Του Μανούσου Μαραγκουδάκη*
«Αυτές είναι οι αρχές μου, και αν δεν σας αρέσουν έχω και άλλες». Αν κάτι χαρακτηρίζει τις αρχές και τις αξίες της «Μεταπολιτευτικής» Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, άνετα συνταιριάζει με την περίφημη αυτή ρήση του Γκάουτσο Μαρξ. Αν και ο σεβασμός προς τους νόμους ποτέ δεν χαρακτήρισε το νεοελληνικό κράτος, η Μεταπολίτευση σχεδόν ταυτίστηκε με τη νομοθετική αυθαιρεσία και πολυνομία από την μία πλευρά, και την περιφρόνηση των νόμων από την άλλη.
Σε κάποιο βαθμό, αυτή η κακή σχέση με τους νόμους και ως εκ τούτου με τη θεσμική δημοκρατία είναι ιστορικά δικαιολογημένη: μία σειρά από τραυματικά γεγονότα που συνδέονται άμεσα με την χούντα, με προεξέχοντα την Εξέγερση του Πολυτεχνείου και την τουρκική εισβολή της Κύπρου, αλλά και τον βιαστικό και σχεδόν ενοχικό τρόπο εγκαθίδρυσης της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τρόπο που δεν συμπεριέλαβε συμβολικές διαδικασίες επούλωσης του τραύματος της χούντας αλλά ούτε και «επανασύγκλισης» της πολιτικής κοινότητας που η χούντα είχε διαρρήξει, όπως όντως συνέβη σε άλλες μεταδικτατορικές χώρες (βλ. Ισπανία), κατέστησαν «τον νόμο και την τάξη» συνώνυμα του αυταρχισμού και του χουντικού παρελθόντος της χώρας, ανοίγοντας ένα παράθυρο νομιμοποίησης κάθε είδους αυθαιρεσίας. Η Δημοκρατία έφθασε να ταυτίζεται με τον λαϊκισμό, δηλαδή να θεωρείται δημοκρατική οποιαδήποτε συμπεριφορά και οποιαδήποτε δράση «εξέφραζε» το λαϊκό αίσθημα – αδιάφορο αν ήταν έννομη και προς το γενικότερο συμφέρον.
Όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, είτε της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚ, στα πλαίσια αυτής της περιρρέουσας ατμόσφαιρας αυθαιρεσίας και λαϊκισμού συμπεριφέρονταν όχι ως συγκροτημένοι, στιβαροί και υπερήφανοι φορείς του Πολιτεύματος, και ως υψηλοί καθοδηγητές της δημοκρατικής πολιτικής κοινότητας, αλλά ως αγχωτικοί εξυπηρετητές συμφερόντων, απαιτήσεων, και διευκολύνσεων. Η δημοκρατία κατά την Μεταπολίτευση έφθασε να είναι ένας συνδυασμός του «δίκιο είναι το δίκιο του εργάτη» και «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».
Και μετά ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και τότε αντιληφθήκαμε ότι η δημοκρατία μας περιλάμβανε στοιχεία που αν και δεν ήταν δυναμικά, εντούτοις ήταν ζωτικής σημασίας για την κανονικότητα του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου - και που υπό καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ τέθηκαν υπό άμεσο κίνδυνο πλήρους εξαφάνισης. Φαινόμενα όπως η απαξίωση κοινοβουλευτικών κανόνων, η άρνηση λογοδοσίας, η αναισθησία μπροστά σε ανθρωπιστικές καταστροφές, η ενσυνείδητη καταστροφή χαρακτήρων, η κακόβουλη επίθεση στον διαχωρισμό των εξουσιών, ο εξισωτισμός στην παιδεία, η εχθροπάθεια απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους και τα συγγενικά τους πρόσωπα, η πρόδηλη συμμετοχή κυβερνητικών παραγόντων σε κυκλώματα διαφθοράς, η προσπάθεια φίμωσης του Τύπου, η συμπάθεια στην αναρχική ανομία, η ενσυνείδητη καλλιέργεια κλίματος ανασφάλειας, η εμφυλιοπολεμική επίθεση σε «εχθρούς της κυβέρνησης», και άλλα συναφή, κατέδειξαν την αξία και την σημασία κοινοβουλευτικών θεσμών που μέχρι το 2015 θεωρούσαμε δεδομένα.
