Η συζήτηση για το λογότυπο της Επιτροπής του Ελλάδα 2021 μπορεί μεν να έσβησε και να κρύωσαν κιόλας οι στάχτες της, όπως συμβαίνει με κάθε συζήτηση του σοσιαλμιντιακού συρμού, αλλά το γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης παραμένει — προφανώς. Όπως παραμένει και η διαπιστωμένα άγρια άγνοια των περισσοτέρων Ελλήνων για την εποχή. Δεν μιλούμε τόσο για την 25η Μαρτίου, κατά την οποία κάτι οπωσδήποτε σημαντικό πρέπει να συνέβη αν ρωτήσεις μία παρέα γυμνασιοπαίδων, φέρ’ ειπείν —όλο και κάτι θα μπορέσουν να σου πουν, κάτι σχετικό με εχθρούς, με κατακτητές, με τους Τούρκους, τους Γερμανούς κλπ.—, όσο για την περίοδο ΠΡΙΝ το ξέσπασμα της Επανάστασης, ΚΑΤΑ τη διάρκεια της Επανάστασης και για τα χρόνια ΜΕΤΑ την Επανάσταση του ’21.
Εξ ου και είναι πάντα καλό να προτείνουν, όσοι θέλουν, ειδικά σε νέους ανθρώπους να μελετούν τα γεγονότα των χρόνων εκείνων και τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκαν. Το κλασικό, και ευσύνοπτο, βιβλίο του C.M. Woodhouse «1821: Ο Πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας» είναι ιδανικό ως προς αυτό: διακόσιες σελίδες όλες κι όλες αν εξαιρέσεις τη Βιβλιογραφία και το Γλωσσάρι, μπορεί να διαβαστεί άνετα από οποιονδήποτε — και, επιμένουμε, ειδικά από έναν νέο, ή για όποιον δεν μπορεί να επενδύσει πολύ χρόνο υπό τις παρούσες συνθήκες της ζωής του. Γι’ αυτό και προτείνουμε να το χαρίσετε όπου εσείς κρίνετε, ενόψει της φετινής επετείου πρωτίστως, αλλά και των σημαντικών εορτασμών του 2021. Θα το βρείτε παντού, καθώς κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος — και μάλιστα σε μία άψογη μετάφραση από τον Γιώργο Καράμπελα. Χαίρεσαι να το διαβάζεις.
Ο Βρετανός στρατιωτικός, πολιτικός και συγγραφέας C.M. Woodhouse (1917-2001), ο περίφημος «Κρις» ή «Μόντι» της Αντίστασης (καθώς υπήρξε συμπολεμιστής του Ζέρβα και του Βελουχιώτη, με μεγάλη δράση και μεγάλη αγάπη για τη χώρα μας), αναγορεύτηκε Πρόεδρος της Εταιρίας Κλασικών Σπουδών στη Μεγάλη Βρετανία, διατηρώντας σε όλη του τη ζωή ζωηρό και άσβηστο το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα, ένα ενδιαφέρον και μια αφοσίωση (και ένας καημός) από τα οποία προέκυψαν σημαντικά και μοναδικής αξίας βιβλία. Στο «1821: Ο Πόλεμος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας» ο Woodhouse αναδεικνύει τις πολιτικές διαστάσεις του εθνικού ξεσηκωμού, τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτόν και τον τρόπο που εδραιώθηκε η μεγάλη αυτή φιλελεύθερη Επανάσταση της Ευρώπης. Μαζί, οι ήρωες, τα ιστορικά πρόσωπα, ο διεθνής περίγυρος με την επαμφοτερίζουσα στάση του, οι συγκυρίες, η πίστη, το πείσμα — και η μοίρα.
Δεν θα πούμε περισσότερα. Αμέσως παρακάτω, παραθέτουμε τέσσερα μικρά αλλά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο. Διαβάστε τα και, αν θέλετε, παραγγείλτε το «1821» του Woodhouse στον βιβλιοπώλη σας. Θα ανταμειφθείτε, και με το παραπάνω.
