Ο τρόπος που ασκείται η δημοσιογραφία στις ΗΠΑ ήταν χολυγουντιανός πολύ πριν το Χόλιγουντ τον ηρωοποιήσει σε πλήθος ταινιών. Σε μια χώρα που η Ελευθερία είναι η κορωνίδα των αξιών της, η δημοσιογραφία δεν μπορεί παρά να θεωρείται και να είναι πραγματικός πυλώνας της δημοκρατίας.
Βέβαια, παντού στη Δύση, συνηθίζουμε να αποκαλούμε τον Τύπο «Τέταρτη Εξουσία» αλλά στις ΗΠΑ λειτουργεί έτσι, δεν είναι ευφημισμός, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν φαινόμενα στρατευμένων Μέσων που προπαγανδίζουν απόψεις με τη μορφή ειδήσεων ή διασπείρουν συνειδητά fake news.
Έτσι λοιπόν, κανείς, μάλλον δεν εκπλήσσεται από το γεγονός ότι ένα από τα σημαντικότερα κινήματα των τελευταίων ετών στη Δύση, το #MeToo ξεκίνησε από μια δημοσιογραφική έρευνα της εφημερίδας New York Times.
Το χρονικό αυτής της έρευνας αφηγείται το συναρπαστικό βιβλίο «Κάποια Μίλησε» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα Ελληνικά από την ΑΘΕΝΣ Bookstores. Το βιβλίο έγινε και ταινία που προβάλλεται αυτές τις μέρες στους κινηματογράφους.
Ήταν στις 5 Οκτωβρίου 2017 όταν οι δημοσιογράφοι των New York Times Τζόντι Κάντορ και Μέγκαν Τούι δημοσίευσαν το πρώτο τους άρθρο για την υπόθεση Γουάινστιν, ένα άρθρο που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο.
Το βιβλίο καταγράφει την ιστορία της έρευνας από την πρώτη στιγμή, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι δύο δημοσιογράφοι, τον τρόπο που εργάστηκαν, τις προφυλάξεις που πήραν για να προστατεύσουν τις πηγές τους αλλά και τον καταιγισμό των αποκαλύψεων που ακολούθησαν από εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο.
Εκτός από την υπόθεση Γουάινστιν, το βιβλίο αναφέρεται και στην υπόθεση του δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Μπρετ Κάβανο όταν η Δρ.Κριστίν Μπλάζι Φορντ εμφανίστηκε σε Επιτροπή της Γερουσίας και κατηγόρησε τον δικαστή για σεξουαλική επίθεση όταν και οι δύο τους ήταν μαθητές του Γυμνασίου.
Αυτό είναι το πιο αδύναμο κομμάτι του βιβλίου που μας δημιούργησε την εντύπωση ότι εντάχθηκε σε αυτό περισσότερο για να δικαιολογήσει το θόρυβο που έγινε για μια ιστορία που προς στιγμήν δίχασε την κοινή γνώμη αναφορικά με τις προθέσεις του κινήματος #MeToo.
Το βιβλίο διαβάζεται κυριολεκτικά απνευστί και ελπίζουμε να το διαβάσουν και οι Έλληνες δημοσιογράφοι για να διαπιστώσουν την ευθύνη που τους αναλογεί για το ρόλο του Τύπου σε μια οργανωμένη Πολιτεία.
Η έκδοση είναι εξαιρετικά προσεγμένη, το πολυσέλιδο βιβλίο είναι εξαιρετικά ελαφρύ (μια λεπτομέρεια που εκτιμούν πάντα οι βιβλιόφιλοι) ενώ χάρις στη μετάφραση του Μάνου Τσιρίτα σε κομψά, ελαφρώς λόγια Νέα Ελληνικά η ανάγνωση ρέει και ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει εύκολα τη ροή των γεγονότων που συχνά είναι δαιδαλώδης.
Από το 2017 που ξέσπασε η υπόθεση Γουάινστιν μέχρι σήμερα, πλήθη γυναικών ανά τον πλανήτη βρήκαν τη φωνή τους. Κοντά σε αυτές όμως βρήκαν το κουράγιο να μιλήσουν και αρκετά παιδιά και έφηβοι που έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Το #MeToo άνοιξε στόματα, ανέδειξε παθογένειες, κυρίως όμως έφερε στο κέντρο της συζήτησης τις συνθήκες εργασίας από τις μεγάλες πολυεθνικές, μέχρι τα εργοστάσια και τις μικρές επιχειρήσεις αλλά και τους όρους συνύπαρξης σε μια κοινωνία.
Οι υπερβολές που μπορεί να έχουν καταγραφεί δεν έχουν καταφέρει να μειώσουν στο ελάχιστο τη σημασία του. Οι ισχυρισμοί ότι το #MeToo καταργεί το φλερτ είναι μέχρι και φαιδροί γιατί ο τρόπος που οι άνθρωποι φλερτάρουν και συνευρίσκονται δεν παραμένει στατικός στην ιστορία. Οι καιροί αλλάζουν και μαζί με αυτούς και όροι του σχετίζεσθαι. Κάποια πράγματα δεν είναι πλέον ανεκτά.
Η συζήτηση βέβαια παραμένει ανοιχτή και διευρύνεται γιατί η σεξουαλική παρενόχληση, η επίδειξη δηλαδή ισχύος, δεν αφορά μόνο τις γυναίκες. Θύματα πέφτουν και οι άντρες.
Σε κάθε περίπτωση το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από όλους αλλά θα επιμείνουμε ότι πρέπει να διαβαστεί πρώτα από τους Έλληνες δημοσιογράφους.