Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη
Ο πιο γρήγορος τρόπος να σκοτώσεις το πνεύμα ενός ανθρώπου, είναι να του ζητήσεις να είναι μέτριος. Ή, όπως το διατύπωσε ο Γκιστάβ Φλομπέρ, οι άνθρωποι βρίσκουμε καταφύγιο στη μετριότητα, από απελπισία για το ωραίο που ονειρευτήκαμε.
Ο Αλεξάντερ Ντόμπα, ένας 72χρονος Πολωνός μηχανικός, με μορφή αναγεννησιακού θεού και μπράτσα ξυλοκόπου, ο οποίος δηλώνει ότι δεν είναι γέρος αλλά 72 χρονών νέος, πιθανότατα δεν έχει διαβάσει τη συγκεκριμένη ρήση του μεγάλου Γάλλου λογοτέχνη. Κατάφερε, όμως, να κάνει πράξη τα όνειρά του. Έχοντας εμπεδωμένη τη θέληση, στο γήινο ταξίδι του, να μην υπάρξει μικρός γκρίζος άνθρωπος. Και τώρα ελπίζει οι δύο εγγονές του, κι αυτές, να μη φοβούνται να ονειρευτούν, να μετατρέψουν τα όνειρά τους σε σχέδια και τα σχέδια σε πραγματικότητα. Νιώθοντας, έτσι, την απόλυτη ικανοποίηση που μπορεί να αισθανθεί ο άνθρωπος. Αυτή που προκαλεί η επίτευξη ενός πραγματικού κατορθώματος. Οπως το να διασχίσεις έναν ωκεανό, τον Ατλαντικό, με ένα καγιάκ, ολομόναχος, χωρίς καμιά βοήθεια, για 110 μέρες. Για τρίτη φορά, τη δυσκολότερη, δαμάζοντας τα τεράστια κύματα στο βόρειο κομμάτι, ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γαλλία.
Η πρόκληση δεν ήταν μονάχα ο διάπλους χωρίς στάση, κάτι που κανείς προηγουμένως δεν είχε καταφέρει. Ούτε οι απάνθρωπες καιρικές και θαλάσσιες συνθήκες. Το διακύβευμα δεν αφορούσε το «κάτεργο» να κωπηλατείς επί ώρες, με τα υπόλοιπα μέρη του σώματος σχεδόν ακίνητα. Αναγκασμένος να κοιμάσαι για λίγο και ακατάστατα. Το βασικό πρόβλημα δεν ήταν η μονοτονία των κινήσεων, αλλά οι ψυχολογικές και πνευματικές επιπτώσεις αυτής της μονοτονίας. Οι εκατομμύρια επαναλήψεις και η ανάγκη του μυαλό να ξεφύγει από τη διαδικασία, χωρίς να χάσει τον έλεγχο. Ο Ντόμπα έφτασε στο σημείο να φωνάζει στον εαυτό του. Για να μπορεί να τον ακούει. Και να μη χάσει, όσα όργανα κι αν είχε, τον προσανατολισμό. Κωπηλατώντας χωρίς πρόγραμμα. Παρά τις περί του αντιθέτου προδιαγραφές. Διότι, όπως αναγνωρίζει, «δεν είμαι Γερμανός να κάνω ακριβώς αυτό που πρέπει. Πολωνός είμαι και κωπηλατώ όποτε θέλω. Ένας απλός... τουρίστας των ωκεανών». Με αποτέλεσμα, παρά την προστασία των αντηλιακών και άλλων αλοιφών, να γεμίσει με εγκαύματα και εξανθήματα που προκαλούν ο ήλιος και η αρμύρα. Πολύ περισσότερο που αναγκαζόταν να κωπηλατήσει γυμνός, αφού τα ρούχα του, ποτισμένα με αλάτι, εκτός από το ότι μύριζαν απαίσια, έτριβαν το δέρμα. Αδυνατώντας να κάνει μπάνιο, όχι μόνο για να «καθαριστεί» αλλά και για να ξεπιαστεί, μιας και κάτω από τα πόδια του καιροφυλακτούσαν καρχαρίες. Και από πάνω του, πολύ συχνά, έβρεχε κοπάδια από χελιδονόψαρα.
