Του Κώστα Χ. Χρυσόγονου*
Η νευρικότητα που παρατηρείται στις αγορές τις τελευταίες ημέρες σε σχέση με τις ελληνικές τράπεζες και τα κρατικά ομόλογα αποτελεί μια ακόμη απόδειξη για το πόσο επίπλαστο είναι το κυβερνητικό αφήγημα περί εξόδου από τα μνημόνια και επιστροφής στην κανονικότητα.
Όσο για τις αιτιάσεις των αρμόδιων υπουργών περί κερδοσκοπίας και/ ή πολιτικών παιχνιδιών, αυτές αποτελούν στρουθοκαμηλισμό σε σχέση με το γεγονός ότι το βουνό των «κόκκινων» δανείων υπονομεύει το τραπεζικό σύστημα και, μέσω αυτού, κάθε σοβαρή αναπτυξιακή προοπτική. Η ελληνική οικονομία δυστυχώς παραμένει σε μια κατάσταση de facto στασιμοχρεοκοπίας και δεν πρόκειται να εξέλθει από αυτή χωρίς δραστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας.
Το «μαξιλάρι» υπερδανεισμού το οποίο εξασφαλίσαμε από τον ΕΜΣ καλύπτει τις δανειακές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου το πολύ έως την άνοιξη του 2020, ή και λιγότερο αν ένα μέρος του χρησιμοποιηθεί νωρίτερα για την αντιμετώπιση του τεράστιου προβλήματος των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών.
Από εκεί και πέρα το κράτος θα πρέπει να δανείζεται με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς από τις αγορές και τούτο θα γίνεται ούτως ή άλλως με επιτόκιο πολύ υψηλότερο από αυτό που μας χρεώνει τώρα ο ΕΜΣ. Η συνακόλουθη αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους θα κινδυνεύσει να λειτουργήσει ως αυτοεπαληθευόμενη προφητεία επιστροφής στο «2010», ίσως κάποια στιγμή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2020.
Διέξοδος για την Ελλάδα μπορεί να βρεθεί μόνο με ένα νέο ξεκίνημα. Χρειαζόμαστε αποδόμηση του πελατειακού συστήματος και εμπέδωση του σεβασμού στη νομιμότητα και την αξιοκρατία. Χρειαζόμαστε περιστολή του παθολογικού αθηνοκεντρισμού του κράτους και μεταφορά υπηρεσιών, πόρων και αρμοδιοτήτων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Χρειαζόμαστε ανάσχεση της μετανάστευσης στο εξωτερικό, μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, οι οποίες δεν μπορούν παρά να προέλθουν από ιδιωτικές επενδύσεις (αφού το καταχρεωμένο ελληνικό κράτος είναι προφανώς ανέφικτο να βρει τους πόρους για ένα πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων στην απαιτούμενη τάξη μεγέθους). Χρειαζόμαστε επίσης περισσότερη κρατική υποστήριξη για την οικογένεια, μέσω δίκαιης κλιμάκωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων σε αντίστροφη αναλογία προς τον αριθμό των παιδιών.
Χρειαζόμαστε επομένως μια άλλη πολιτική, προφανώς από μια άλλη κυβέρνηση, η οποία να διαθέτει ισχυρότερη πολιτική νομιμοποίηση και ισχυρότερο αναπτυξιακό προσανατολισμό από τη σημερινή. Πέρα από αυτό όμως, χρειαζόμαστε και μια αλλαγή στις νοοτροπίες που έχουν διαποτίσει από δεκαετίες την ελληνική κοινωνία. Η διαρκής και εντυπωσιακή, σε βάθος χρόνου, άνοδος του βιοτικού επιπέδου από το 1949 έως το 2009 μας οδήγησε στην ψευδαίσθηση ότι έχουμε κεκτημένο δικαίωμα να καταναλώνουμε ολοένα περισσότερα, ενώ η πραγματική παραγωγή μας είχε αρχίσει από καιρό να φθίνει.
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι είναι ανέφικτο όχι μόνο να αυξήσουμε την κατανάλωση, αλλά ακόμη και να τη διατηρήσουμε στα σημερινά επίπεδα, αν δεν παράγουμε περισσότερα διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Συνελόντι ειπείν, χρειαζόμαστε λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά.
*Ο κ. Κώστας Χ. Χρυσόγονος είναι Ανεξάρτητος Ευρωβουλευτής