Ατμόσφαιρα από πυκνά νέφη διοξειδίου του άνθρακα και διοξειδίου του θείου. Πίεση 92 ατμόσφαιρες, δηλαδή όση και αυτή που επικρατεί σε βάθος περίπου 1.000 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Θερμοκρασία πάνω από 400 βαθμούς Κελσίου, υψηλότερη ακόμα και από τον πλησιέστερο στον Ηλιο πλανήτη, τον Ερμή. Μια πραγματική κόλαση, δηλαδή, σε σημείο που, παρά το γεγονός ότι είναι ο πιο εύκολα προσεγγίσιμος πλανήτης του Ηλιακού μας Συστήματος για αποστολές από τη Γη, το επιστημονικό ενδιαφέρον σταδιακά ατόνησε. Αυτή είναι η Αφροδίτη, ο δίδυμος πλανήτης της Γης, όπως χαρακτηρίζεται λόγω της εκπληκτικής ομοιότητας ως προς το μέγεθος με το «σπίτι μας».
Ενώ, λοιπόν, αστρονόμοι και αστροβιολόγοι είχαν στρέψει την προσοχή τους… στον ουρανό με τ’ άστρα αναζητώντας εξωγήινη ζωή, αυτή μπορεί τελικά να κρύβεται κάτω από τη μύτη μας, ευδοκιμώντας σε συνθήκες που κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει.
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει πρόσφατη έρευνα, σύμφωνα με την οποία η Αφροδίτη ίσως αποτελεί φιλόξενο σπίτι για βακτήρια που κρύβονται κάτω από τα τοξικά σύννεφά της.
«Πιθανό σημάδι ζωής»
Η ανακάλυψη πιστώνεται σε ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ και σύμφωνα με αυτή, τα νέφη που σκεπάζουν μονίμως την Αφροδίτη φαίνεται να περιέχουν ένα δύσοσμο, τοξικό αέριο, που θα μπορούσε να παραχθεί από βακτήρια. Ο λόγος για τη φωσφίνη, σημάδια της οποίας εντοπίστηκαν στην ατμόσφαιρα του πλανήτη, σε συγκεντρώσεις έως και 20 μέρη ανά δισεκατομμύριο, αρκετές ώστε να συνάγεται το συμπέρασμα ότι «κάτι την παράγει». Εάν η ανακάλυψη επιβεβαιωθεί και αν δεν προκύψουν άλλες εξηγήσεις για την ύπαρξη του αερίου, τότε η Αφροδίτη θα είναι ο πρώτος πλανήτης με σαφή σημάδια εξωγήινης ζωής.
Οι ερευνητές που έκαναν την ανακάλυψη είναι πολύ προσεκτικοί στις διατυπώσεις τους. «Δεν ισχυριζόμαστε ότι εντοπίσαμε ζωή», σημείωσε η αστρονόμος Τζέιν Γκριβς του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ στην Ουαλία. «Αναφέρουμε ότι πρόκειται για ένα πιθανό σημάδι ζωής», ξεκαθάρισε.
Σύμφωνα με τους αστρονόμους, η Αφροδίτη μπορεί να ήταν πιο φιλόξενη στο πρόσφατο παρελθόν. Μάλιστα, προηγούμενη εργασία με επικεφαλής την αστροχημικό Κλάρα Σούσα-Σίλβα από το MIT είχε προτείνει ότι η φωσφίνη θα μπορούσε να είναι μια πολλά υποσχόμενη βιολογική υπογραφή, μια υπογραφή ζωής που μπορεί να ανιχνευθεί στην ατμόσφαιρα άλλων πλανητών χρησιμοποιώντας τηλεσκόπια. Στη Γη, η φωσφίνη σχετίζεται με μικρόβια ή βιομηχανική δραστηριότητα, κάτι που σημαίνει ότι δεν είναι κάποια «ευχάριστη» χημική ένωση. Μάλιστα, για τα περισσότερα είδη ζωής στον πλανήτη μας είναι δηλητηριώδης, επειδή παρεμβαίνει στον μεταβολισμό του οξυγόνου. Για την αναερόβια ζωή, η οποία δεν χρησιμοποιεί οξυγόνο, η φωσφίνη δεν είναι τόσο κακή. Αλλωστε, τα αναερόβια μικρόβια που ζουν σε χώρους όπως συγκεντρώσεις λυμάτων, βάλτους και εντερικές οδούς ζώων, είναι οι μόνες γνωστές μορφές ζωής στη Γη που παράγουν το συγκεκριμένο μόριο.
