Γλυπτά Παρθενώνα: 2 αιώνες παρανομίας από τους Βρετανούς

Γλυπτά Παρθενώνα: 2 αιώνες παρανομίας από τους Βρετανούς

Της Αγγελικής Κώττη 

Εδώ και δύο αιώνες η Μεγάλη Βρετανία παρακρατά τα Γλυπτά του Παρθενώνα, που αγόρασε μεν δια του Βρετανικού Μουσείου με κυβερνητικά χρήματα, όμως αυτά είχαν κλαπεί από την Ελλάδα. Ο λόρδος Έλγιν απογύμνωσε βάρβαρα το κορυφαίο μνημείο, αρπάζοντας μεγάλο μέρος του γλυπτικού του διάκοσμου χωρίς καμία άδεια από την τότε οθωμανική εξουσία, και επομένως όσα πούλησε στη δική του πατρίδα είχαν παρανόμως εξαχθεί από τη δική μας.

Οι προσπάθειες να πάρουμε πίσω τις κλεμμένες αρχαιότητές μας ξεκινούν από τη δεκαετία του 1830, αμέσως μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Διαβήματα, επιστολές, διεκδικήσεις με κάθε πρόσφορο τρόπο, όλα όσα ήταν δυνατόν να γίνουν έγιναν, πλην χωρίς αποτέλεσμα. Το θέμα αναζωπυρώθηκε όταν το έθεσε η Μελίνα Μερκούρη στη σύνοδο υπουργών Πολιτισμού της UNESCO στο Μεξικό, βρίσκοντας και τη συμπαράσταση του τότε γενικού διευθυντή του Οργανισμού, Φεντερίκο Μαγιόρ. Έκτοτε νέα αιτήματα κατατέθηκαν και αρκετά βήματα έγιναν. Αλλά τα τελευταία τρία χρόνια, υπό αυτή την κυβέρνηση δηλαδή, και το ζήτημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών λιμνάζει. Κακοί χειρισμοί, απραξία και, το χειρότερο, κάκιστες δηλώσεις βυθίζουν ολοένα το δίκαιο της Ελλάδας, αυτό που ακόμα και το βρετανικό κοινό αποδέχεται σε ποσοστό πάνω από 80%.

Κερασάκι στην τούρτα, η επίσκεψη του νυν πρωθυπουργού στο Λονδίνο, όπου, όπως ο ίδιος ανακοίνωσε, έθεσε στην Τερέζα Μέι το ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα, γιατί είναι δίκαιο να επιστρέψουν εκεί «όπου χτίστηκαν». Ας πούμε πρώτα πως ένας πολιτικός μηχανικός δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τη λέξη «χτίστηκαν» για γλυπτά, σαν να επρόκειτο για τσιμέντα. Και επίσης ότι με μια έννοια ίσως να «χτίστηκαν» οι λίθοι της ζωφόρου, αλλά σε καμία περίπτωση οι μετόπες και τα αετώματα. Προφανώς, όμως, ο κ. Τσίπρας είχε ενημερωθεί μόνο για τη ζωφόρο, και άλλωστε αυτήν ανέφερε.

Δεν πρόκειται πάντως για το σοβαρότερο ατόπημα στην περίπτωσή μας. Είναι αδιανόητη η κίνησή του από μόνη της, διότι δεν πήγε με κάποια πρόταση στη Βρετανίδα πρωθυπουργό. Κι έτσι, τη διευκόλυνε να απορρίψει το αίτημα (ζητιανιάς) και να τηρήσει τη γνωστή θέση άρνησης. Όχι πως θα άλλαζε κάτι αν είχαμε καταθέσει νέες προτάσεις. Αλλά θα είχαμε κερδίσει το ηθικό μέρος. Τώρα ζητήσαμε κάτι ως συνήθως, απορρίφθηκε ως συνήθως και ουδείς θα ασχοληθεί ξανά. Ενώ αν ενδιαφερόταν ο πρωθυπουργός αληθινά, θα έπρεπε ήδη να έχει βάλει το υπουργείο Πολιτισμού να επεξεργάζεται μια νέα στρατηγική.

Μελίνα Μερκούρη

Ας δούμε όμως πώς έγινε η κλοπή των αιώνων μέσα από όσα είπε η Μελίνα Μερκούρη στον λόγο της στην Oxford Union που ξεκίνησε με τις περίφημες φράσεις: «Υπάρχουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια μάρμαρα», τονίζοντας πως δεν πρέπει να αποκαλούμε τα γλυπτά μας με το όνομα του άρπαγα.

«Βρισκόμαστε στα τέλη του 18ου αιώνα», είπε η Μελίνα. «Ο Ναπολέων σκέφτεται να αποπειραθεί να εισβάλει στην Αγγλία. Αποφασίζει να μην το πράξει. Αντί αυτού εισβάλλει στην Αίγυπτο αποσπώντας την από την τουρκική κυριαρχία, γεγονός που δυσαρεστεί πολύ τους Τούρκους. Διακόπτουν τις διπλωματικές σχέσεις με τη Γαλλία και κηρύσσουν πόλεμο. Η Βρετανία βρίσκει ότι αυτή είναι μια πρώτης τάξεως στιγμή να διορίσει πρεσβευτή στην Τουρκία. Τα καθήκοντα αναλαμβάνει ο λόρδος Έλγιν. Μόλις έχει παντρευτεί την όμορφη Μέρι Nισμπετ και τελειώνει το ωραίο εξοχικό του. Ο αρχιτέκτονάς του τού μιλάει για τα θαύματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής και του λέει πως θα ήταν μια θαυμάσια ιδέα να κάνει αντίγραφα από τα πραγματικά έργα στην Αθήνα. "Θαυμάσιο, πράγματι", λέει ο Έλγιν. Αρχίζει να συγκροτεί μια ομάδα ανθρώπων που θα μπορούσαν να κάνουν αρχιτεκτονικά σχέδια, με επικεφαλής έναν ικανό ζωγράφο που δεν ήταν άλλος από τον Ιταλό Giovanni Lusieri».

