Μια ανακοίνωση του Joint Research Center (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έρχεται να ενισχύσει την κοινή πεποίθηση ότι το υδρογόνο είναι «καταδικασμένο» να συμμετάσχει ουσιαστικά στην ενεργειακή μετάβαση της γηραιάς ηπείρου, επισημαίνοντας ότι η μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων υδρογόνου προερχόμενου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε μεγάλες αποστάσεις θα μπορούσε να είναι οικονομικά αποδοτική.
Για το υδρογόνο έχουμε ξαναγράψει: είναι ένα πρακτικά ανεξάντλητο στοιχείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο, με την απευθείας του καύση να δημιουργεί το καυσαέριο που ακούει στο όνομα… νερό (υδρατμοί), αλλά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί επίσης για τη λειτουργία των κυψελών καυσίμου οι οποίες παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα για την κίνηση ενός ηλεκτρικού οχήματος, διοχετεύοντας στην ατμόσφαιρα και πάλι τους άκακους υδρατμούς. Αυτός λοιπόν ο ανερχόμενος ενεργειακός φορέας, που αποδεδειγμένα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια σε πλήθος εφαρμογών, στατικών και κινητών, είναι πραγματικά «καθαρός», προσφέρει δηλαδή ενέργεια με μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα, όταν για την παραγωγή του με ηλεκτρόλυση έχουν χρησιμοποιηθεί ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Είναι αυτή η περίπτωση στην οποία μιλάμε για «πράσινο» υδρογόνο.
Και είναι αυτό ακριβώς το πράσινο υδρογόνο που είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για βαρέος τύπου εφαρμογές στη βιομηχανία και τις μεταφορές, με τα φορτηγά και τα λεωφορεία, αλλά και τα πλοία και τα αεροπλάνα, να αποτελούν ένα προνομιακό πεδίο.
Το πρόβλημα είναι ότι το πράσινο υδρογόνο είναι επί του παρόντος αρκετά ακριβό και δεν μπορεί να ανταγωνιστεί, όσον αφορά το κόστος παραγωγής, το παραγόμενο με άλλους τρόπους υδρογόνο - το οποίο όμως κατά την παραγωγή του έχει φορτωθεί με υπολογίσιμες ποσότητες CO2. Φαίνεται, όμως, ότι η εισαγωγή υδρογόνου από μέρη με φθηνότερη ανανεώσιμη ενέργεια θα μπορούσε να αποτελέσει μια εναλλακτική λύση.
Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι για να μεταφερθεί το υδρογόνο είτε συμπιέζεται, είτε υγροποιείται, είτε μετατρέπεται σε κάποιο «φορέα» υδρογόνου, όπως η αμμωνία ή οι υγροί οργανικοί φορείς υδρογόνου (liquid organic hydrogen carriers - LOHC). Αυτό λοιπόν το «πακετάρισμα» του υδρογόνου σε συνδυασμό με τη μεταφορά του, την ποσότητα που πρέπει να μεταφερθεί, την τελική χρήση και τη διαθεσιμότητα της υποδομής καθορίζουν το τελικό κόστος του υδρογόνου. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, το JRC αναφέρει ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε υπό ποιες συνθήκες η μεταφορά ανανεώσιμου υδρογόνου εντός της Ευρώπης, αλλά και η εισαγωγή του από άλλες χώρες, με τη μεταφορά του σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις έχει οικονομικό νόημα.
Στην προσπάθειά του να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα το JRC εξέτασε δύο περιπτώσεις, με συγκεκριμένη μεθοδολογία.
Στην πρώτη περίπτωση είχαμε την παράδοση 1,0 εκατομμυρίου τόνων πράσινου υδρογόνου ετησίως σε έναν μόνο βιομηχανικό πελάτη, μέσω μιας απλής διαδρομής μεταφοράς, είτε μέσω ειδικού αγωγού είτε με πλοίο. Η απόσταση μεταφοράς ήταν 2.500 χιλιόμετρα.
Στη δεύτερη περίπτωση εξετάστηκε κάτι πιο περίπλοκο, με 100.000 τόνους ανανεώσιμου υδρογόνου να παραδίδονται ετησίως σε ένα δίκτυο 270 σταθμών ανεφοδιασμού με υδρογόνο (HRS), με ικανότητα διανομής 1,0 τόνου H2 ανά ημέρα ο καθένας. Το πρώτο σκέλος της μεταφοράς είναι παρόμοιο με την προηγούμενη περίπτωση (2.500 km), όμως στη συνέχεια το υδρογόνο διανέμεται (σε ακτίνα 500 km) με τρένα και βαρέα οχήματα.
Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω σενάρια φαίνεται ότι η χρήση των υφιστάμενων αγωγών φυσικού αερίου για τη μεταφορά υδρογόνου σε μεγάλες αποστάσεις, εντός της ΕΕ, είναι η πιο ανταγωνιστική λύση– εφόσον φυσικά είναι διαθέσιμη. Ενώ οι LOHC γίνονται πιο συμφέροντες σε μεγαλύτερες αποστάσεις, θέτοντας επί τάπητος τις επιλογές εισαγωγής από προμηθευτές που βρίσκονται στη Χιλή ή την Αυστραλία.
Το γενικό συμπέρασμα πάντως είναι ότι δεν υπάρχει ενιαία βέλτιστη λύση για κάθε σενάριο μεταφοράς. Ενώ η «απο-συσκευασία» των χημικών φορέων αντιπροσωπεύει σημαντικό μερίδιο του συνολικού κόστους μεταφοράς, κυρίως λόγω των αυξημένων ενεργειακών απαιτήσεών τους – στοιχείο που «ενισχύεται» από το ότι οι σχετικές εγκαταστάσεις αποδέσμευσης του υδρογόνου από τους LOHC είναι πιθανό να δημιουργηθούν σε περιοχής με σχετικά υψηλή τιμή ηλεκτρικής ενέργειας.
Σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώνεται αυτό που είπαμε ευθύς εξαρχής: το υδρογόνο έρχεται και αναπόφευκτα θα μπει στη ζωή μας. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από ένα περίπου χρόνο, τον Ιούλιο του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την «Στρατηγική υδρογόνου για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη», στην οποία προβλέπεται η δημιουργία εγκαταστάσεων ηλεκτρόλυσης για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου στην ΕΕ ισχύος τουλάχιστον 6 GW έως το 2024 και 40 GW έως το 2030. Πρόκειται για εγκαταστάσεις που θα συμβάλλουν στην επίτευξη του βασικού στόχου, αυτόν της απαλλαγμένης από ανθρακικό αποτύπωμα Ευρώπης έως το 2050.