Το τέλος του δρόμου;
Η αλήθεια είναι πως όταν οι ερευνητές αναζητούσαν στον ουρανό της Αφροδίτης σημάδια φωσφίνης, στην πραγματικότητα δεν περίμεναν να τα εντοπίσουν. Στην πρώτη παρατήρηση με το τηλεσκόπιο James Clerk Maxwell στη Χαβάη, τον Ιούνιο του 2017, ο βασικός στόχος ήταν η αναζήτηση ενός σημείου ανιχνευσιμότητας για μελλοντικές μελέτες της ατμόσφαιρας εξωπλανητών. Τότε η φωσφίνη έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της, αναγκάζοντας τους αστρονόμους να πιστέψουν ότι έκαναν λάθος. Ετσι, η ομάδα έλεγξε ξανά, αυτή τη φορά με ένα πιο ισχυρό τηλεσκόπιο, το Atacama Large Millimete Array στη Χιλή, τον Μάρτιο του 2019. Αλλά η «υπογραφή» της φωσφίνης ήταν ακόμα εκεί.
Η φωσφίνη απαιτεί αρκετή ενέργεια για να δημιουργηθεί και καταστρέφεται εύκολα από το φως του Ηλιου ή το θειικό οξύ, το οποίο υπάρχει σε αφθονία στην ατμόσφαιρα της Αφροδίτης. Επομένως, εάν το αέριο είχε παραχθεί πριν από πολύ καιρό, δεν θα έπρεπε να είναι ακόμη ανιχνεύσιμο.
Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ εξάντλησαν κάθε πιθανή εξήγηση: χημικές διεργασίες στην ατμόσφαιρα, χημικές διεργασίες στο έδαφος, εκρήξεις ηφαιστείων, μετεωρίτες, ηλιακός άνεμος, ακόμα και μετακινήσεις τεκτονικών πλακών. Ορισμένες από αυτές θα μπορούσαν να παράγουν ίχνη φωσφίνης, αλλά όχι στις ποσότητες που ανιχνεύθηκαν.
Το τέλος του δρόμου, όσο απρόσμενο και αν ήταν, πλησίαζε: Κάποια βακτήρια είναι πιθανόν αυτά που παράγουν τη φωσφίνη στην Αφροδίτη. Λόγω της όξινης ατμόσφαιρας του πλανήτη, των ακραίων πιέσεων και θερμοκρασιών που προκαλούν τήξη του μολύβδου, η αποστολή διαστημοπλοίων στην Αφροδίτη είναι τρομερή πρόκληση. Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να περιμένουμε σύντομα μια αποστολή που θα δώσει οριστική απάντηση στο μυστήριο της φωσφίνης. Ωστόσο, το παράξενο αυτό μόριο έχει μπει για τα καλά πλέον στο… τηλεσκόπιο των ερευνητών. Μαζί της, η Αφροδίτη βγαίνει από τη σκιά του «διάσημου» Αρη και δεν θα πρέπει να μας παραξενέψει αν το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας μετατοπιστεί από τον Κόκκινο Πλανήτη στη «δίδυμη αδελφή» της Γης.
*Αναδημοσίευση από το Φιλελεύθερο που κυκλοφορεί το Σαββατοκύριακο 19-20 Σεπτεμβρίου