Παρέα με το «Ολο»
Στο σχεδόν 7.000 χιλιομέτρων ταξίδι με τον 23μετρο, σχεδόν ενός τόνου βάρους «Ολο» -έτσι βάφτισε το καγιάκ του, σε μια έξαρση εγωισμού, καθώς αυτό είναι το χαϊδευτικό του ονόματός του- ξανάζησε τη ζωή του. Τα παιδικά του χρόνια, εκεί στο χωριό, αμέσως μετά τους βομβαρδισμούς, τον λοιμό. Τη γιαγιά του, που οι μπολσεβίκοι έστειλαν στη Σιβηρία, τα μανιτάρια στο δάσος πίσω από το σπίτι. Τον γύρο της Πολωνίας με ποδήλατο, που έκανε στα δεκαπέντε, με το πρώτο δώρο του πατέρα. Τον πρώτο και μοναδικό του έρωτα, τη γυναίκα του Γκαμπριέλα, που γνώρισε στην εκδρομή με τα σακίδια στην πλάτη. Τις ορειβατικές μπότες, που αγόρασε σε ένα ταξίδι στην Αν. Γερμανία και δεν δήλωσε περνώντας τα σύνορα. Τη δουλειά στο εργοστάσιο χημικών, την εγγραφή στο «εργατικό κλαμπ» για καγιάκ, τα «παν-πολωνικά» ρεκόρ που ακολούθησαν, τόσο για τη διάρκεια σε ημέρες όσο και σε χιλιόμετρα κωπηλασίας, ακόμα και στη διάρκεια του πολωνικού χειμώνα. Το αντάρτικο απέναντι στην απαγόρευση του καθεστώτος να βγαίνουν στη Βαλτική Θάλασσα, περιοριζόμενοι στην κωπηλασία σε ποτάμια. Την απόγνωση των χωροφυλάκων όταν, συλληφθείς ύστερα από παραβίαση των...ορίων, αφοπλιστικά τους απαντούσε «δεν ξέρω πώς κατέληξα εδώ». Τα ταξίδια με καγιάκ ως τη Νορβηγία και τον Αρκτικό Κύκλο, μετά την πτώση του Βερολίνου. Τους απανωτούς παρ'' ολίγον πνιγμούς. Την εγκατάλειψη της οικογενειακής στέγης, ακόμα και κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων, για την «απιστία» με τα... λάγνα κουπιά. Το «μπάρκο» στο δεύτερο ταξίδι του απουσία της γυναίκας και του γιου του, που δεν μπορούσαν να δείξουν διαφορετικά την απόγνωσή τους. Τον φόβο που ένιωσε μόνο στη στεριά, όταν, στη Βραζιλία, ομάδα οπλισμένων ληστών τον κατάκλεψαν. Τις 40 νύχτες που πάλευε με τους αέρηδες και τα κύματα στο Τρίγωνο των Βερμούδων, στο προηγούμενο ταξίδι.
Δυσκολίες στη θάλασσα
Ως ελάχιστο αντίβαρο απέναντι στους νόμους της φύσης, που, μεταξύ άλλων, ορίζουν ότι το μέγεθος και η ενέργεια των κυμάτων είναι πολλαπλάσια αυτών ενός καγιάκ, είχε δίπλα του την τύχη, αλλά και τη γνώση. Ξέφευγε από τις καταιγίδες τοποθετώντας, όποτε μπορούσε, με τη βοήθεια μιας άγκυρας, την πρύμνη κάθετα στα κύματα, έτσι ώστε να «χτυπούν» το στενό τμήμα, αντί να τον πλευρίσουν, με κίνδυνο να τον ανατρέψουν. Τα αλαφιασμένα βουνά, οι υδάτινες χιονοστιβάδες, ολόκληρη η επιφάνεια του ορίζοντα, που κλυδωνίζονταν σαν κοπάδια ελεφάντων που τρέχουν πάνω σε ένα ξέστρωτο θαλάσσιο κρεβάτι.
Γιατί τελικά έγιναν όλα αυτά; Γιατί επανέλαβε το εγχείρημα για τρίτη φορά; Δεν έφτανε η πρώτη, όταν αναχώρησε από το Ντακάρ της Σενεγάλης κι έφθασε στο Αρακαού της Βραζιλίας, τον Οκτώβριο του 2010 έως τον Φεβρουάριο του 2011; Η δεύτερη, όταν ξεκίνησε από τη Λισαβόνα της Πορτογαλίας κι έφθασε στο Πορτ Κανάβεραλ, στη Φλόριντα, από τον Οκτώβριο του 2013 έως τον Απρίλιο του 2014; Δεν τον έπεισαν οι αποτυχίες, όπως αυτή τον Ιούνιο του 2016, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια εξαιτίας των κυμάτων, καθώς το καγιάκ του ανετράπη δύο φορές στα ανοιχτά του Νιου Τζέρσεϊ; Όταν ρωτήθηκε, κοίταξε στο άπειρο του ουρανού, μύρισε τον κρύο πολωνικό αέρα της γενέτειράς του, που δεν ενείχε ούτε ριπή από τον κίνδυνο του θανάτου και του πνιγμού. Σιώπησε. Θυμήθηκε τα καβούκια των θαλάσσιων χελωνών που χτύπησε για να δει αν είναι ζωντανός, τα πουλιά που έτρωγαν την τροφή του, την πλάτη του καρχαρία που «χάιδεψε», σε μια πρόδηλη συμφιλίωση με το τέλος, που, έτσι κι αλλιώς, αποτελεί καταλυτικό συστατικό της διαπραγμάτευσης του καθενός με την ανθρώπινη φύση. Η κινητήριος δύναμη βρισκόταν αλλού. Στη μετάλλαξη, τη μετατροπή της έννοιας της κρίσης σ'' αυτή της ευκαιρίας. Του πόνου σε θρίαμβο. Της λεπτής εκείνης γραμμής-στιγμής που μετατρέπει τον άνθρωπο από πεπερασμένο θύμα σε αθάνατο ήρωα. Τουλάχιστον όσον αφορά τον έλεγχο των αδυναμιών του. Της έξαψης της συμβατικής ύπαρξης. Διότι, όπως είπε και σε μια συνέντευξή του στους «New York Times», «αν δεν είσαι προετοιμασμένος να πονέσεις, δεν μπορείς να κάνεις τίποτε. Μπορείς μόνο να καθίσεις και να πεθάνεις». Αργά ή γρήγορα, θα συμβεί κι αυτό. Αλλά, τότε, θα νιώθεις εσωτερικά γεμάτος κι ελεύθερος.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 30 Μαρτίου, φύλλο 90