Στα μέσα της δεκαετίας του 90, προκειμένου να εξασφαλίσει την ουσιαστική οικονομική της ανάπτυξη, η φημισμένη γερμανική εταιρία που ακούει στο όνομα Porsche έπρεπε να πάρει κάποιες στρατηγικές αποφάσεις. Με βάση υποδείξεις από τις ΗΠΑ, η εταιρεία τελικά αποφάσισε να εξελίξει ένα αυτοκίνητο off-road αντί για ένα πολυμορφικό MPV που ήταν επίσης υπό εξέταση. Αυτή η κατηγορία ήταν ιδιαίτερα αναπτυσσόμενη στην Βόρεια Αμερική - τη μεγαλύτερη τότε αγορά για την Porsche.
Ο Wendelin Wiedeking (CEO) είχε την προσοχή του παράλληλα στραμμένη, στις αναδυόμενες αγορές της Ασίας. Οι φιλοδοξίες ήταν από την αρχή πολύ υψηλές. Αυτό το μεγαλεπήβολο εγχείρημα πραγματοποιήθηκε εν τέλει ως μέρος ενός κοινού προγράμματος με τη Volkswagen, που ονομάστηκε «Colorado» και το οποίο ανακοινώθηκε επίσημα τον Ιούνιο του 1998: η Porsche Cayenne και το Volkswagen Touareg θα μοιράζονταν την ίδια πλατφόρμα.
Παρά την παρόμοια «αρχιτεκτονική» της πλατφόρμας, κάθε κατασκευαστής θα χρησιμοποιούσε τους δικούς του κινητήρες και διαφορετικές ρυθμίσεις για το αυτοφερόμενο αμάξωμα. Η Porsche ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη της κοινής πλατφόρμας στην αρχικά άκρως απόρρητη τοποθεσία της στο Hemmingen, ενώ η Volkswagen συνεισέφερε την τεχνογνωσία της για την παραγωγή του αυτοκινήτου σε μεγάλους όγκους.
Αποτελεσματική σε άσφαλτο και χώμα
Η πρώτη γενιά (Ε1) είχε όλα όσα θα περίμενε κανείς από μια Porsche: Με επιλογή ανάμεσα σε δύο κινητήρες V8. Στην Cayenne S, ο νέος κινητήρας των 4,5 λίτρων είχε απόδοση 340 ίππων (250KW) ενώ στην Cayenne Turbo από την ίδια χωρητικότητα κινητήρα, η απόδοση ανέβαινε θεαματικά στους 450 ίππους ή 331KW.
Η τελική ταχύτητα έφθανε τα 242 και 266 χλμ/ώρα – ένα πολύ σημαντικό μήνυμα για τους κλασσικούς οδηγούς sport αυτοκινήτων, των οποίων οι προσδοκίες για την συμπεριφορά του αμαξώματος στον δρόμο και τις επιδόσεις, ικανοποιούνταν απόλυτα.
Η οδική συμπεριφορά του αυτοκινήτου ελέγχονταν από νεοεμφανιζόμενα ηλεκτρονικά συστήματα: Το Porsche Traction Management (PTM) διαμοίραζε κατά βάση την δύναμη σε πίσω και εμπρός άξονα σε ποσοστό 62:38. Μέσω ενός συμπλέκτη πολλαπλών δίσκων, η δύναμη εμπρός - πίσω μπορούσε να είναι από 100:0 έως 0:100, ανάλογα με τις συνθήκες. Στην κίνηση εκτός δρόμου, οι οδηγοί των Cayenne μπορούσαν να βασίζονται «στα κοντά» ώστε να βελτιώνουν την έλξη σε δύσκολες συνθήκες.
Η Cayenne πρώτης γενιάς (Ε1) ήταν επίσης η πρώτη Porsche που ενσωμάτωσε το ολοκαίνουριο τότε PASM. Το σύστημα Porsche Active Suspension Management προσφέρονταν σε συνδυασμό με πνευματική ανάρτηση.
