Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Διαβάζουμε ότι επεκτείνονται οι ηλεκτρονικοί φορολογικοί έλεγχοι και ότι θα επιβάλλονται ποινές σε όσες δεν προβαίνουν σε ηλεκτρονικές συναλλαγές ορισμένου ύψους, ανάλογα με το εισόδημα τους. Ότι θα παταχθεί η παραοικονομία, με βάση την αυστηροποίηση των κανόνων και των ρυθμίσεων, αλλά και την ταυτόχρονη υιοθέτηση κάποιων κινήτρων για τους πολίτες.
Είναι όμως έτσι; Είναι τα πράγματα τόσο απλά; Και βέβαια όχι. Η σχέση του Έλληνα με τους φόρους χαρακτηρίζεται από δυσανεξία. Έχοντας συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια, να καλύπτει τις ολοένα και μεγαλύτερες τρύπες που ανοίγονται με ρυθμό που καλπάζει στον δημόσιο τομέα, είναι επιφυλακτικός. Επιθυμεί όσο μπορεί περισσότερο να φοροαποφεύγει και να φοροδιαφεύγει, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει ένα ανεκτό επίπεδο ζωής.
Έτσι, σε κάθε εμπορική συναλλαγή στην οποία προβαίνει, επιδιώκει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Το ίδιο πράττει και ο αντισυμβαλλόμενος. Και οι δυο πλευρές, δηλαδή οι καταναλωτές και οι έμποροι, το πρώτο στο οποίο συμφωνούν με ευκολία, είναι στο να μην εκδοθεί παραστατικό στην μεταξύ τους συναλλαγή. Οπότε και οι δύο κερδίζουν από την μη καταβολή του ΦΠΑ. Ο μεν καταναλωτής δεν δαπανά το επιπλέον 24%, ο δε έμπορος παραμένει πιστωτικός απέναντι στις φορολογικές αρχές στο θέμα του ΦΠΑ.
Το δεύτερο, στο οποίο προσπαθούν να συμφωνήσουν και οι δυο πλευρές είναι το τελικό τίμημα μετά την αφαίρεση του ΦΠΑ. Η μη έκδοση παραστατικού, απαλλάσσει τον επαγγελματία από την φορολόγηση του ποσού που εισπράττει και από την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, που αντιστοιχούν στο επιπλέον εισόδημα. Οπότε η τελική τιμή πώλησης ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, συχνά καταλήγει να γίνεται σε τιμή μικρότερη κατά τουλάχιστον 30%, αν δεν ζητηθεί η έκδοση παραστατικού.
Έρχεται το κράτος και επιβάλλει φόρο 22% στους φορολογούμενους καταναλωτές, που δεν έχουν πραγματοποιήσει το συγκεκριμένο ύψος συναλλαγών, που αντιστοιχεί στο εισόδημα τους. Όμως το απλό μαθηματικό παράδειγμα που αναλύσαμε στην προηγούμενη παράγραφο, δείχνει ακριβώς ότι το κέρδος για τον φορολογούμενο που δεν πραγματοποιεί e-δαπάνες και φοροαποφεύγει συνειδητά, είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, από την τιμωρία του 22% που του επιβάλει η εφορία. Επομένως τον φορολογούμενο τον συμφέρει να πληρώσει το πρόστιμο του 22%, εφόσον έχει κερδίσει ήδη περισσότερα.
Όμως ακόμα και στο νέο νόμο που υποτίθεται ότι δίνει φορολογικά κίνητρα στους πολίτες που επιθυμούν να αναβαθμίσουν τα ακίνητα τους, η απουσία της απλής μαθηματικής λογικής είναι παντελής. Η διάταξη όπως είναι διατυπωμένη, λειτουργεί ως αντικίνητρο για τους ιδιοκτήτες οι οποίοι και προφανώς δεν θα κάνουν χρήση αυτής της “ευνοϊκής” διάταξης. Η διάταξη αναφέρει ότι «σε περίπτωση, εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δεν εφαρμόζεται η περίπτωση α’ της παρ. 3 του άρθρου 39 μέχρι και την 31.12.2026». Αυτό σημαίνει ότι για όποιον κάνει χρήση της νέας διάταξης για την ενεργειακή αναβάθμιση του ακινήτου του, προβλέπεται έκπτωση 40%, επί της δαπάνης στην οποία έχει προβεί, αλλά χάνεται η μείωση κατά 5% του φορολογητέου εισοδήματος που προβλέπει η υφιστάμενη νομοθεσία για τους έχοντες εισόδημα από ενοίκια.
Ας σκεφτούμε το ακόλουθο απλό παράδειγμα. Ιδιοκτήτης με ετήσιο εισόδημα από ακίνητα 24.000 ευρώ, επικαλείται τιμολόγια τεχνικών έργων, ύψους 1.240 ευρώ μαζί με το ΦΠΑ, για τα οποία θα δικαιούται επιστροφή 496 ευρώ, δηλαδή περίπου 100 ευρώ ανά έτος, μέχρι το 2026. Παρουσιάζοντας αυτήν την καθ’ όλα νόμιμη δαπάνη των 1.240 ευρώ, χάνει την έκπτωση του 5% που έχει πάνω στα έσοδα από ενοίκια. Δηλαδή σε βάθος πενταετίας, επιβαρύνεται με φόρους για ποσό ύψους 1.200 ευρώ ετησίως για πέντε έτη, που υπολογιζόμενο με τον φορολογικό συντελεστή του 35%, καταλήγει σε συνολική επιβάρυνση μέσα στην πενταετία, κατά 2.100 ευρώ. Αν σε αυτό το ποσό αθροίσουμε, τον ΦΠΑ που είχε καταβληθεί κατά την έκδοση του παραστατικού ύψους 240 ευρώ και την επί πενταετία καταβαλλόμενη ετήσια εισφορά αλληλεγγύης, εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως το φορολογικό κίνητρο της “ευνοϊκής διάταξης”, δεν είναι επωφελές για τον φορολογούμενο. Διότι οι απλοί κανόνες της αριθμητικής δείχνουν ότι το ποσό των 496 ευρώ της επιστροφής, είναι μικρότερο από τα 2.340 της φοροεπιβάρυνσης που ακολουθεί τον φορολογούμενο.
Η απλούστευση των φορολογικών κανόνων και η εκλογίκευση των φορολογικών βαρών, θα πρέπει να εδράζονται στους κανόνες της απλής αριθμητικής. Ο μέσος φορολογούμενος πολίτης δεν επιθυμεί να φοροαποφεύγει. Η υιοθέτηση πραγματικών και ρεαλιστικών κινήτρων, θα πρέπει να κινηθεί στην κατεύθυνση δημιουργίας σχέσεων “win - win” ανάμεσα στους φορολογούμενους και την εφορία και όχι ανάμεσα στους φορολογούμενους και την συνειδητή και εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Δηλαδή σε μια σχέση που θα κερδίζουν και οι δυο πλευρές. Και το κράτος και ο φορολογούμενος.
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.