτι. Ιδιαίτερα αυτοί που απειλούνται περισσότερο, αλλά είναι και “αναλώσιμοι”, όπως για παράδειγμα οι καθαρίστριες. Γι’ αυτό τον λόγο είναι ''ήρωες'' κι έτσι ήθελα να τους απαθανατίσω», λέει ο Μανάρα.
Παράδοξο ίσως, αλλά ο ζωγράφος που εξύμνησε το γυναικείο σώμα, ανάμεσα στα πολλά μηνύματα που δέχτηκε τον τελευταίο καιρό, μετέφερε με συγκίνηση ένα ευχαριστήριο από κάποιον εργαζόμενο σε νοσοκομείο. Αυτό φαίνεται να πάτησε το «κουμπί» του Μανάρα, που βρήκε νέο νόημα στον ηρωισμό της εποχής. «Φυσικά όλοι τους είναι γυναικείοι χαρακτήρες, καθώς η καριέρα μου ήταν κατ' εξοχήν αφιερωμένη στην αποθέωση της γυναικείας ομορφιάς. Σ' αυτή την περίπτωση, ωστόσο, ένιωσα ότι ήρθε η ώρα να μιλήσω για αρετές, όπως το θάρρος, η ανιδιοτέλεια και ο αλτρουισμός. Και, κατά κάποιο τρόπο, ήθελα να ξεπληρώσω το ''χρέος'' μου απέναντι σ' αυτό τον κόσμο».
Σήμερα, η ρουτίνα του καλλιτέχνη μοιράζεται σε δύο βασικές ενασχολήσεις: την ημέρα ζωγραφίζει στο γνώριμο ύφος έργα που διοχετεύονται στους λάτρεις των κόμικς σε όλο τον κόσμο, και το βράδυ -μερικές φορές ώς τις 3.30 το ξημέρωμα- αφιερώνεται στους ήρωες του «λουκέτου». Η κόρη του ζει στο διπλανό σπίτι στο Βένετο μαζί με τον σύζυγό της, ο οποίος εργάζεται στην υπηρεσία πολιτικής προστασίας και βοηθά αστέγους. «Είναι αξιέπαινη δουλειά, αλλά αρκετά επικίνδυνη πλέον», λέει ο Μανάρα, ο οποίος επισημαίνει και μια άλλη, ευαίσθητη συνθήκη του εγκλεισμού: «Ολος ο κόσμος νιώθει αναγκαστικά περιορισμένος μέσα στα σπίτια του. Αλλά υπάρχει κίνδυνος σε ορισμένα διαμερίσματα της πόλης, οι τριβές να αυξηθούν ανάμεσα σε όσους δεν συμβιώνουν αρμονικά, οδηγώντας σε έκρηξη ενδοοικογενειακής βίας.
Η αναγκαστική συνύπαρξη μπορεί ακόμη να σπρώξει ευάλωτες γυναίκες στην αυτοκτονία», δήλωσε ο Μανάρα, ο οποίος στο παρελθόν είχε επικριθεί έντονα για σεξισμό. «Εχω κατηγορηθεί πολλές φορές από φεμινιστικές οργανώσεις. Από την αρχή της καριέρας μου, πάντα υπήρχαν φωνές που έλεγαν ότι δεν έχω το δικαίωμα να “φέρομαι” με τέτοιο τρόπο στις γυναίκες ή να τις απεικονίζω έτσι. Το μόνο που έχω να πω, είναι πως μόνο ένας άνδρας που αγαπά βαθιά τις γυναίκες μπορεί να τις βγάλει τόσο ηδονικές στο χαρτί» έχει απαντήσει.
Μόνη εξαίρεση σε αυτή τη σειρά των «ανώνυμων» πορτρέτων της καραντίνας είναι ένα σχέδιο που του ζήτησε η ιταλική «La Repubblica». Σε αυτό ο καλλιτέχνης δείχνει τον μάγο του Χάμελιν να ξεπηδά από το γνωστό παραμύθι των αδελφών Γκριμ, προσπαθώντας να δελεάσει μία έφηβη να βγει έξω από το σπίτι της. «Παρότρυνα τους αναγνώστες να αντισταθούν στον πειρασμό να βγουν. Μια απλή βόλτα στην πόλη χωρίς προστασία μπορεί να έχει συνέπειες που πριν από τρεις μήνες δεν μπορούσαμε καν να διανοηθούμε!».
Αν και απολαμβάνει τη διεθνή φήμη, ο Μανάρα αναγνωρίζει ότι αυτοί οι ήρωες μοιάζουν ίδιοι παντού. «Ανθρωποι από πολύ διαφορετικές χώρες έχουν εκτιμήσει αυτή την αλληλεγγύη στα δύσκολα», λέει και βάζει στη λίστα του μια σειρά από καινούργια επαγγέλματα: μια φαρμακοποιό, μια παραγωγό οπωροκηπευτικών, μια οδηγό ασθενοφόρου και άλλα πολλά. «Είναι μακρύς ο κατάλογος, αλλά θα αποτίσω φόρο τιμής σε όλους», υπόσχεται. Τους βάζω σε χαρτί για να τους θυμόμαστε όλους. Κι ελπίζω στο τέλος να μας οδηγήσουν σε έναν νέο κόσμο».
*Δημοσιεύθηκε στον «Φιελεύθερο» της 25ης Απριλίου