Η ήδη εντυπωσιακή απόσταση από το έδαφος των 21,7 εκατοστών της συμβατικής ανάρτησης, αυξάνονταν στα 27,3 εκατοστά στην πνευματική ανάρτηση. Η Porsche, βελτίωσε ακόμη περισσότερο την συμπεριφορά στον δρόμο και τις επιδόσεις της Cayenne, στις αρχές του 2006, με την εμφάνιση της πρώτης Cayenne Turbo S με απόδοση 521 ίππων (383KW) με τον κινητήρα V8 biturbo των 4,5 λίτρων. Απόδοση και επιδόσεις πέρα από τα standard της εποχής.
Προκειμένου να βελτιώσει την σχέση ανάμεσα στο βάρος και τις επιδόσεις, η δεύτερη γενιά (Ε2) αντί για το δεύτερο κιβώτιο με τις κοντές σχέσεις, εξοπλίστηκε με ένα «on-demand» σύστημα τετρακίνησης που ελέγχονταν από πολύδισκο συμπλέκτη, σύστημα που υπάρχει και σήμερα. Η Porsche εξέλιξε επιπλέον νέους plug-in υβριδικούς κινητήρες, στην, από την βάση της ξανασχεδιασμένη Ε2.
«Ο στόχος μας με την Ε3 ήταν να αυξηθεί ακόμη περισσότερο το εύρος δυνατοτήτων του μοντέλου» τονίζει ο Hans-J Jürgen Wöhler, Vice President των γραμμών παραγωγής SUV από το 2013 έως το 2020, ενθυμούμενος την εξέλιξη της 3ης γενιάς των Cayenne. «Όλα είχαν να κάνουν με το πως θα γίνει το αυτοκίνητο ακόμη πιο sport, με καλύτερη συμπεριφορά και άνεση στον δρόμο, διατηρώντας ταυτόχρονα τις εκτός δρόμου δυνατότητές του» λέει. «Η πνευματική ανάρτηση τριών θαλάμων και η τετραδιεύθυνση, αναπτύχθηκαν ειδικά για αυτόν τον σκοπό». Το νέο αλουμινένιο αυτοφερόμενο αμάξωμα, μείωσε το βάρος, κάνοντας το αυτοκίνητο πιο αποδοτικό και ευέλικτο.
Αυτή ακριβώς η διπλή υπόσταση της Cayenne είναι που τη βοήθησε να γίνει μια παγκόσμια επιτυχία, αμέσως μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Paris Motor Show, τον Σεπτέμβριο του 2002, ξεπερνώντας γρήγορα τους στόχους των πωλήσεών της. Αρχικά, αναμένονταν να πωλούνται 25.000 μονάδες ετησίως. Στα οκτώ χρόνια παραγωγής των μοντέλων της πρώτης γενιάς, πουλήθηκαν 276.652 αυτοκίνητα, κάτι λιγότερο από 35.000 κάθε χρόνο. Η εκατομμυριοστή Cayenne βγήκε από την γραμμή παραγωγής το καλοκαίρι του 2020. Το 2021, πουλήθηκαν παγκοσμίως πάνω από 80.000 Cayenne.
Υβριδική εποχή
Οι plug-in υβριδικές εκδόσεις της Porsche Cayenne 3ης γενιάς έχουν σήμερα τη δυνατότητα να κινούνται αμιγώς ηλεκτρικά για έως 44 χιλιόμετρα, με ταχύτητες έως 135 χλμ/ώρα, εκπέμποντας μηδενικούς ρύπους. Η τυπική κατανάλωση κατά τα πρότυπα WLTP είναι από 3,1 έως 4,1 λίτρα/100 χλμ, σε συνάρτηση με το γενικό configuration του αυτοκινήτου και τα ελαστικά. Οι υβριδικές εκδόσεις, χρησιμοποιούν 17,9 kWh high-voltage μπαταρία, και έναν ηλεκτροκινητήρα 100 kW. Πίσω από αυτή την στρατηγική, κρύβεται η τεχνολογία που εφαρμόστηκε στην 918 Spyder, το super sport που ήταν το ταχύτερο αυτοκίνητο παραγωγής στην εποχή του στην πίστα του Nürburgring-Nordschleife, ακριβώς λόγω της υβριδικής τεχνολογίας που ενσωμάτωνε. Η πιο δυνατή έκδοση στην γκάμα της Cayenne είναι η Turbo S E-Hybrid, διαθέσιμη από το 2019, με απόδοση 680 ίππων ή 500 KW.
