Αν δεν γινόταν η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με τις γνωστές οικονομικές παρενέργειες που ακολούθησαν, που θα βρισκόμασταν σήμερα; Ποιο θα ήταν το τοπίο της χώρας; Ποιες θα ήταν οι προτεραιότητες; Ποιοι θα ήταν οι στόχοι, κατά της διάρκεια της αποδρομής της πανδημίας; Δεν είναι κάποιες υποθετικές ερωτήσεις αυτές. Είναι οι ερωτήσεις που καθορίζουν εν πολλοίς, τη βασική οικονομική γραμμή της χώρας.
Ποια λοιπόν θα ήταν τα βασικά θέματα της ημερήσιας διάταξης;
Το πρώτο θα ήταν η άρση όλων των μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, με σκοπό την επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας και τη διασφάλιση της αναπτυξιακής πορείας της χώρας. Έτσι ώστε τα εισοδήματα να εξαρτώνται από την παραγωγή και όχι από τις επιδοματικές πολιτικές.
Το δεύτερο θα ήταν η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης κει Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» που αποτελεί τον θεμελιώδη, οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της χώρας. Δηλαδή, η έστω και με καθυστέρηση, μετάλλαξη του εγχώριου μοντέλου.
Το τρίτο θα ήταν η ομαλή εκταμίευση των ευρωπαϊκών πόρων, που μαζί με τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις και τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων, θα διοχετευτούν για την υλοποίηση νέων επενδύσεων σε εξωστρεφείς, ανταγωνιστικούς και καινοτόμους κλάδους, με σκοπό τη μείωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και τη δημιουργία νέων και καλά αμειβομένων θέσεων απασχόλησης.
Και ενώ αυτά είναι τα θέματα με τα οποία θα απασχολείτο η κυβέρνηση, υπό κανονικές συνθήκες, σήμερα το τοπίο είναι παντελώς διαφορετικό. Η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει πρωτίστως, την ενεργειακή έκρηξη και πληθωριστικό τσουνάμι. Δυο φαινόμενα που δεν θα υποχωρήσουν ακόμα και αν σήμερα το βράδυ, σταματούσε με ένα μαγικό τρόπο η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων πρώτων υλών, δεν φαίνεται ότι θα επιστρέψουν στα επίπεδα πριν από την πανδημία. Μπορεί να ισορροπήσουν και να σταθεροποιηθούν σε κάποια χαμηλότερα επίπεδα, ωστόσο οι τιμές του 2019 θα αποτελούν για καιρό ένα διακαή πόθο για κυβερνήσεις και πολίτες. Είναι λοιπόν φυσικό, οι πολίτες να απαιτούν την παρέμβαση του κράτους απέναντι σε ένα τόσο ισχυρό κύμα ανατιμήσεων.
Θα ακολουθήσει όμως η κρατική παρέμβαση το μοντέλο της πανδημίας με τα οριζόντια μέτρα που οδήγησαν αρκετά από τα δεκάδες δισ. ευρώ που δόθηκαν, σε εταιρείες ζόμπι, σε εταιρείες που δεν είχαν ανάγκη καθώς και σε ελεύθερους επαγγελματίες και νοικοκυριά, που κινούνται στο χρώμα του «γκρι»;
Η εκτίμησή μας είναι, ότι αυτή τη φορά τα μέτρα θα πρέπει να είναι στοχευμένα και να κατευθυνθούν στους πολίτες που πραγματικά πλήττονται υπέρμετρα. Η επιβάρυνση δεν είναι για όλους, η ίδια. Και είναι φανερό ότι οι αυξήσεις στην ενέργεια και στα τρόφιμα πλήττουν τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Οπότε προς τα εκεί πρέπει να κινηθούν οι ενισχύσεις.
Ασφαλώς και η κυβέρνηση θα ήθελε να καλύψει τους πάντες ειδικά αν θεωρήσουμε ότι έχει ξεκινήσει μια μακρά προεκλογική περίοδος, με συνθήματα, μανιφέστα και κατηγορίες. Και θα ήθελε να μπορεί να ανταγωνιστεί τη φθηνή παροχολογία και υποσχεσιολογία της αντιπολίτευσης. Όμως τα πράγματα είναι απλά. Οι κρατικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης, δεν γίνονται σε κάποιο δοκιμαστικό πειραματικό σωλήνα. Γίνονται σε έναν πραγματικό κόσμο. Σε ένα κόσμο, που για να δώσεις κάτι, από κάπου πρέπει να το βρεις.
Επομένως οι επιδοματικές πολιτικές, αποτελούν μια αύξηση των δαπανών, η οποία με τη σειρά της μπορεί να χρηματοδοτηθεί με δυο τρόπους. Ο ένας τρόπος είναι ο δανεισμός και ο άλλος είναι η φορολογία. Τρίτος τρόπος, δεν υπάρχει. Αυτό σημαίνει ότι πως τα εργαλεία που έχει στα χέρια της η κυβέρνηση, είναι περιορισμένα. Και οι περιορισμοί αυτοί θα υπαγορεύσουν το μέγεθος των παρεμβάσεων και τις προτεραιότητες των επιδοματικών πολιτικών.
Αν η κυβέρνηση επιλέξει το δρόμο του δανεισμού τότε θα ανατραπούν οι εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους, για την αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας και για την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Αν επιλέξει την αύξηση της φορολογίας τότε θα ανατραπεί η αναπτυξιακή πορεία της χώρας, η αύξηση της απασχόλησης, καθώς και η δημιουργία των αναγκαίων πλεονασμάτων.
Η εξίσωση είναι δυσεπίλυτη. Η αντιπολίτευση με την ανεύθυνη στάση της, κατηγορεί την κυβέρνηση για οτιδήποτε συμβαίνει στον πλανήτη, υποσχόμενη στους πάντες τα πάντα. Προσεγγίζει το πρόβλημα της ακρίβειας μέσω της «νέας αγανάκτησης» και της μόνιμης πίστης στο λεφτόδενδρο. Είναι λοιπόν ευθύνη της κυβέρνησης, η όσο το δυνατόν πιο ορθολογική διαχείριση της κρίσης και η όσο το δυνατόν πιο επιτυχής στόχευση των παρεμβάσεων. Διαφορετικά, το ταξίδι προς την ανάπτυξη, θα διακοπεί απότομα.