Τώρα θέλουμε διακαώς να γυρίσουμε στην κανονικότητα ενός «κανονικού» κόμματος. Ναι, πράγματι, αλλά το να «γυρίσουμε» είναι σίγουρα σχήμα λόγου. Όχι, δεν θέλουμε να γυρίσουμε σε μία φυτοζωούσα αστική δημοκρατία όπου κάθε τι μη ακροδεξιό βαπτίζεται δημοκρατικό? δεν θέλουμε να γυρίσουμε στο «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά» - ούτε καν στο «έλα μωρέ, παιδιά είναι». Στην καλύτερη περίπτωση, αυτές οι νοοτροπίες διέφθειραν την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία υποδηλώνοντας ότι δημοκρατία είναι η αυθαίρετη ικανοποίηση συμφερόντων? στην χειρότερη περίπτωση, διέβρωσαν την αρχή ότι δημοκρατία είναι η εξουσία των Νόμων πάνω στα ανθρώπινα πάθη και τον εγωισμό. Και μαζί άνοιξαν τον δρόμο στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, και τους επέτρεψαν, τώρα στα τελευταία τους να καταφεύγουν στην ύστατη δικαιολογία λέγοντας: «γιατί, και οι άλλοι τα ίδια δεν έκαναν;»
Ας μετατρέψουμε λοιπόν την τραυματική εμπειρία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στο συμβολικό τέλος της Μεταπολίτευσης και στην απαρχή της Δ' Ελληνικής Δημοκρατίας? μίας Δημοκρατίας που θα θεωρεί και θα αναγνωρίζει ως δημοκρατικό όχι μόνον ό,τι ΔΕΝ είναι ακροδεξιό, αλλά και ό,τι ΔΕΝ είναι ακροαριστερό: Ποτέ πια φασισμός, ποτέ πια αναρχοκομουνισμός. Όχι λοιπόν, δεν θέλουμε την επιστροφή πουθενά. Θέλουμε μία νέα Ελληνική Δημοκρατία, ανοιχτά εχθρική προς τους εχθρούς της κοινοβουλευτική δημοκρατίας – τόσο τους ακροδεξιούς όσο και τους ακροαριστερούς. Θέλουμε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία που θα καθορίζεται απέναντι στους αντιπάλους της ως το πολίτευμα του ορθολογισμού, των νόμων, και των ατομικών ελευθεριών.
Ως εκ τούτου, θέλουμε μία κυβέρνηση που δεν θα κάνει τα χατίρια κανενός με αυθαίρετο και ανήθικο τρόπο. Που θα επιτίθεται σε κάθε διαστροφέα της δημοκρατίας με νόμιμη αυστηρότητα. Που θα καταγγέλλει και θα συγκρούεται με κάθε ομάδα συμφερόντων και κάθε συντεχνία που δρα ενάντια στο συλλογικό συμφέρον. Που δεν θα είναι εκ των προτέρων «κυβέρνηση όλων των Ελλήνων», αλλά κυβέρνηση «για όλους τους Έλληνες».
Οι συνθήκες είναι δεδομένες. Το τραύμα που προκάλεσε η οικονομική κατάρρευση και η επακόλουθη άνοδος της εμπαθούς ακροαριστεράς και της εθνολαiκιστικής δεξιάς είναι δεδομένα. Η επιθυμία μας να δουλέψουμε για να τα αφήσουμε πίσω μας επίσης είναι δεδομένη. Αυτό που δεν είναι δεδομένο είναι η παρουσία του ατόμου που θα μετατρέψει αυτές τις συνθήκες σε ιστορικές αλλαγές: δηλαδή που θα θεσμοθετήσει τις επιθυμίες και τις προσδώσει κοινωνική ορμή. Νομίζω ότι είναι σαφές:
Δίνεται η δυνατότητα στον Κυριάκο Μητσοτάκη να αποτελέσει τον μετα-συριζαϊκό ιδρυτή της Δ' Ελληνικής Δημοκρατίας. Του δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσει μια δημοκρατία πιο συγκροτημένη και πιο ολοκληρωμένη από αυτήν που βιώσαμε στην Μεταπολίτευση. Και του δίνεται η ευκαιρία να πει: «αυτές είναι οι αρχές μου, και αν δεν σας αρέσουν, να πάτε αλλού». Τότε, και μόνον τότε, θα μπορούμε να πούμε ότι η περιπέτεια που περάσαμε είχε θετικό αντίκτυπο στην πορεία του έθνους.
* O κ. Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου