Εκτεταμένο sell off χθες στο ελληνικό χρηματιστήριο, αν και ανάλογες τάσεις επικρατούσαν και στις ξένες αγορές. Ο λόγος ήταν η αύξηση της γεωπολιτικής έντασης, μετά και την επίθεση της Ουκρανίας, με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς στη Ρωσία. Οι επενδυτές προχώρησαν σε μαζικές ρευστοποιήσεις και αντλούσαν ρευστότητα απ' όπου μπορούσαν. Γιατί, λόγω της περιορισμένης εμπορευσιμότητας του Χ.Α., δεν ήταν εύκολο να πουληθούν οι μετοχές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ελάχιστες μετοχές διασώθηκαν και είδαμε πολλές να καταγράφουν νέα χαμηλά. Προφανώς και τα θεμελιώδη πήγαν περίπατο και όλοι είχαν στρέψει το βλέμμα τους στη Ρωσία.
Η διοίκηση της Cenergy, για μία ακόμη φορά, εμφανίστηκε αισιόδοξη για το μέλλον και υποστήριξε πως δεν βλέπει λόγο για να μειωθούν στο μέλλον τα καλά περιθώρια που απολαμβάνει σήμερα, ενώ, επειδή η κερδοφορία είναι σχεδόν διπλάσια από την περσινή, ανάλογη θα είναι και η αύξηση του μερίσματος για τους μετόχους.
Ο Αλέξανδρος Μπένος, οικονομικός διευθυντής του ομίλου, απαντώντας σε ερωτήσεις αναλυτών, είπε ξανά πως δεν υπάρχει θέμα να ακυρωθεί η φοροαπαλλαγή, λόγω της εκλογής του Donald Trump, που έχει λάβει από τις ΗΠΑ για το εργοστάσιο που θα κατασκευάσει εκεί και επίσης δεν έχει ακουστεί κάποια πληροφορία για αλλαγή στρατηγικής, στο θέμα της βελτίωσης των χερσαίων υποδομών. Υπενθυμίζεται πως η κατασκευή εργοστασίου, στην πρώτη φάση, θα παράγει χερσαία καλώδια και αν αποφασιστεί στο μέλλον επέκταση στα υποβρύχια, θα γίνει νέα επένδυση. Η διοίκηση επανέλαβε την εκτίμηση για EBITDA 245-265 εκατ. ευρώ, στο σύνολο του 2024, εκτίμηση που υποστηρίζεται από τα υψηλά περιθώρια και το ύψος ρεκόρ του ανεκτέλεστου (σχεδόν 3,5 δισ. ευρώ).
Σήμερα, μετά το κλείσιμο της αγοράς, θα ανακοινώσει αποτελέσματα τρίτου τριμήνου ο ΟΠΑΠ και οι αναλυτές περιμένουν καλή πορεία με σημαντική αύξηση εσόδων. Η Eurobank Equities περιμένει αύξηση 12% στα έσοδα και 11% στα προσαρμοσμένα EBITDA και τα αναμένει στα 192 εκατ. ευρώ. Όπως αναφέρει, τα αποτελέσματα θα δείξουν πως ο Οργανισμός είναι σε καλό δρόμο για να πετύχει EBITDA 750-770 εκατ. ευρώ, στο σύνολο του έτους. Η Piraeus Securities περιμένει EBITDA 188,32 εκατ. ευρώ, ενώ για το σύνολο του έτους περιμένει 771 εκατ. ευρώ, δηλαδή είναι πάνω από την εκτίμηση της διοίκησης. Η χρηματιστηριακή διατηρεί την τιμή στόχο των 18 ευρώ και τη σύσταση υπεραπόδοσης και τονίζει πως αγοράζει τη μετοχή καθώς, στα τρέχοντα επίπεδα διαπραγματεύεται με δείκτη EV/EBITDA για το 2024, 7,38 φορές, που αντιστοιχεί σε discount 26%, έναντι του μέσου ιστορικού όρου της δεκαετίας, που είναι στις 10 φορές.
Μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων τρίτου τριμήνου των τραπεζών, η Eurobank Equities επικαιροποίησε τις εκτιμήσεις της για τα καθαρά κέρδη του 2024 και τις αύξησε κατά μέσο όρο 5%. Έτσι αύξησε, κατά 2% περίπου, και τις τιμές στόχους. Η επενδυτική υπόθεση παραμένει αρκετά ελκυστική αναφέρει η χρηματιστηριακή γιατί για τη χρήση 2025 έχει συντηρητικές εκτιμήσεις και υπάρχουν καταλύτες, όπως η αύξηση των μερισμάτων, οι ελκυστικές αποτιμήσεις και οι πιθανές αναβαθμίσεις κερδών. Έτσι, επαναλαμβάνει τη σύσταση αγοράς για όλες τις τράπεζες, με κορυφαία επιλογή την Πειραιώς. Δίνει τιμή στόχο για την Πειραιώς τα 6,31 ευρώ από 6,24 ευρώ, για την Εθνική τα 11,18 ευρώ από 10,97 ευρώ και για την Alpha Bank τα 2,58 ευρώ από 2,56 ευρώ.
Η έλλειψη ανάπτυξης είναι κατά την άποψη των αναλυτών της Goldman Sachs ο βασικός λόγος για τον οποίο οι ευρωπαϊκές μετοχές δεν θα καταγράψουν σημαντικά κέρδη στην τριετία 2025 - 2027. Ειδικότερα, αναμένουν ότι τα κέρδη ανά μετοχή των εισηγμένων εταιρειών στον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600, θα αυξηθούν κατά 3%, το 2025 και 4% ετησίως, τη διετία 2026 - 2027.
Η εκτίμηση αυτή είναι και η χαμηλότερη από τη συνισταμένη των υπολοίπων εκτιμήσεων των αναλυτών, που βλέπουν αύξηση 10% ετησίως για την τριετία 2025 - 2027.
Η Goldman Sachs παρατηρεί ότι η ανάπτυξη 3% - 4% είναι χαμηλή με βάση τα ιστορικά πρότυπα και συγκεκριμένα ανέρχεται στο ένα τρίτο του μέσου ετήσιου ρυθμού που είναι 9%, περίπου από το 1990. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ελαφρώς υψηλότερη από τη δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Σημειώνει, ακόμη, ότι η αύξηση των εσόδων επιβραδύνεται, καθώς η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ επιβραδύνεται και οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν σε ένα υψηλό εύρος τιμών. Ακόμη, επισημαίνει ότι οι τομείς των εμπορευμάτων αποτελούν το 13% των κερδών του STOXX 600.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Goldman Sachs υποβαθμίζει ελαφρώς τις τιμές-στόχους για τον πανευρωπαϊκό δείκτη STOXX 600 στις 500, 520 και 530 μονάδες, σε διάστημα 3, 6 και 12 μηνών, έναντι 510, 530 και 540 μονάδων, αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει συνολικές αποδόσεις 9% σε διάστημα 12 μηνών, ελαφρώς χαμηλότερες από τις προβλέψεις της για τις αγορές των ΗΠΑ και της Ασίας.
Μικρό αντίκτυπο στη Δυτική Ευρώπη αναμένεται να έχει η πολιτική δασμών την οποία ενδέχεται να εφαρμόσει η κυβέρνηση Τραμπ, σύμφωνα με τους αναλυτές της JP Morgan.
Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, η ανάπτυξη στη Δυτική Ευρώπη θα εξασθενήσει ελαφρά, λόγω της εμπιστοσύνης και της επιβράδυνσης των επενδύσεων. H Δυτική Ευρώπη θα επηρεαστεί μέτρια συνολικά. Παρ΄όλα αυτά, ενώ ο άμεσος αντίκτυπος, μέσω του εμπορίου ή της ανατίμησης, έναντι του κινεζικού νομίσματος, είναι μικρός, ο αντίκτυπος, μέσω της πτώσης του επιχειρηματικού κλίματος, θα είναι ουσιαστικός.
Επιπρόσθετα, με τη δημοσιονομική πολιτική, σε πορεία εξυγίανσης, οι μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ θα εφαρμοστούν γρηγορότερα. Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι, για αυτό το σενάριο, είναι ότι οι αλλαγές στην εμπορική πολιτική στις ΗΠΑ δεν θα είναι σταδιακές, αλλά ακραίες, εμπλέκοντας μεγαλύτερο εύρος χωρών και αγαθών και ότι η Κίνα θα προβεί σε δυσανάλογα αντίποινα, διευκρινίζουν οι αναλυτές της JP Morgan.
Οι εξαγωγείς βασικών εμπορευμάτων στις αναδυόμενες αγορές αναμένεται και αυτοί να επηρεαστούν, μέτρια όμως, καθώς η Κίνα είναι πιθανό να διπλασιάσει τα στρατηγικά αποθέματα και να στραφεί προς τις φίλιες χώρες (friendshoring), προκειμένου να στηρίξει τις εξαγωγές τους.
Φυγή κεφαλαίων προς ασφαλή νομίσματα, όπως το αμερικανικό δολάριο, το ελβετικό φράγκο και το γιεν, προκάλεσε η προειδοποίηση της Ρωσίας για την αναθεώρηση του πυρηνικού της δόγματος. Ο πρόεδρος Πούτιν προειδοποίησε τις ΗΠΑ, την Τρίτη, ότι η Ρωσία αναθεωρεί τους όρους για ένα πυρηνικό χτύπημα, μετά την απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να επιτρέψει στην Ουκρανία τη χρήση μεγάλου βεληνεκούς πυραύλων αμερικανικής κατασκευής, βαθιά μέσα σε ρωσικό έδαφος.
Το γιέν ενισχύθηκε 0,5% έναντι του δολαρίου και 0,8% έναντι του ευρώ. Το νόμισμα της Ιαπωνίας είχε χάσει γύρω στο 7% από τον Οκτώβριο. Το ελβετικό φράγκο ενισχύθηκε 0,3%, έναντι του ευρώ, ενώ ο δολαριακός δείκτης, που μετρά την αξία του δολαρίου, έναντι καλαθιού άλλων νομισμάτων, ενισχύθηκε 0,25%.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής strategist της BofA, στον χώρο των ισοτιμιών, Θανάση Βαμβακίδη, πρόκειται για τυπική αντίδραση «risk-off» μετά την προειδοποίηση του Κρεμλίνου. «Η αγορά συναλλάγματος είχε εισέλθει σε φάση εφησυχασμού, όσον αφορά στους γεωπολιτικούς κινδύνους και εστίαζε σε άλλα ζητήματα» αναφέρει.
Το ευρώ έπεσε στα $1,0553 μετά την προειδοποίηση του Πούτιν. Την προηγούμενη εβδομάδα είχε υποχωρήσει μέχρι τα $1,0496.
Για τους Αμερικανούς και γενικότερα τους διεθνείς διαχειριστές κεφαλαίων, η επένδυση στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια έχει αρχίσει να χάνει την λάμψη της, εδώ και αρκετό καιρό. Η αδύναμη οικονομική της ανάπτυξη, σε σχέση με τις ΗΠΑ, η πολυφωνία που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα προβλήματα που αντιμετώπισε πριν χρόνια το Ευρώ, η έλλειψη ενεργειακής αυτονομίας είναι μερικά από τα θέματα που επικαλούνται οι διεθνείς διαχειριστές, για να δικαιολογήσουν την απροθυμία τους να πάρουν σημαντικές επενδυτικές θέσεις στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, παρά το ότι οι μετοχές σε αυτά είναι πολύ πιο φθηνές από αυτές στα αμερικανικά.
Εκτός αυτών, αποθαρρυντικό παράγοντα αποτελεί και το νομικό και θεσμικό πλαίσιο στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές. Όλα τα παραπάνω, τα ξέρουμε λίγο πολύ, τα είδαμε όμως και σε ένα χθεσινό μικρό αλλά ενδιαφέρον άρθρο στο Bloomberg. Το διεθνές πρακτορείο επισημαίνει πως, πέρα από όσα αναφέραμε, οι νέοι κίνδυνοι, που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, κάνουν ακόμα χειρότερο το κλίμα για τις ευρωπαϊκές μετοχές.
