Ο θάνατος του Φιλίππου, του αιωνόβιου συζύγου της Βρετανίδας μονάρχου, έφερε στο δημόσιο λόγο –(και) παρ’ ημίν– πολλές στρώσεις αρχαϊκής σκέψης και πρωτόγονων διανοητικών αγκυλώσεων. Μια εκ των πλέον απλοϊκών και αφελών, αυτή που θέλει οι βασιλείς μας να μην έχουν αναπτύξει κανενός είδους συναισθηματικό/ψυχολογικό/ιστορικό δεσμό με τη χώρα της οποίας φόρεσαν το στέμμα…
Ήδη η προσέγγιση είναι, βέβαια, σε λάθος βάση. Συνιστά απλουστευτική θεώρηση του ζητήματος της γενικότερης αξιολόγησης της Μοναρχίας (τόσο της, σε παλιότερες εποχές, απόλυτης/κυβερνώσας, όσο και αυτής που αργότερα λειτουργούσε ως ρυθμιστής του πολιτεύματος…).
Πάμπολλοι έχουν αναδείξει τα πολλά εγγενή αρνητικά της, πχ τη «φύσει» προνομιακή σύνδεσή της με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα καθώς και με θεσμούς οι οποίοι θεωρούνται από αρκετούς ως αντιδραστικοί (πχ στρατός, εκκλησία), τη διάρκεια παραμονής στην αρχηγία του κράτους μοναρχών προβληματικών ή ακατάλληλων, την απουσία ασφαλιστικών δικλίδων κοκ.
Τα θετικά της αντίθετα αναδεικνύονται με απόλυτη ενάργεια κυρίως στο μεγάλο ευαγγέλιο των μοναρχικών, την πρωτοδημοσιευθείσα το 1900 –δηλαδή σε μια εποχή που η υποτιθέμενη θεία προέλευσή της δεν θα μπορούσε να σταθεί ως νομιμοποιητική βάση– «Έρευνα επί της Μοναρχίας» του Σαρλ Μωρράς. Το προφανώς σημαντικότερο εξ αυτών:
Το ότι, ως «πολιτειακός διαιτητής», ο εστεμμένος αρχηγός του κράτους δεν οφείλει το αξίωμά του σε πολιτικές παρατάξεις ή συμμαχίες και, άρα, μπορεί να λειτουργεί πιο ουδέτερα, αμερόληπτα και υπερκομματικά. Ενώ, εκ της φύσης του θεσμού, εστιάζει περισσότερο στα μακροπρόθεσμα.
Πέραν του ότι σε ειδικές συγκυρίες θα μπορούσε να προσφέρει εθνικές υπηρεσίες εκμεταλλευόμενες συγγένειες, δηλαδή ασκώντας «ανακτορική διπλωματία».
Φυσικά, στην Ελλάδα η ιστορική συγκυρία του Διχασμού θέλησε η βασιλεία –αντί να λειτουργεί ως παράγων εθνικής αναφοράς και ενότητας– να ταυτιστεί με μια μόνο πολιτική οικογένεια, ουσιαστικά επομένως να αποτελέσει η ίδια διχαστική διαιρετική τομή, ακυρώνοντας πλήρως την όποια θεωρητική χρησιμότητά της… Ενώ ο Εμφύλιος βάθυνε τη ρήξη της με ένα ακόμη τμήμα του λαού, του οποίου η ιδεολογία χαρακτηρίστηκε από χείλη βασιλικά «μίασμα».
Επιπρόσθετα ασφαλώς και έχει εδώ και πολλά χρόνια παρέλθει η εποχή κατά την οποία θα μπορούσε εθνωφελώς να ασκηθεί «ανακτορική διπλωματία». (Στο παρελθόν, αντίθετα, ασκήθηκε τέτοια από τη χώρα μας, όταν χάρη στην πίεση προς τους Βουλγάρους του βασιλιά της Ρουμανίας Καρόλου –ενεργούντος κατόπιν παρότρυνσης του ανιψιού του, Κάιζερ Γουλιέλμου, συνδεόμενου με στενή συγγενική σχέση με το ελληνικό παλάτι– η Ελλάδα πήρε την Καβάλα…).