Οι βάσεις για τις σημερινές εξηλεκτρισμένες διαφορετικές εκδόσεις της Porsche Cayenne τέθηκαν το 2007 με την ανανέωση του μοντέλου της πρώτης γενιάς των Cayenne: από τα πρώτα κιόλας concept car των Cayenne S Hybrid, η Porsche δεν βασιζόταν σε ένα υβριδικό μοντέλο με διαχωρισμό ισχύος, αλλά σε ένα πλήρες υβριδικό που θα μπορούσε να κινηθεί με τον ηλεκτροκινητήρα του όχι μόνο κατά την εκκίνηση με χαμηλή ταχύτητα αλλά και στην συνέχεια με υψηλότερες ταχύτητες. Η επιλογή αυτή επέτρεψε στο πρωτότυπο να επιτύχει ταχύτητες έως και 120 χλμ/ώρα, χωρίς να εμπλέξει τον κινητήρα εσωτερικής καύσης. Επιπλέον, ο ηλεκτροκινητήρας, βελτίωνε τόσο την επιτάχυνση όσο και την ελαστικότητα.
Η πλήρως υβριδική κίνηση, παρουσιάστηκε εν τέλει στην αγορά το 2010, με την 2η γενιά Cayenne , ως το πρώτο υβριδικό μοντέλο παραγωγής της Porsche. O συνδυασμός του τρίλιτρου V6 supercharged κινητήρα των 333 ίππων, με τον ηλεκτροκινητήρα των 47 ίππων (34 kW), έδινε μια συνολική απόδοση 380 ίππων ή 279 kW.
Ακολούθησε τέσσερα χρόνια αργότερα η πρώτη plug-in υβριδική έκδοση που ήταν μια πρωτοπορία στην κατηγορία των μεγάλων premium SUV. Η Cayenne S E-Hybrid, είχε αυτονομία κινούμενη μόνο ηλεκτρικά πάνω από 30 χιλιόμετρα. Η μπαταρία nickel-metal hydride είχε αντικατασταθεί από μια lithium-ion, ο κινητήρας εσωτερικής καύσης παρέμεινε ο ίδιος, αλλά η απόδοση του ηλεκτροκινητήρα αυξήθηκε στους 95 ίππους (70 kW), ανεβάζοντας και την συνδυασμένη απόδοση στους 416 ίππους ή 306 kW.
Επιτυχίες και στα rally και στην πίστα
Η Cayenne είναι ένα sport all-round αυτοκίνητο και αυτό το έχει αποδείξει σε μια σειρά από extreme καταστάσεις. Το 2006, δύο ιδιωτικές ομάδες συμμετείχαν με Porsche Cayenne S, στο rally Transsyberia από την Μόσχα στον Ουλάν Μπατόρ στην Μογγολία διασχίζοντας την Σιβηρία, καταλαμβάνοντας εν τέλει, την πρώτη και δεύτερη θέση. Η Porsche εμπνεόμενη από αυτή την επιτυχία, παρουσίασε μια επιτυχημένη, περιορισμένη έκδοση 26 Cayenne S Transsyberia, ειδικά για τους πελάτες της που ήθελαν ένα αυτοκίνητο για αυτού του είδους τους αγώνες αντοχής. Το 2007, στον αγώνα Transsyberia εκείνης της χρονιάς, τρία αυτοκίνητα τερμάτισαν στις θέσεις ένα, δύο, τρία, με συνολικά 7 Cayenne να τερματίζουν στην πρώτη 10άδα.
