Ο συσχετισμός δυνάμεων στο πολιτικό σκηνικό, παραμένει αμετάβλητος. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα από τις δημοσκοπήσεις που δημοσιεύθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο κι αυτή ήταν η ερώτηση που όλοι, ανεξαιρέτως, περίμεναν να απαντηθεί. Οφείλουμε, βέβαια, να επαναλάβουμε ότι ο δείκτης πρόθεσης ψήφου πρέπει να αξιολογείται με ιδιαίτερη προσοχή όταν δεν έχουν προκηρυχθεί εκλογές.
Η σφοδρή επίθεση που δέχτηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από κύκλους με επιρροή στο χώρο που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα και όχι μόνο για τις ψήφους του αλλά γιατί ο χώρος αυτός επιβεβαιώνει τη φιλελεύθερη πολιτική του ταυτότητα, δεν κατάφερε να περιορίσει την επιρροή του κόμματός του στην κοινωνία. Οι Έλληνες, ακόμα και οι φιλελεύθεροι, δεν τον ψήφισαν ως φιλελεύθερο αλλά επειδή «ξέρει και μπορεί». Αυτό το γνωρίζαμε.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης αν και θύμα αυτή της ιστορίας κι ενώ είχε δίπλα του «υπερόπλα» όπως τους καθηγητές Βαγγέλη Βενιζέλο, Νίκο Αλιβιζάτο και Ξενοφώντα Κοντιάδη και τον ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής των μηνυμάτων του ΠΑΣΟΚ, απέτυχε να μετατρέψει τα σοβαρά αυτά γεγονότα σε κύμα υπέρ του. Κι αυτό, βέβαια, το γνωρίζαμε. Η κοινωνία απλώς αρνείται να ιεραρχήσει ως σοβαρό διακύβευμα ό,τι εμφανίζεται ως προσωπικό ζήτημα του καθενός κι ας υποστηρίζουν αρκετοί, και σωστά ότι το θέμα δεν αφορά προσωπικά τον κ.Ανδρουλάκη αλλά την ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα. Μόνο που όταν πληκτρολογούν όλα αυτά τα υψιπετή για τους θεσμούς δείχνουν να ξεχνούν ότι την ίδια στιγμή, σε αυτήν εδώ τη χώρα, δημοκρατία νοείται απλώς το να μπορείς να λες ελεύθερα ό,τι σου κατεβαίνει από το κεφάλι και όχι η ποιότητα των θεσμών.
Οι θεσμοί εμφανίζονται στη δημόσια συζήτηση και σχολιάζονται από τους συνταγματολόγους μόνο στο πλαίσιο του συσχετισμού των δυνάμεων, ως όρος του πολιτικού παιχνιδιού.
Έχετε δει κανένα συνταγματολόγο να αρθρογραφεί με ένταση για τον τρόπο που η κακή ποιότητα της δημοκρατίας επηρεάζει την καθημερινότητα των πολιτών ακόμα και στα πιο απλά, όπως τις χρήσεις του δημόσιου χώρου ή τις συναλλαγές του με τις υπηρεσίες του Δημοσίου; Ούτε εμείς.
Το υψηλών τόνων δράμα των υποκλοπών, σύμφωνα πάντα με τις δημοσκοπήσεις, οι Έλληνες το παρακολούθησαν σχεδόν στην πλειοψηφία τους παρόλο που τα γεγονότα «έσκασαν» εν μέσω Αυγούστου αλλά δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το έκαναν με τον τρόπο που παρακολουθούν μια σειρά στο Netflix. Εξάλλου «το στόρυ» είχε τα χαρακτηριστικά δημοφιλούς αστυνομικού σήριαλ: μυστικές υπηρεσίες, παρακολουθήσεις, φήμες για εμπλοκή ξένων δυνάμεων. Α, ναι. Είχε και ολίγη από δικαιώματα τα οποία όλοι ξέρουμε πόσο συγκινούν την καρδιά του Έλληνα.
Στους λεγόμενους ποιοτικούς δείκτες η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά καταγράφουν μια αναμενόμενη φθορά αλλά σίγουρα όχι την καταστροφή που προέλεγαν πολιτικοί εχθροί και άσπονδοι φίλοι.
