Πριν από λίγες ημέρες, απεβίωσε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας δυο Αμερικανών Προέδρων (Φόρντ και Μπους Πρεσβ.), Mπρεντ Σκόουκροφτ. Η είδηση του θανάτου του απασχόλησε λίγους ακόμη και στις ΗΠΑ.
Ο Σκόουκροφτ υπήρξε κατά πολλούς, ο «ιδανικός» Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ). Ο αρχετυπικός ρόλος ενός τέτοιου προσώπου στη χώρα που ανέδειξε θεσμικά την θέση και το αξίωμα αυτό (ακόμη και αν στην πραγματικότητα δεν υπήρξε, και δεν μπορεί ίσως να υπάρξει ο «ιδανικός»), λόγω της εγγύτητας της προς τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, είναι να λειτουργεί ως ο «κομιστής» επιλογών στον τομέα της εθνικής ασφάλειας. Πολύ λιγότερο να λειτουργεί ως υπέρμαχος προσωπικών πεποιθήσεων, θέσεων και προτάσεων που στηρίζονται σε μια προσωπική πολιτική-ιδεολογική τοποθέτηση.
Καταλυτικό ρόλο στην επιλογή ενός προσώπου για τη θέση αυτή, διαδραματίζει -μεταξύ άλλων- η ικανότητα του να αποφεύγει να εμπλέκεται με δημόσιες τοποθετήσεις του σε ζητήματα, για τα οποία η φειδώ, η εχεμύθεια και η έκφραση μιας ενιαίας γραμμής, είναι απαραίτητη ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιστάσεις για την εθνική ασφάλεια μιας χώρας.
Στη χώρα μας, η οποία πολύ καθυστερημένα υιοθέτησε την -απαραίτητη- προσέγγιση δημιουργίας ενός ανάλογου θεσμικού ρόλου, ήταν φυσικό τα πρώτα δείγματα γραφής να απέχουν από το ιδανικό. Αναμενόμενο επίσης να υπάρξουν προστριβές γραφειοκρατικού και όχι μόνο χαρακτήρα, με άλλα «παραδοσιακά» κέντρα λήψης αποφάσεων στον άκρως ευαίσθητο τομέα της ασφάλειας και των διεθνών σχέσεων.
Αλλά αυτό που παρατηρήθηκε με αφορμή την παρουσία των προσώπων που επελέγησαν να πληρώσουν το μεγάλο αυτό κενό, μέσω τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εμφανίσεων και φυσικά μέσω αρθρογραφίας, δεδομένης της αυτονόητης δημοσιότητας της οποίας χαίρουν οι «παρεμβάσεις» αυτές, ξεπερνούν δυστυχώς τα όρια ανοχής. Ορια που τίθενται από το χαρακτήρα μιας κατ’ ουσίαν καινοτομίας και νεωτερισμού».
Τόσο ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, όσο και ο Αναπληρωτής του, έχουν, όπως είναι φυσικό τις δικές τους απόψεις και το δικαίωμα να τις εκφράζουν με παρρησία, πάντοτε όμως θεσμικά. Πάντοτε μακριά από το φως της δημοσιότητας. Πάντοτε προς τον φύση και θέση πολιτικό τους προϊστάμενο.
Αυτονόητο είναι πως αυτές οι θέσεις θα πρέπει να αποφεύγουν να υποκύπτουν στο δέλεαρ της «ομαδοποιημένης σκέψης» (group think). Ταυτόχρονα είναι παραίτητο να παρουσιάζονται στον πρωθυπουργό, περισσότερες της μιας, επιλογές.
Κεφαλαιώδους δε σημασίας είναι το ότι τα πρόσωπα -ακόμη και αν δεν έχουν το τυπικό γνωστικό υπόβαθρο και καριέρα- πρέπει να γνωρίζουν εις βάθος τις διεθνείς σχέσεις και τη διεθνή πολιτική. Να έχουν την ικανότητα να εντρυφούν στη γεωπολιτική και τις πτυχές της. Δηλαδή να γνωρίζουν ότι οιαδήποτε τοποθέτηση τους, γίνεται στιγμιαία, γνωστή σε τρίτα μέρη, τα οποία και καραδοκούν να ερμηνεύσουν κατά το δοκούν τις δηλώσεις τους. Να τις διαστρεβλώσουν και να τις χρησιμοποιήσουν σε βάρος της εθνικής ασφάλειας.
Και όχι μόνο τούτο. Οι δημόσιες τοποθετήσεις -ακόμη και αν η ερμηνεία τους γίνεται διασταλτικά και έχει στοιχεία υπερβολής-, δεν μπορεί να δημιουργούν τεχνητά ρήγματα στον κορμό των επιδιώξεων ενός έθνους στο σύνολό του.
Παρόμοια χαρακτηριστικά είχαν ή μοιραία απέκτησαν οι δηλώσεις του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας τόσο σχετικά με τη φύση των «δραστηριοτήτων» της Τουρκίας στην Ανατ. Μεσόγειο, όσο και λίγο καιρό πριν. Αυτές που εστιάσθηκαν στην Κύπρο και στο κατά πόσον οι δραστηριότητες αυτές αφορούν αποκλειστικά και μόνο τη Μεγαλόνησο ως ανεξάρτητο κράτος.
Ένα σημείο ακόμη δε, των εν λόγω δηλώσεων του συμβούλου, το οποίο διέλαθε του -αναπόφευκτου- σχολιασμού, ζωτικής όμως σημασίας, ήταν και η αναφορά στη σχέση Εθνικής Στρατηγικής και Διεθνούς Δικαίου. Εδώ δυστυχώς υφίσταται ένα μεγάλο εννοιολογικό και γνωσιολογικό κενό.
Στρατηγική μιας χώρας δεν είναι το Διεθνές Δίκαιο. Το τελευταίο είναι εργαλείο -ένα εκ των πολλών- και δεν νοείται να προβάλλεται ως «στρατηγική». Δεν θέλουμε καν να εικάσουμε αν είναι γνωστή ή αν γίνεται κατανοητή η διάκριση μεταξύ Στρατηγικής, «Υψηλής Στρατηγικής» (μιας χώρας) και τακτικής.
Τα ζητήματα «ενηλικίωσης» του θεσμού των Συμβούλων Εθνικής Ασφάλειας, υπό την πίεση ιδιαιτέρως του χρόνου και του κρισίμου της συγκυρίας, πρέπει να αντιμετωπισθούν το συντομότερο και χωρίς αυτοσχεδιασμούς. Η τεχνογνωσία υπάρχει και δεν χρειάζεται να ανακαλυφθεί εκ νέου ο τροχός, ή -φευ- να επανέλθουμε στην προτέρα κατάσταση (άνευ θεσμικών οργάνων).
* Ο Αφεντούλης Λαγγίδης είναι Δρ. Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δ/ντής Ερευνών, Κέντρο Ανατολικών Σπουδών