Ενώ το rally Transsyberia (που δεν έχει επαναληφθεί από τότε), κάλυπτε μια απόσταση πάνω από 7.000 χιλιόμετρα και απαιτούσε οδήγηση για δύο σχεδόν εβδομάδες, η σημερινή Cayenne Turbo GT, χρειάστηκε μόλις 20,832 χιλιόμετρα για να αποδείξει το απόλυτο των επιδόσεών της, με χρόνο 7:38,925. Στις 14 Ιουνίου 2021, ο οδηγός δοκιμών και εξέλιξης Lars Kern έθεσε το νέο ρεκόρ γύρου για αυτοκίνητα SUV στο περίφημο Nürburgring-Nordschleife. Ρυθμισμένη με έμφαση στο να στρίβει ακαριαία και να επιταχύνει το ίδιο η Turbo GT είναι κορυφαία έκδοση στην γκάμα της Cayenne. Οι 640 ίπποι (471 kW) του τετράλιτρου biturbo V8 κινητήρα, είναι ότι χρειάζεται για υποστηρίξει τα εξαίρετα οδικά της χαρακτηριστικά. Η επιτάχυνση από στάση στα 100 χλμ/ώρα, είναι μόλις 3,3 δευτ. και δεν σταματά να επιταχύνει έως τα 300 χλμ/ώρα της τελικής της ταχύτητας.
Porsche Cayenne GTS
Η πρώτη Cayenne GTS, παρουσιάστηκε το 2007 με την ανανέωση της πρώτης γενιάς Ε1. Οι 405 ίπποι (298 kW) από τον κινητήρα των 4,8 λίτρων, έθεταν το αυτοκίνητο στην κορυφή της λίστας των εκδόσεων Cayenne εξοπλισμένων με ατμοσφαιρικούς κινητήρες. Στην GTS δεύτερης γενιάς, η απόδοση αυξήθηκε στους 420 ίππους (309 kW) και στα ανανεωμένα μοντέλα του 2015, η Porsche αντικατέστησε τους ατμοσφαιρικούς V8 κινητήρες, με V6 biturbo, για λόγους αποδοτικότητας. Παρά την μικρότερη χωρητικότητα, οι V6 απέδιδαν 20 ίππους περισσότερους (15kW) και κατανάλωναν λιγότερο καύσιμο. Στην τρέχουσα έκδοση GTS, η Porsche επανέρχεται και πάλι στους 8κύλινδρους, με τους τετράλιτρους biturbo V8. Εμπνεόμενη από την επιτυχία της Cayenne GTS, κάθε σειρά μοντέλων της Porsche πλέον έχει τώρα μια ιδιαίτερη sport παραλλαγή στις διαθέσιμες εκδόσεις.
Για την Porsche, η Cayenne έχτισε την οικονομική βάση για μια σταθερή επιτυχία χωρίς συμβιβασμούς για την εταιρεία που έχει ως βάση της τις αξίες του motorsport. «Με την Cayenne, είχαμε για πρώτη φορά, μεταλαμπαδεύσει τον μύθο της Porsche σε μια απολύτως νέα κατηγορία της αγοράς» τόνισε ο Oliver Blume, Chairman του Executive Board της Porsche AG, στην παγκόσμια πρεμιέρα της 3ης γενιάς το 2017. «Το sport αυτοκίνητο που κατασκευάσαμε για την κατηγορία SUV έγινε bestseller και κινητήριος δύναμη ανάπτυξης ήδη από το 2002. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η Cayenne άνοιξε πολλές νέες αγορές για την Porsche και είχε σημαντικότατη συνεισφορά στην διεθνοποίηση του δικτύου πωλήσεών μας». Ο Detlev von Platen, μέλος του Executive Board της Porsche για τις Πωλήσεις και το Marketing τονίζει: «Όντας ένα σύμβολο υψηλού κύρους στην κατηγορία SUV, η Cayenne ενίσχυσε την εικόνα και την αίγλη του brand ειδικά στην Κίνα και τις άλλες αγορές της Ασίας. Σήμερα, είναι ένα από τα πιο ισχυρά σε ζήτηση μοντέλα μας παγκοσμίως και είμαι σίγουρος ότι θα παραμείνει εξαιρετικά δημοφιλές και στο μέλλον».