Σύμφωνα με το παγιωμένο και κυρίαρχο αφήγημα, οι εξελίξεις στον χώρο της Τεχνητής Νοημοσύνης οδηγούν σε μείωση των θέσεων απασχόλησης. Kαι δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι για σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης, η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης αντί να συνδέεται με την ευημερία, ταυτίζεται με την εργασιακή ανασφάλεια και την μείωση των θέσεων απασχόλησης.
Είναι όμως έτσι; Η οικονομική ανάπτυξη, που συμβαδίζει με την τεχνητή νοημοσύνη και τη ρομποτική, «θερίζει» πράγματι τις θέσεις εργασίας; Ας διευκρινίσουμε, ότι όταν αναφερόμαστε στην ρομποτική, δεν μιλάμε για τεράστια ρομπότ, όπως εκείνα του κινηματογραφικού έπους “Star Wars”, ή αντίστοιχων ρομπότ των βιβλίων και ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Αναφερόμαστε σε μικρές ή μεγάλες ηλεκτρονικές ψηφιακές συσκευές, που μπορούν να πραγματοποιήσουν απλές ή σύνθετες κινήσεις συναρμολόγησης, να εκτελέσουν μικρό ή μεγάλο μεταφορικό έργο και να υποκαθιστούν μέρος της ανθρώπινης εργασιακής καθημερινότητας. Εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης είναι και τα αυτόματα συστήματα
αναγνώρισης φωνής και ανταπόκρισης, με τα οποία επικοινωνούμε τις περισσότερες φορές, όταν καλούμε τις «γραμμές βοήθειας» των εταιρειών
τηλεπικοινωνίας, των τραπεζών και των ηλεκτρονικών καταστημάτων.
Οι τελευταίες έρευνες που έρχονται από τις ΗΠΑ, όπου η τεχνητή νοημοσύνη έχει εισχωρήσει εδώ και χρόνια μέσα στην παραγωγική διαδικασία, δείχνουν ότι οι θέσεις εργασίας παραμένουν σταθερές, όπως ήταν κατά τη δεκαετία του 1990, παρά τις «απειλές» από το νέο ψηφιακό οικοσύστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία μελέτης του ITIF (Information Technology & Innovation Foundation), δηλαδή του Ιδρύματος για την Τεχνολογία της
Πληροφορίας και την Καινοτομία των ΗΠΑ, το 1995 ο κίνδυνος να χάσει κάποιος την εργασία του ήταν στο 7,3%. Σήμερα ο κίνδυνος αυτός
βρίσκεται στο 5,8%, εφ’ όσον οι συνθήκες της αγοράς είναι ομαλές. Στο ακόλουθο διάγραμμα βλέπεται ότι στην τριμηνιαία καταγραφή των θέσεων
απασχόλησης που κινδυνεύουν να χαθούν, εμφανίζεται από το 1995 μέχρι σήμερα μια σταδιακή υποχώρηση, με μοναδικές εξαιρέσεις τις χρηματιστηριακές αναταραχές του 2000 και του 2008 και την κρίση λόγω του covid μέσα στο 2020.
Αυτό οφείλεται στις πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων να αναδιατάξουν τις παραγωγικές τους δομές, να εκμεταλλευτούν το πλεονεκτήματα των
ψηφιακών αλλαγών και αποσβέσουν τα απόνερα τους, μέσω της υιοθέτησης καινοτόμων διαδικασιών και πρακτικών, προς όφελος τόσο των
επιχειρήσεων όσο και των εργαζομένων. Στον ακόλουθο πίνακα βλέπουμε τις απώλειες των θέσεων εργασίας, το 1995, το 2015 και το Q3 του 2020 (όταν είχε αρχίσει να ισορροπεί η αγορά εργασίας μετά το ξέσπασμα του covid). Οι τιμές του 2020 εξακολουθούν να βρίσκονται αισθητά
χαμηλότερα από το 1995 και αναμένεται να εξομαλυνθούν ακόμα περισσότερο και σε σχέση με το 2015.
Στο ακόλουθο γράφημα συμπεριλαμβάνονται και τα δεδομένα του δεύτερου τριμήνου του 2020, που μας βοηθούν να αντιληφθούμε τη
απόλυτη στρέβλωση που επέφερε η πανδημία στη αγορά εργασίας. Είναι γεγονός ότι τα δεδομένα του Q2 του 2020, έχουν επηρεάσει τα δεδομένα του Q3 του 2020, με δυσμενή τρόπο.
Η μελέτη του ITIF, μαζί με τα ευρήματα που προκύπτουν από αυτήν, δείχνουν ότι οι αιτιάσεις για την τεχνητή νοημοσύνη και τα ρομπότ, που
υποκαθιστούν πλήρως τον ανθρώπινο παράγοντα, είναι μάλλον πρόωρες και επισφαλείς. Είναι σίγουρο ότι η ψηφιακή τεχνολογία αλλάζει ριζικά τον τρόπο που σκεφτόμαστε, που εργαζόμαστε, που εκπαιδευόμαστε και τον τρόπο που ζούμε. Ωστόσο αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Είναι
σίγουρα διαφορετικό και σαν τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Στις ΗΠΑ το βάρος των επιχειρήσεων, ειδικά μετά από το σοκ της πανδημίας, έχει πέσει πάνω στην βελτίωση των διαδικασιών της μετάβασης στα νέα εργασιακά δεδομένα και στη μείωση του κενού ανάμεσα στις νέες δεξιότητες που απαιτούνται και στις τρέχουσες δεξιότητες που κατέχει το απασχολούμενο προσωπικό. Προσοχή. Αναφερόμαστε σε δεξιότητες και όχι σε ικανότητες. Οι ικανότητες των εργαζομένων παραμένουν σταθερές. Εκείνο που διαφοροποιείται είναι η ανάγκη για απόκτηση νέων δεξιοτήτων. Μάλιστα το ITIF, έχει καταρτήσει μια σειρά προγραμμάτων επιμόρφωσης και ανάπτυξης δεξιοτήτων για τους εργαζόμενους, ώστε να ενταχθούν ή να προσαρμοστούν με ευκολία στις νέες εργασιακές δομές και διαδικασίες.
Στις ΗΠΑ, γνωρίζουν καλά ότι αν κυριαρχήσει στην κοινή γνώμη η «τεχνοφοβία», θα υπάρξει ένα νέο κλίμα ανησυχίας και ανασφάλειας που θα βάλει ευθέως κατά της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας. Μπορεί οι αριθμοί να διαψεύδουν, αυτές τις φοβίες της κοινής γνώμης, όμως όπως όλοι καλά γνωρίζουμε, δεν είναι λίγες οι φορές, που το συναίσθημα νικά κατά κράτος, την λογική.