Όλα καλά, δηλαδή;
Σε καμία περίπτωση. Γιατί ακόμα κι αν ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων παραμένει, εν πολλοίς, σταθερός δεν βλέπουμε πως μπορεί να παράγει κυβερνήσεις γιατί αυτό είναι το ζητούμενο.
Αυτή τη στιγμή κανείς δεν βλέπει πως μπορεί να προκύψει μια κυβέρνηση συνεργασίας αφού το ενδεχόμενο της αυτοδυναμίας της Νέας Δημοκρατίας είναι λιγότερο πιθανό αλλά θα τολμήσουμε να ισχυριστούμε (αλλά και να στοιχηματίσουμε, για όποιον γενναίο το επιθυμεί) ότι δεν έχει εκμηδενιστεί.
Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα για εμάς είναι ότι κάποιοι κύκλοι, όχι επιχειρηματικοί και τα λοιπά συνωμοσιολογικά που ακούγονται, αυτά είναι ανοησίες, αναφερόμαστε αποκλειστικά σε πολιτικούς κύκλους, ενδιαφέρονται κατά δεύτερο λόγο για τη δημιουργία κυβέρνησης, για να μην επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που τους καίει είναι ο επόμενος Πρωθυπουργός να μην είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Τουλάχιστον εμείς, δεν θα εκπλαγούμε καθόλου αν ο όρος για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης ή ανοχής σε κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας είναι πρωθυπουργός να αναλάβει ένα πρόσωπο του Κέντρου που συνδέεται με τη Νέα Δημοκρατία με δεσμούς που έχει σφυρηλατήσει η ίδια η πρόσφατη ιστορία, με «μεγάλη αγωνία για τους θεσμούς» που θα μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα που δημιούργησε αυτή η υπόθεση.
Είναι εντυπωσιακό πάντως. Από τη μια ο Κυριάκος Μητσοτάκης να παραμένει ο ίδιος, ως πρόσωπο, ο εκφραστής του αιτήματος που στις εκλογές του 2019 του έδωσε την αυτοδυναμία, ο λαός δείχνει να τον θέλει ακόμα γιατί «ξέρει και μπορεί» αλλά οι ελίτ του Κέντρου να βλέπουν στο πρόσωπό του τον Βίκτωρ Όρμπαν, όπως δηλώνουν εδώ και καιρό στα σαλόνια αλλά και δημοσίως, πλέον.
Βέβαια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι τυχερός σε τούτο: δεν είναι μόνο ότι έχει την αποδοχή του λαού αλλά όσοι έχουν συσπειρωθεί απέναντί του είναι γνωστό, από την περίοδο των «58» ακόμα (τι θυμηθήκαμε τώρα...) ότι θέλουν, ο καθένας για τον εαυτό του, το ρόλο του αρχηγού και τίποτα λιγότερο.
Και μια κουβέντα προς τον Πρωθυπουργό. Η ζωή του σήμερα θα ήταν πολύ ευκολότερη, αν ξυπνώντας κάθε πρωί, άνοιγε τις εφημερίδες, όλο αγωνία, για να μάθει τι πιστεύει η κυρά-Μαρία και ο κυρ-Παναγιώτης για την κυβέρνηση του και τους υπουργούς του και όχι για να διαπιστώσει πως τον αξιολογεί ο κάθε αρθρογράφος των New York Times, του Politico και των Financial Times ή η τάξη του. Δεν εξελέγη αρχηγός της ΝΔ και Πρωθυπουργός επειδή το ήθελαν εκείνοι αλλά επειδή τον πίστεψε ο ελληνικός λαός. Ο λαός. Μόνον ο λαός μετράει.
Οι Έλληνες της Μεσαίας Τάξης σε εκείνον συνεχίζουν να καθρεφτίζονται αναζητώντας μια καλύτερη εικόνα του εαυτού τους. Αν κι αυτός με τη σειρά του στρέψει το βλέμμα του στη Μεσαία Τάξη από την οποία συνεχίζει να αντλεί ισχύ, θα εντυπωσιαστεί από την εικόνα που θα αντικρίσει: είναι αυτή που επιθυμεί για τον εαυτό του.