Τα βεβαιωμένα από την UEFA έσοδα του Ολυμπιακού στο περσινό Champions League ήταν 34 εκατομμύρια ευρώ. Πολλά για Ελλάδα, ελάχιστα για να ονειρεύεσαι παραπάνω πράγματα και να τα ψάχνεις κούπες στα... σύννεφα. Στην πραγματικότητα, το σύστημα είναι έτσι φτιαγμένο που να ευνοεί τους πλούσιους, έστω κι αν οι 12 απ’ αυτούς ήθελαν ακόμη περισσότερα, ώσπου έφαγαν τα μούτρα τους.
Αν ρίξουμε μια ματιά στον επίσημο πίνακα της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας θα διαπιστώσουμε τεράστιες διαφορές εσόδων ανάμεσα στα ψηλά και στα χαμηλά που δεν καλύπτονται «με καμία δύναμη». Ξεκινούν από τα 126 εκατομμύρια της Παρί Σεν Ζερμέν και τα 125 της Μπάγερν Μονάχου, ακολουθούν τα κάπου 100 της Μπαρτσελόνα, τα 95 της Σίτι, τα 90 της Ατλέτικο Μ. και της Λιόν, τα 85 της Γιουβέντους, τα 80 της Ρεάλ Μ., τα σκάρτα 80 της Λίβερπουλ και της Τσέλσι και πάμε σιγά σιγά παρακάτω μέχρι να βρούμε τον Ολυμπιακό κάπου στη μέση της σχετικής λίστας με 34 εκατομμύρια, μαζί με Σάλτσμπουργκ και Γαλατά, πάνω από τα «μικρά» ονόματα με συχνή παρουσία, όπως η Ντιναμό Κιέβου, η Λοκομοτίβ Μόσχας, η Γκενκ, ο Ερ. Αστέρας ή η Σλάβια Πράγας.
Ολα αυτά, επειδή έπαιξε στο Champions League όπου ελπίζει να μπει στους ομίλους και του χρόνου. Γιατί αν έπαιρνε μέρος μόνο στο Europa, σήμερα θα μιλούσαμε για ελάχιστα χρήματα. Για παράδειγμα, η Σεβίλλη που το σήκωσε, έβαλε στα ταμεία της όσα κι ο Ολυμπιακός, αφού δεν είχε παίξει προηγουμένως Champions League. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ λιγότερα: κάπου 30. Η Γουλβς 22, η Αρσεναλ 18 και πάει λέγοντας...
Αυτό σημαίνει ότι ένα κλαμπ επιπέδου Ολυμπιακού - κι ακόμη χειρότερα ελληνικού πρωταθλήματος - δεν έχει ουσιαστικά καμία πιθανότητα να διεκδικήσει ευρωπαϊκό τίτλο, όπως έβαζε πριν λίγες μέρες στους στόχους του ο Πέντρο Μαρτίνς σε μια συνέντευξή του. Θα πρέπει να έχει όλη την τύχη του κόσμου με το μέρος του, αλλά και πάλι... Οποιος το υπόσχεται, παριστάνει απλά τον γνωστό βουλευτή Καλοχαιρέτα, από εκείνη την ταινία της δεκαετίας του '50.
Το θέμα είναι, όμως, να μπορεί μια ελληνική ομάδα να συντηρείται σε υψηλό επίπεδο μόνο με τη συμμετοχή της κάθε χρόνο. Και από δω ξεκινά το συγκριτικό πλεονέκτημα του Ολυμπιακού απέναντι στον ΠΑΟΚ, στην ΑΕΚ κι ακόμη περισσότερο στον Παναθηναϊκό που εξακολουθεί να στέκεται στα «περασμένα μεγαλεία». Μάλιστα, επειδή και οι τρεις ποντάρουν πολλά στα νέα γήπεδα που φτιάχνουν ή θα φτιάξουν, πρέπει να ξέρουν ότι σε ένα ποδόσφαιρο όπως το δικό μας, οι μοντέρνες εγκαταστάσεις δεν αφήνουν σοβαρά έσοδα κι ακόμη περισσότερο κέρδη. Στα ματς του πρωταθλήματος θα γεμίζουν ελάχιστες φορές. Μόνο στα ντέρμπι και αν…
Τα εισιτήρια είναι ακριβά για τις οικονομικές δυνατότητες του μέσου οπαδού. Και οι ομάδες τόσο κακές που συγκινούν, πλέον, ελάχιστους φανατικούς και φανατισμένους. Θα πάει ο άλλος μια - δυο - τρεις φορές στο καινούργιο γήπεδο, θα το χαζέψει, θα χαρεί, θα αγοράσει κασκόλ και φανέλες από την μπουτίκ, αλλά από ένα σημείο και μετά θα βαρεθεί, αν δεν έρθουν τα καλά αποτελέσματα. Μάλιστα, θ αρχίσει να ζητά καλύτερη ομάδα, δυνατότερους αντιπάλους και μεγάλα παιχνίδια για να έχει το κίνητρο να κάθεται τακτικά στις κερκίδες ή να αγοράσει εισιτήριο διαρκείας.
Αρα τα πολλά έσοδα έρχονται, πλέον, μόνο από τη δημιουργία παικτών που θα μπορούν να πουληθούν στις μεγάλες αγορές, ακριβά. Κι αυτό το καταφέρνει κανείς με «μόνιμη» συμμετοχή στο Champions League. Να βλέπει ο σκάουτερ τον ποδοσφαιριστή να παίζει σε υψηλό επίπεδο και σοβαρό συντελεστή δυσκολίας, να καταλαβαίνει ότι τού κάνει και να πληρώνει τα πολλά που χρειάζονται για να τον αποκτήσει. Εκεί βρίσκεται, πλέον, το χρήμα και τα κέρδη. Αγοράζεις φθηνά, πουλάς ακριβά σε διασύνδεση με τους κατάλληλους μάνατζερ και παίζεις συνεχώς (ή έστω συχνά) σε ευρωπαϊκούς ομίλους. Διαφορετικά, αν δεν μπορέσεις μια - δύο χρονιές να συντηρηθείς εκεί, θα πας παρακάτω, θα σε ξεχάσουν και τελείωσες. Μετά, ούτε τα εισιτήρια θα μπορούν να σε σώσουν, ούτε τα έσοδα από τα ντόπια τηλεοπτικά δικαιώματα, ούτε ακόμη περισσότερο τα κασκόλ, οι φανέλες, οι πορτοκαλάδες και οι τυρόπιτες που θα πουλάς στο γήπεδο.