Το «χορό» τον ξεκίνησε ο Δρ. Άντονι Φάουτσι, ο Αμερικανός «Σωτήρης Τσιόδρας», όταν σε συνέντευξή τους διαβεβαίωσε τα παιδιά ότι ο Άγιος Βασίλης θα έρθει και φέτος γιατί εξαιρείται των περιοριστικών μέτρων. Στη συνέχεια, ανάλογη δήλωση έκανε ο Αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Μαργαρίτης Σχοινάς. Η εντυπωσιακότερη, σχετική, δήλωση όλων όμως για το θέμα της έλευσης του Άγιου Βασίλη, έγινε μέσα στη Κάτω Βουλή της Ιρλανδίας από τον υπουργό Εξωτερικό Σάιμον Κόβνι. Το βίντεο το ανέβασε χθες στα σόσιαλ μήντια ο καθ.Ηλίας Μόσιαλος.
Κι αυτό που κάνει εντυπωσιακή και άξια σχολιασμού τη δήλωση του Ιρλανδού ΥΠΕΞ είναι ότι δείχνει τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν κάποιες κυβερνήσεις το θέμα των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία.
Είπε λοιπόν στη Βουλή, μιλώντας απολύτως σοβαρά ότι ο Άγιος Βασίλης ζήτησε ειδική άδεια για να διασχίσει τα σύνορα της Ιρλανδίας. Αν και Άγιος και όχι κάποιος κοινός θνητός, συμμορφώθηκε κι αυτός με τη διαδικασία. Η κυβέρνηση με τη σειρά της εξέτασε το αίτημά του και αποφάσισε ότι είναι «βασικός εργαζόμενος» (essential worker) για την καλή λειτουργία της χώρας και έδωσε τη σχετική άδεια. Όμως, μόνο εκείνος έχει άδεια μετακίνησης. Τα παιδιά, το βράδυ των Χριστουγέννων, πρέπει να μείνουν στο κρεβάτι τους υποχρεωτικά και να μην μείνουν άγρυπνα ελπίζοντας ότι θα τον συναντήσουν γιατί πρέπει να τηρηθούν οι απαιτούμενες αποστάσεις που συνιστούν οι γιατροί.
Τόσο απλά, τόσο γλυκά, τόσο ανθρώπινα και με τόσο μεγάλη σοβαρότητα όχι τόσο απέναντι στην υποχρέωση τήρησης των μέτρων και βέβαια των νόμων που τα δικαιολογούν αλλά απέναντι στην ανάγκη να γίνει κατανοητό απ’όλους και από τα παιδιά ακόμα ότι όλοι ανεξαιρέτως, ακόμα και οι Άγιοι, τηρούν τις διαδικασίες που ισχύουν για όλους.
Εάν αυτό δεν είναι δημοκρατία τότε τι είναι;
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση σε αυτό τον τομέα δεν τα έχει πάει καλά σε πολλά επίπεδα. Καταρχάς, τα μέτρα δεν είναι απολύτως σαφή. Επιτρέπεται να πάμε στο βουνό να περπατήσουμε ή να κάνουμε ποδήλατο ή απαγορεύεται όπως απαγορευόταν τον Μάρτιο;
Τα μέτρα ισχύουν για ολους τους πολίτες ή όχι; Κι αν όχι γιατί όχι; Δηλαδή τι; Η κυβέρνηση και τα μέλη της είναι ο χαρακτήρας του Έλληνα στις κωμωδίες που στο καφενείο ρωτάει «Ξέρετε ποιος είμαι εγώ, ρε;».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι μια φιλελεύθερη κυβέρνηση και για τους φιλελεύθερους οι ηθικοί κώδικες που διέπουν το δημόσιο βίο, ό,τι ρυθμίζει όσα συμβαίνουν έξω από το χώρο της ιδιωτικής οικίας, κωδικοποιούνται στη νομοθεσία. Κι ας αφήσουμε τις «εξυπνάδες» του ψευδοδιλήμματος νόμιμο-ηθικό. Αυτά είναι για δήθεν πονηρούς δηλαδή για όχι και τόσο έξυπνους.
Για τους φιλελεύθερους η τήρηση του νόμου όχι απλώς δεν είναι καταναγκασμός αλλά είναι η απόλυτη δήλωση ελευθερίας αλλά και δέσμευσης σε αυτό που λέγεται κοινωνία.
Μόνο κάτι αρχαϊκοί συντηρητικοί και θλιβεροί νεοσυντηρητικοί έχουν υποστηρίξει κατά καιρούς ότι «δεν υπάρχει κοινωνία». Μόνο κάτι γελαδάρηδες που ποζάρουν για καουμπόηδες, ψευδοελευθεριακοί και πολιτικά αναλφάβητοι λιμπερτάριαν περιφρονούν τη νομοθεσία. Οι πολίτες με ελεύθερο φρόνημα και ελεύθερη συνείδηση αισθάνονται ευτυχείς μόνο μέσα σε μια ευνομούμενη Πολιτεία οι νόμοι της οποίας ισχύουν για όλους το ίδιο και εφαρμόζονται.
Η διατύπωση και συγγραφή καλών και καθαρών νόμων και μέτρων και η τήρησή τους και πάνω απ’όλα ο σεβασμός στο πνεύμα του Συντάγματος όχι μόνο στο γράμμα του, πρέπει να είναι θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητας, του brand μιας κυβέρνησης που αυτοσυστήνεται ως φιλελεύθερη.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλει να επιστρέψει άμεσα σε αυτό που είναι. Πλήθος ερευνών κοινής γνώμης αποδεικνύουν ότι οι πολίτες δεν έχουν ακόμα χάσει την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό παρά τις παλινωδίες, κάποιες από αυτές ιδιαίτερα εξώφθαλμες και πάρα πολύ στενάχωρες. Το εύρημα αυτό δηλώνει βαθιές στάσεις της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Υπερβαίνει την «πρόθεση ψήφου», την προσωπολατρεία, την κομματική συμμόρφωση, τον εγωισμό του πολίτη που αρνείται να παραδεχτεί ότι στις εκλογές έκανε λάθος επιλογή. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο: δηλώνει ότι η επιθυμία της πλειοψηφίας η Ελλάδα να αλλάξει, να πάει μπροστά, είναι αληθινή. Πειστήκαμε ότι αξίζουμε καλύτερα. Θέλουμε, λοιπόν, η κυβέρνηση να μας φέρεται αναλόγως.