Ένα μέρος των νέων κινδύνων έχει άμεση σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ και την οικονομική πολιτική που αναμένεται να ακολουθήσει και η οποία λογικά θα κάνει ακόμα πιο ανταγωνιστικές τις αμερικανικές επιχειρήσεις και πιθανότατα θα καταφέρει μεγάλα πλήγματα στις ευρωπαϊκές, λόγω των υψηλών δασμών, που έχει υποσχεθεί πως θα επιβάλει. Σε αυτά προστίθεται και η αύξηση της έντασης στο μέτωπο του πολέμου της Ουκρανίας και κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
Όπως αναφέρει και ο Luca Paolini της Pictet Asset Management, «η Ευρώπη δέχεται χτυπήματα απ’ όλες τις πλευρές και την ίδια ώρα μειώνεται και η διάθεση για ανάληψη ρίσκου. Είναι δύσκολο να δούμε τι θα τη σώσει». Είναι φανερό πως το κλίμα δεν είναι καθόλου θετικό και τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα, καθώς πολλοί διαχειριστές είναι πεπεισμένοι πως το αμερικανικό δολάριο θα ανεβεί πολύ, έναντι του Ευρώ και διστάζουν να κάνουν οποιαδήποτε τοποθέτηση σε ευρωπαϊκές μετοχές. Πόσο χειρότερα όμως μπορούν να γίνουν τα πράγματα;
Όπως μας υπενθυμίζει το διεθνές πρακτορείο, η απόσταση μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων έχει μεγαλώσει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια. Η συνολική χρηματιστηριακή αξία των μετοχών των αμερικανικών χρηματιστηρίων ανέρχεται κοντά στα 63 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ και είναι τουλάχιστον τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την συνολική χρηματιστηριακή αξία όλων των μετοχών, σε όλα τα χρηματιστήρια της Ευρώπης.
Πριν δέκα χρόνια, η συνολική αξία των μετοχών στα αμερικανικά χρηματιστήρια δεν ήταν ούτε καν διπλάσια αυτής των ευρωπαϊκών. Ένα άλλο στοιχείο που δείχνει την μεγάλη απόσταση είναι πως αυτή την στιγμή υπάρχουν οκτώ αμερικανικές εταιρείες, με χρηματιστηριακή αξία άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, ενώ στην Ευρώπη, δεν υπάρχει καμία, με αξία άνω των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Κάτι πολύ σημαντικό, επίσης, είναι το ότι οι αποτιμήσεις των μετοχών στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, σε σχέση με την κερδοφορία τους είναι πολύ πιο χαμηλές από αυτές των αμερικανικών.
Ο δείκτης P/E (Price/Earnings, Τιμή/Κέρδη), στην ευρωπαϊκή αγορά, είναι 40% χαμηλότερος από αυτόν της αμερικανικής. Μετά από όλα αυτά, το γεγονός πως, το 2024, η άνοδος του δείκτη S&P 500 είναι μέχρι τώρα της τάξης του 23%, ενώ αυτή του αντίστοιχου ευρωπαϊκού δείκτη Stoxx 600 είναι μόλις 5% δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Έτσι όπως είναι τώρα τα πράγματα και με την απαισιοδοξία που επικρατεί σχετικά με την Ευρώπη, δεν αποκλείεται να δούμε ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση της ανισότητας μεταξύ των δύο αγορών.
Εκτός αν οι τιμές που βλέπουμε αυτή την στιγμή έχουν ήδη ενσωματώσει το πολύ αρνητικό κλίμα, κάτι που θυμόμαστε καλά πως είχε γίνει το καλοκαίρι του 2022, αφού λίγο μετά ξεκίνησε μία εντυπωσιακή ανάκαμψη των ευρωπαϊκών μετοχών. Πολλοί λένε πως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, γνωρίζουμε όμως πως στα χρηματιστήρια αυτό δεν είναι και τόσο ακριβές.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.