Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Εκείνην την περιπόθητη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας την περιμέναμε, με βάση τον αρχικό σχεδιασμό του τρίτου μνημονίου από τον περασμένο Δεκέμβριο.
Καθώς καθυστερούν όλες οι συμφωνίες για τα επιμέρους θέματα, φορολογικό, ασφαλιστικό, «κόκκινα δάνεια», έχουμε φτάσει πια Απρίλιο και μάλλον θα πάμε για Μάϊο, και ακόμα πιο πέρα, από ότι δείχνουν οι νέοι λεονταρισμοί της κυβέρνησης ενάντια στο «κακό» ΔΝΤ, με αφορμή τις υποκλαπείσες συνομιλίες στελεχών του.
Η αξιολόγηση είναι σημαντική καθώς θα ξεκλειδώσει διάφορα εργαλεία που θα ανοίξουν την κάνουλα της ρευστότητας και θα δροσίσουν την ελληνική οικονομία που ασφυκτιά και βράζει στο ζουμί της. Η κυβέρνηση το κατανοεί ασφαλώς, αλλά δεν μπορεί να κάνει από ότι φαίνεται και πολλά για να ξεπεράσει τον εαυτό της.
Η διαρκής καθυστέρηση και κωλυσιεργία, σε όλα ανεξαιρέτως τα θέματα διακυβέρνησης, η αδυναμία κατανόησης του επείγοντος, η λάθος στοχοθέτηση και σειρά προτεραιοτήτων, συνδυασμένη με ιδεοληψία και συνεχούς αναζήτηση εχθρών, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, συνθέτουν ένα τοξικό μίγμα αστοχιών και αποτυχίας.
Είναι περίεργο όμως ταυτόχρονα ότι παρά την οφθαλμοφανή, σε πολλές περιπτώσεις οικτρή, κακοδιοίκηση και αποτυχία, η κυβέρνηση έχει ακόμα αποθέματα ανοχής στην κοινή γνώμη, παρά την καθίζηση της στις δημοσκοπήσεις. Διατηρεί στήριξη σε ένα μουδιασμένο ακροατήριο, αλλά και οι αντίπαλοι της δεν έχουν, από ότι δείχνουν τα πράγματα, αποκτήσει την κρίσιμη μάζα για να την εκδιώξουν από την εξουσία.
Δεν έχουν «σηκωθεί και οι πέτρες» εναντίον της, παρότι ίσως θα έπρεπε.
Είναι μάλιστα πιθανόν να αξιοποιήσει μία περαίωση του θέματος «αξιολόγηση» ώστε να επωφεληθεί από την ανάσα ρευστότητας στην οικονομία που αυτή συνεπάγεται, και να αρχίσει να πουλάει, με την σειρά της, success story. Και να ανακάμψει δημοσκοπικά.
Η συνεχιζόμενη στήριξη στον Συριζα, παρά την φθορά που μοιραία υφίσταται όσο περνάει ο καιρός, στηρίζεται σε πέντε κυρίως παράγοντες.
Πρώτον, η ουσιαστική του συναισθηματική ταύτιση με το κοινό του, η δυνατότητα να δρα και να ενεργεί σαν καθρέφτης του, ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτό σημαίνει να επιτίθεται στον εαυτό του, παίρνοντας και την σημαία της αντιπολίτευσης αν είναι αναγκαίο, όπως έδειξε και η υπόθεση του Γιαν Φαμπρ.
Δεύτερον, η ίδια η καθυστέρηση , ή καλύτερα η παράλυση, της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Μπορεί να προκαλείται έτσι τεράστια ζημιά στην χώρα, αλλά έτσι ικανοποιεί όσους φοβούνται ότι θα είναι τα θύματα των αποφάσεων. Ποιος δεν θέλει να «λουφάρει» κάτι που μπορεί να είναι δυσάρεστο;
Τρίτον, η μόνιμη εχθρότητα προς το εξωτερικό, ακόμα και εναντίον φιλικών στην ουσία δυνάμεων, οι οποίοι βαφτίζονται «αποδιοπομπαίοι τράγοι» ώστε να φέρουν αυτή το βάρος και την ευθύνη γαι τα «τρία κακά της μοίρας μας». Η συνταγή είναι άλλωστε παλιά και δοκιμασμένη σε μία κοινωνία που έχει εθιστεί στον φόβο της Δύσης, των Αμερικανών, τώρα των Γερμανών και της «ανάλγητης Ευρώπης». Το έργο παίζεται δεκαετίες, αν όχι αιώνες, και το Συριζα είναι ο καλύτερος, πρόσφατος, θίασος για αυτό.