* * *
Τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταβάλλονταν διαρκώς – υποχωρούσαν σε μια περιοχή, επεκτείνονταν σε μια άλλη. Οι διακυμάνσεις αυτές δεν είχαν τίποτα το ενοχλητικό για έναν μωαμεθανικό λαό του οποίου η πίστη διαιρούσε τον κόσμο απλώς σε Νταρ-ελ-Ισλάμ (Οίκο του μωαμεθανισμού) και Νταρ-ελ-Χαρμπ (Οίκο του πολέμου). Αφού μεταξύ των δύο έπρεπε να υπάρχει διαρκής κατάσταση σύγκρουσης, όπου κι αν βρισκόταν το σύνορο, ήταν εξίσου φυσικό το όριο να διαστέλλεται και να συστέλλεται μαζί με την ισχύ των αιώνιων εχθρών. Με μια έννοια, η ίδια η ιδέα ενός σταθερού συνόρου ήταν ξένη στους Τούρκους, που παρέμεναν μέσα τους Ασιάτες νομάδες, ακόμα και στη μεγαλύτερη ακμή τους. Τα εθνικά σύνορα μικρή σημασία είχαν για έναν λαό μη εξοικειωμένο με τις κάθετες διαιρέσεις της εθνικότητας, και απεναντίας συνηθισμένο να διαφοροποιεί τα ανθρώπινα όντα όχι με όρους φυλής, αλλά με όρους θρησκείας ή λειτουργήματος. Εξίσου ξένη στη σκέψη τους ήταν και η ιδέα ενός φυσικού αμυντικού συνόρου. Συνήθεια της ποιμενικής φυλής της οποίας ήταν απόγονοι, οσοδήποτε μακρινοί, ήταν να μη θεωρούν καμία εγκατάσταση μόνιμη πέρα από τις εποχιακές ανάγκες τους – και αυτή η διανοητική συνήθεια ήταν που τους έκανε να διοικούν την αυτοκρατορία τους επί αιώνες σαν μια προσωρινή κατοχή, χωρίς ποτέ να προσπαθούν να αφομοιώσουν πολιτικά ή να οριοθετήσουν γεωγραφικά τους κατακτημένους πληθυσμούς. Αυτό πάντως δεν τους εμπόδισε, τουλάχιστον στην ακμή της αυτοκρατορίας τους, να οργανώσουν τη διοίκηση με σχολαστική αποτελεσματικότητα. Με δυτικά κριτήρια, η οθωμανική εξουσία δεν ήταν κακή· απλώς βασιζόταν σε διαφορετικές αρχές.
Ει μη μόνο με την τυπική έννοια της διεθνούς αναγνώρισης, η Ελευθερία δεν μπορούσε να δείξει το πραγματικά ανεξάρτητο πρόσωπό της παρά μόνο πολλά χρόνια αφότου εξήγγειλε την επιστροφή της ο Σολωμός: όχι το 1823, όταν έγραψε, ούτε το 1827, μετά το Ναβαρίνο, ούτε το 1829, όταν ο σουλτάνος αποδέχθηκε το αναπόφευκτο, ούτε το 1832, όταν ανακηρύχθηκε ο πρώτος της βασιλιάς, ίσως ούτε καν το 1843, όταν θεσπίστηκε το πρώτο Σύνταγμα. Η ιστορία είναι ατέλειωτη και τα ιστορικά βιβλία σύντομα· στον βαθμό όμως που μπορεί κανείς να δει τα γεγονότα με προοπτική, ίσως να μην είναι αβάσιμο να τοποθετήσουμε την πλήρη χειραφέτηση της κατά Σολωμό Ελευθερίας στα 1864, με την ανάρρηση της σημερινής συνταγματικής δυναστείας στον ελληνικό θρόνο. Για τον λόγο αυτό, σε τούτη εδώ την περιγραφή του αγώνα της Ελλάδας για την ανεξαρτησία υιοθετήσαμε μια κλίμακα διαφορετική από τη συμβατική. Όχι μόνο διευρύναμε το φόντο, από μια μικρή γωνιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο σύνολο της Ευρώπης και ακόμα παραπέρα, αλλά επεκτείναμε και τη χρονολόγηση. Οι ιστορικοί της Ελληνικής Επανάστασης χωρίζουν συνήθως τον αγώνα σε φάσεις – τέσσερις, κατά κανόνα. Οι τέσσερις του Τρικούπη είναι από το 1821 έως την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, μετά έως τη Συνθήκη του Λονδίνου, μετά έως την άφιξη του Καποδίστρια και τέλος έως τη Σύμβαση του 1832. Ο Μίλερ διακρίνει τρεις φάσεις, που ταυτίζονται με τις τρεις πρώτες του Τρικούπη. Στον ανά χείρας τόμο, έχουμε επίσης τέσσερις φάσεις, οι οποίες όμως είναι διαφορετικές, αντιστοιχώντας στα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου: από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 έως τον ξεσηκωμό του Μαρτίου του 1821, από τον Μάρτιο του 1821 έως το Σύνταγμα της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822, από το Σύνταγμα της Επιδαύρου έως τη ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827, και από το Ναβαρίνο και μετά.
Από τη σκοπιά των Τούρκων, τίποτα δεν φάνταζε περισσότερο παράλογο και ανεξήγητο απ’ ότι οι αντιδράσεις της Ευρώπης σε αυτά τα τετριμμένα συμβάντα, σε αυτά τα ασήμαντα ονόματα. Πώς μπορούσαν να καταλάβουν τι σήμαινε για την Ευρώπη η Αθήνα, πόσο μάλλον το Μεσολόγγι, το οποίο δεν υπήρχε καν την εποχή που η Ελλάδα έπεσε υπό τον τουρκικό ζυγό; Αυτό ήταν το τίμημα που πλήρωναν επειδή δεν ήταν κληρονόμοι της κλασικής παράδοσης – και μολονότι λίγοι καταλάβαιναν τον λόγο, η αυλή του σουλτάνου αν μη τι άλλο αναγκάστηκε να λάβει υπόψη της τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις και να τις κατευνάσει με υποσχέσεις καλής συμπεριφοράς στο μέλλον. Οι Έλληνες, ως επί το πλείστον, ήταν εξίσου ανίδεοι για τους πραγματικούς λόγους της τύχης τους. Είχαν χάσει περίπου το ένα τέταρτο της επικράτειας που δήλωναν ότι έλεγχαν, αλλά τους παρηγορούσε η απόκτηση του Ναυπλίου, που προοριζόταν να χρησιμεύει ως πρωτεύουσα στη θέση της Κορίνθου. Η τεράστια σημασία της Αθήνας ίσως να τους διέφευγε ακόμα, αν και ούτως ή άλλως δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός για να μπορέσει η Αθήνα να θεωρηθεί αρκετά ασφαλής ώστε να γίνει πρωτεύουσα, έστω και κατ’ όνομα.
Στην Ελλάδα, η αντιπολίτευση στον Καποδίστρια έπαιρνε πλέον διαστάσεις αναρχίας. Η Ύδρα και η Μάνη είχαν στασιάσει ανοιχτά το 1831, και οι «συνταγματιστές» του Μαυροκορδάτου δυσκολεύονταν να διακρίνουν τη δημοκρατική από την επαναστατική αντιπολίτευση μέσα στη συνωστισμένη Γερουσία του Κυβερνήτη. Αν και ο Καποδίστριας αντιδρούσε βίαια στη βία, όπως έδειξε η καταστολή του πραξικοπήματος των Υδραίων στον Πόρο τον Ιούλιο του 1831, αντιμετώπιζε τους μεμονωμένους αντιπάλους του με την ανεκτικότητα της περιφρόνησης. Απαγόρευε τις εφημερίδες τους, αλλά άφηνε ελεύθερους τους ηγέτες τους, με εξαίρεση τρεις από την οικογένεια Μαυρομιχάλη, τον Πετρόμπεη, τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο, τους οποίους θεωρούσε πρωταίτιους της ένοπλης ανταρσίας – και ακόμα κι αυτοί τελούσαν υπό πολύ χαλαρό περιορισμό στο Ναύπλιο. Αν ο Καποδίστριας ήθελε πραγματικά να γίνει τύραννος, ήταν ένοχος για ημίμετρα. Αντί να κυβερνά απολυταρχικά, χωρίς να νοιάζεται για την κοινή γνώμη, ανακοίνωσε την επανασύγκληση της τέταρτης Εθνοσυνέλευσης – και μετά, αντί να υποταχθεί στο θέλημα του λαού, ανακοίνωσε την αναβολή της. Φυλακίζοντας τους Μαυρομιχάληδες, τους έστρεψε εναντίον του· όμως η χαλαρότητα του εγκλεισμού τους τους έδωσε τη δυνατότητα να τον δολοφονήσουν. Η δολοφονία έλαβε χώρα το πρωί της 9ης Οκτωβρίου 1831, με δράστες τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, στα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, όπου ο Καποδίστριας πήγαινε να λειτουργηθεί. Ο θάνατος του Κυβερνήτη κατέστρεψε το διοικητικό του έργο, και η Ελλάδα στα τέλη του 1831 κύλησε σε μια κατάσταση αναρχίας χειρότερη ακόμα και από του 1824.