Ο Τσίπρας αυτή την στιγμή έχει ποσοστό 20%. Ο Μητσοτάκης έχει 40%. Η διαφορά δεν είναι απλώς δυσθεώρητη, είναι και παγιωμένη για έναν χρόνο. Για να διεκδικήσει ο Τσίπρας εξουσία, πρέπει να αυξήσει την δύναμη του κατά 50-60% φθάνοντας στο 30-32%, με παράλληλη απώλεια 25% του Μητσοτάκη ώστε να βρεθεί δεύτερος. Γίνονται αυτά; Θεωρητικώς ναι. Πρακτικώς όμως, μόνο με συνθήκες αντίστοιχες του 2012-15. Δηλαδή με οικονομικό και κοινωνικό πόλεμο.
Κατά την διάρκεια της ελληνικής ιστορίας, υπήρξαν μεγάλα κόμματα που κατέρρευσαν απότομα. Τρανότερο πρόσφατο παράδειγμα το κραταιό ΠΑΣΟΚ. Παλιότερο παράδειγμα τα κόμματα πριν την επανάσταση του Γουδή, που εξαερώθηκαν στο μετεπαναστατικό πολιτικό σκηνικό. Το ίδιο έγινε και με τις προπολεμικές μεγάλες παρατάξεις, που έχασαν κάθε νόημα ύπαρξης μετά την κατοχή και τον εμφύλιο. Οι κάθε είδους πόλεμοι είναι που φέρνουν τις ριζικές ανατροπές, τις απότομες κομματικές καταρρεύσεις και τις θυελλώδεις αρχηγικές αναρριχήσεις.
Έχουμε σήμερα πόλεμο; Ο Τσίπρας λέει ναι, ο Μητσοτάκης λέει όχι. Για να ακριβολογώ, ο Τσίπρας ελπίζει ότι θα γίνει και ο Μητσοτάκης ότι θα τον αποτρέψει. Το «μένουμε όρθιοι» του Τσίπρα (μια αναπαλαίωση του προγράμματος Θεσσαλονίκης στον καιρό του κορονοϊού), στηρίζεται στην παραδοχή του (ή στην ευχή του) ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία θα μεταβληθούν σ’ έναν σωρό ερειπίων, ιδανικό πεδίο για να ξεσπάσει κοινωνικοπολιτικός πόλεμος πάνω τους.
Ο Μητσοτάκης μπορεί να ξεχωρίσει την διαφορά μιας δυσκολίας από μια ολοκληρωτική καταστροφή και μιας μάχης από τον κανονικό πόλεμο. Ο σχεδιασμός του στηρίζεται στην πεποίθηση του ότι η κρίση του κορονοϊού είναι πρόσκαιρη, αλλιώς θα πήγαινε τώρα σε εκλογές. Οι παρεμβάσεις του, που υποχρεωτικώς περιορίζονται από τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους σε αντίθεση με την αντιπολίτευση που μπορεί να μοιράζει δίχως περιορισμό, στοχεύουν να κάνουν το πρόσκαιρο ακόμα πιο πρόσκαιρο.
Ας πούμε όμως ότι ο Μητσοτάκης κάνει λάθος. Ότι η κρίση θα ναι τελικά βαθιά και χρονοβόρα, οπότε ενδέχεται να βρεθούμε σε συνθήκες πολέμου παρόμοιου με το 2012-15. Αρκεί αυτό για τον Τσίπρα ώστε να αυξήσει κατά 50-60% τις δυνάμεις του, με παράλληλη αντίστοιχη πτώση του Μητσοτάκη; Όχι, διότι οι πόλεμοι δεν έχουν προκαθορισμένους νικητές και ηττημένους. Το συνηθέστερο σε συνθήκες κρίσης και κατεδάφισης, είναι να αποσαρθρώνεται το παλιό και φθαρμένο για να κερδίσει το φρέσκο και το άφθαρτο.
Ο Τσίπρας λοιπόν δεν πιστεύει απλώς ότι βρίσκεται μπροστά σε πόλεμο, αλλά ότι παράλληλα εκπροσωπεί το καινούριο και το ελπιδοφόρο μέσα στην ελληνική κοινωνία έναντι του Κυριάκου που εκπροσωπεί το παλιό. Τρεις παραδοχές, πάνω στις οποίες κανένας νουνεχής άνθρωπος δεν θα στοιχημάτιζε ούτε ένα ευρώ. Ο Τσίπρας δεν ασκεί πλέον πραγματική πολιτική (έστω και τυχοδιωκτική) όπως έκανε πριν το 2010-15, αλλά επιδίδεται σε κατά φαντασία πολιτική σύμφωνα με τους λαβυρίνθους των προσδοκιών του.
Στην έξοδο αυτών των λαβυρίνθων, το 20% γίνεται εύκολα 40% και η εξουσία επανακαταλαμβάνεται. Με τι; Με μηδενική αξιοπιστία, με φθαρμένη και ηττημένη ηγετική ομάδα, με τον ίδιον στραπατσαρισμένο από τρεις ήττες, με κόμμα ανύπαρκτο και με ιδεολογία αχταρμά; Ο παλαιός καταφερτζής στρατηγός δεν κάνει πια πόλεμο στο πεδίο της πραγματικής μάχης, παίζει stratego καθισμένος στην πολυθρόνα του. Του ευχόμεθα καλές και θριαμβευτικές νίκες.