Τέταρτον, η βαθιά, κατεστημένη πλέον, πεποίθηση μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης ότι το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του, με κορυφαία τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας του παλιού δικομματισμού, ΠΑΣΟΚ κυρίως αλλά και ΝΔ, ήταν διεφθαρμένο, δρούσε με ιδιοτέλεια, πρόδωσε τις υποσχέσεις διαρκούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου που έδινε επί μία τριακονταετία. Η παραμονή στις πρώτες θέσεις των αντιπολιτευομένων κομμάτων προσώπων που συμμετείχαν στην εξουσία την εποχή των υποσχέσων που διαψεύσθηκαν, δεν βοηθά στην λήθη και στην αμνηστία απέναντι σε αυτό το μνησίκακο κοινό.
Πέμπτον, και ίσως σημαντικότερο, ο συμβιβασμός των ευρωπαϊκών κυρίαρχων κύκλων με την εξουσία του Τσίπρα τον οποίον θεωρούν πιο αξιόπιστο συνομιλητή τους από τους προηγούμενους.
Έτσι οικοδομεί η σημερινή κυβέρνηση τις ελπίδες της για συνέχιση της παραμονής της στην εξουσία.
Τα πράγματα θα αλλάξουν προφανώς. Ιδιαίτερα όταν οι αποφάσεις τελικά θα παρθούν, οι φόροι θα πρέπει να πληρωθούν, οι συντάξεις θα μειωθούν, τα κόκκινα δάνεια θα πουληθούν, τότε θα μειωθεί η δυνατότητα να είναι το Συριζα καθρέφτης της δυσαρεστημένης πια κοινής γνώμης. Ωστόσο και πάλι θα μπορεί να παιανίζει τον πόλεμο εναντίον των «κακών ξένων» και να θυμίζει το κακό παρελθόν των αντιπάλων του.
Δεν είναι μικρά επιχειρήματα, καθώς απευθύνονται στο συναίσθημα της κοινής γνώμης.
Όσο για την διαφαινόμενη σταδιακή προσαρμογή στην πραγματικότητα, η οποία αναδύεται από αρκετές πια κυβερνητικές αποφάσεις, με τελευταίο παράδειγμα τον συμβιβασμό για τα μεταλλεία της «Ελληνικός Χρυσός», μπορεί κανείς να πει ότι αυτό είναι και το μεγαλύτερο "ατού" του κυβερνητικού θιάσου, όσο και αν εξοργίζεται με το μέγεθος της απάτης. Γιατί η προσαρμογή στην πραγματικότητα γίνεται από θέση εξουσίας και ισχύος.
Προσοχή στο πεδίο της μάχης: Οι γραμμές θα γίνουν δυσδιάκριτες.
Με λίγα λόγια, είναι αρκετά παρακινδυνευμένο να θεωρούνται σαν λύση στα προβλήματα της χώρας οι εκλογές. Γιατί μπορεί να χαθούν. Αλλά και, κυρίως, γιατί δεν έχει οικοδομηθεί ακόμη μία εναλλακτική κυβερνητική συμμαχία τέτοια που να αφαιρέσει στον πυρήνα τους τους παράγοντες ισχύος του σημερινού κυβερνητικού στρατοπέδου.
Αντιμετωπίζει κανείς τα διάφορα αιτήματα άμεσων εκλογών με αμηχανία.
Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι έτσι όπως είμαστε τώρα μία αλλαγή κυβέρνησης θα μπορούσε να προσφέρει λύσεις και να εφαρμόσει τι αναγκαίες αλλαγές για να βγούμε από την παγίδα της πολύχρονης κρίσης.
Αυτό σημαίνει άραγε ότι αναγνωρίζει στο Συριζα κυβερνητικά χαρακτηριστικά, ότι χρειάζεται άλλη κυβέρνηση από αυτήν την Βουλή, στην οποία πρέπει να συμμετέχει αναγκαστικά και το Συριζα; Όχι κατ' ανάγκην. Μπορεί κανείς να είναι αντιπολίτευση έτσι και αλλιώς, να προετοιμάζει την εναλλακτική και την επόμενη ημέρα χωρίς να εκβιάζει τα πράγματα κραυγάζοντας κάθε μέρα εκλογές, όπως είναι το εθιμικό πολιτικό δίκαιο σε αυτήν την χώρα.
Για την αντιπολίτευση, είτε είναι του «Κέντρου», είτε οποιαδήποτε άλλη, ο δρόμος είναι να προετοιμάσει ένα πρόγραμμα αλλαγών, με γνώμονα τα συμφέροντα και τα κίνητρα για την κινητοποίηση των δυναμικών και παραγωγικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, και κυρίως της ιδιωτικής οικονομίας. Να το προετοιμάσει με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσει την μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική αποδοχή. Να το εκφράσει με νέο τρόπο ώστε να ακυρώσει τα επιχειρήματα του αντιπάλου. Να το απαιτήσει με όλους τους τρόπους, ζητώντας και εκλογές, αλλά την κατάλληλη στιγμή.
Καθώς το timing είναι πάντοτε ένας σημαντικός παράγοντας επιτυχίας.