Και ευρύτερα, όμως, με την όλη στάση του, την παραταξιακή του ταυτότητα και ταύτιση (από το 1915 έως το 1955 το Παλάτι ουσιαστικά επέλεγε τον αρχηγό της μιας μεγάλης πολιτικής παράταξης της χώρας, η οποία άλλωστε ονομάστηκε «βασιλική»), τις πολλαπλές κινήσεις του που αφυδάτωσαν ή κατέστησαν δυσλειτουργική τη δημοκρατία (προνομιακές σχέσεις με στρατό ή/και παρακράτος), ασφαλώς και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η βασιλεία στην Ελλάδα δεν έβλαψε, εκτός από εαυτήν, και τη χώρα…
Ωστόσο… Δεν πρέπει να συνδέουμε διαφορετικά πράγματα. Άλλο να τεκμηριώνουμε την άποψη περί βλαπτικότητας, τουλάχιστον παρ’ ημίν, του μοναρχικού θεσμού και άλλο η ανιστόρητη άποψη πως οι εστεμμένοι δεν ταυτίστηκαν, ψυχολογικά και συναισθηματικά, με τη χώρα μας.
Εν πρώτοις, γενικότερα, αυτό συμβαίνει σπάνια: Μολονότι ή ίσως επειδή –ως μια μορφή ψυχολογικής υπεραναπλήρωσης κατά Φρόυντ– οι εστεμμένοι δεν έχουν πατρίδα, ταυτίζονται με τον πιο απόλυτο τρόπο με την πατρίδα που υπηρετούν, με αυτή της οποίας το στέμμα φορούν. Παρ’ ημίν, δε, τα γεγονότα κραυγάζουν. Αναλυτικότερα:
Ο Όθων ζούσε για τη Μεγάλη Ιδέα. Ακόμη και στην κηδεία του ζήτησε να αναδειχθεί ο δεσμός του με την Ελλάδα. Ο δε πατέρας του, Λουδοβίκος της Βαυαρίας –που προσέφερε στη χώρα μας περισσότερο από στρατιές ολόκληρες φιλελλήνων του 19ου αιώνα– μετέτρεψε το Μόναχο σε μικρή κλασσική Αθήνα…
Ο Γεώργιος ο 1ος μετά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο επέλεξε να μείνει στη Θεσσαλονίκη –μια πόλη που δεν του παρείχε τότε ούτε καν στοιχειώδεις εγγυήσεις προσωπικής ασφάλειας– για να υποδηλώσει την αποφασιστικότητα του ελληνικού κράτους να διατηρήσει πάση θυσία την πόλη. Και άφησε εκεί την τελευταία πνοή του.
Ο Κωνσταντίνος ο 1ος αναγνωριζόταν, και μετά τον Διχασμό, από τον Βενιζέλο ως ο καλύτερος στρατηγός για τους βαλκανικούς πολέμους και ως αυτός που ενέπνευσε, ενθουσίασε και οιστρηλάτησε όσο κανένας άλλος τα εθνικά στρατεύματα.
Εκ των στρατηγών του ελληνικού στρατού στη Μικρασιατική Εκστρατεία ο, πατέρας του Φιλίππου, Ανδρέας επέδειξε πανθομολογούμενη αγριότητα προς τον εχθρό –πολλοί υποστηρίζουν και προς τους άμαχους αλλά και εξίσου αναμφισβήτητη γενναιότητα, αναλαμβάνοντας συχνά προσωπικούς κινδύνους (ανεξαρτήτως όσων του καταλογίστηκαν εκ των υστέρων για ανυπακοή…).
Ο Γεώργιος ο 2ος συνέχισε τον αγώνα κατά του Άξονα και στην Κρήτη. Προηγουμένως, αυτός ο τόσο ταυτισμένος με την αγγλική πολιτική, είχε καταστήσει κυβερνήτη της χώρας τον ιστορικό ηγέτη της γερμανόφιλης παράταξης, ώστε ο λαός να αντιμετωπίσει τις διαφαινόμενες και επερχόμενες θύελλες κατά το δυνατόν λιγότερο διχασμένος…
Η –σε πάρα πολλούς αντιπαθέστατη και φαντασμένη, αφού ζητούσε επαναφορά του εθίμου της γονυκλισίας– Φρειδερίκη στον Εμφύλιο πήγε στην πρώτη γραμμή να εμψυχώσει τον μαχόμενο εθνικό στρατό… Κοκ…
Αυτά ως μια ελάχιστη συμβολή στην ιστορική ευθυδικία και σε μια κατά το δυνατόν πιο νηφάλια προσέγγιση της νεότερης ιστορίας μας…