Η Μελίνα συνεχίζει τον λόγο της. Για την ιστορία, να πούμε μόνο ότι ήταν προϊόν συγγραφής τριών ανθρώπων: της ίδιας βέβαια, του Κωνσταντίνου Αλαβάνου και του Ζυλ Ντασσέν:

«Η ομάδα των καλλιτεχνών του Έλγιν φθάνει στην Αθήνα. Οι Τούρκοι έχουν ορίσει δύο κυβερνήσεις, μια πολιτική και μια στρατιωτική. Πολλά έχουν ειπωθεί και συνεχίζονται να λέγονται για το πόσο λίγο ενδιαφέρον εκδήλωναν οι Τούρκοι για τους θησαυρούς της Ακρόπολης. Εν τούτοις, χρειάστηκαν 6 μήνες για να επιτραπεί η είσοδος στην ομάδα του Έλγιν. Αλλά τα κατάφεραν με 5 λίρες, στο χέρι του στρατιωτικού κυβερνήτη, για κάθε επίσκεψη. Αυτό εγκαινίασε μια διαδικασία δωροδοκίας και διαφθοράς των αξιωματικών, που δεν θα σταματούσε μέχρι να συσκευαστούν και να φορτωθούν τα Μάρμαρα για την Αγγλία.

Όμως, όταν στήθηκαν οι σκαλωσιές και τα αντίγραφα ήταν έτοιμα να γίνουν, ξαφνικά έφθασαν φήμες για προετοιμασία στρατιωτικής δράσης των Γάλλων. Ο Τούρκος κυβερνήτης διέταξε την ομάδα του Έλγιν να κατεβεί από την Ακρόπολη. Με 5 λίρες την επίσκεψη ή όχι, η πρόσβαση στην Ακρόπολη ήταν απαγορευμένη. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να τους επιτραπεί η είσοδος ξανά. Να χρησιμοποιήσει ο Έλγιν την επιρροή του πάνω στον Σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη, ν' αποσπάσει ένα έγγραφο, το λεγόμενο φιρμάνι, που θα διέταζε τις αρχές των Αθηνών να επιτρέψουν τη συνέχιση των εργασιών» (σ.σ. το 1986, χρονολογία της ομιλίας, δεν είχε ακόμη αμφισβητηθεί το φιρμάνι, αυτό έγινε λίγα χρόνια μετά, χάρη στον τουρκολόγο Βασίλη Δημητριάδη και σε αρχαιολόγους. Οι ειδικοί επιμένουν πως επρόκειτο για επιστολή του Μεγάλου Βεζίρη και τίποτα παραπάνω).

»Πριν καλά καλά φθάσει το φιρμάνι στην Αθήνα, γίνεται μια φοβερή επίθεση πάνω σ'' ένα οικοδόμημα, που μέχρι σήμερα θεωρείται από πολλούς η ευγενέστερη και ωραιότερη από τις ανθρώπινες δημιουργίες».

Το βρετανικό Κοινοβούλιο

Διακόσια χρόνια ένα πριν, στις 7 Ιουνίου 1816, το βρετανικό Κοινοβούλιο ψήφισε θετικά και η κυβέρνηση αγόρασε τα Γλυπτά. Ήταν μια εγκληματική πράξη, καθώς κατά τη διαδικασία έγινε φανερό πως επρόκειτο για κλεμμένες αρχαιότητες. Μια πράξη που καθόρισε το πλαίσιο στο θέμα μη επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα. Όπως λέει ο Δημήτρης Παντερμαλής, πρόεδρος του Δ.Σ. στο Μουσείο Ακρόπολης, ήταν αυτή που καθόρισε τα πάντα. Διότι είναι άλλο να συνδιαλέγεσαι με τους απογόνους κάποιου ευγενούς και άλλο να έχεις να αντιμετωπίσεις το Βρετανικό Μουσείο και πίσω από αυτό μια ολόκληρη κρατική οντότητα.

Ψηφίζοντας την αγορά των Γλυπτών του Παρθενώνα το βρετανικό Κοινοβούλιο ουσιαστικά νομιμοποίησε τη συλλογή του Έλγιν, λέει ο κ. Παντερμαλής, ο οποίος θέτει πρωτίστως ηθικό θέμα. Διότι, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο βρετανικό Κοινοβούλιο, υπήρξε αμφισβήτηση των μεθόδων με τις οποίες αποκτήθηκαν τα Γλυπτά και της δικαιοδοσίας που είχε ο Έλγιν να τα μεταφέρει. Το βρετανικό Κοινοβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία (82 υπέρ, 30 κατά) την αγορά. Ο διαπρεπής αρχαιολόγος επικεντρώνει το θέμα «στο γεγονός ότι όχι απλώς είχαν αρπάξει από το μνημείο αυτά τα έργα, αλλά πολλά από αυτά τεμαχίστηκαν, έσπασαν, δηλαδή η διαχείριση έγινε με τρόπο ο οποίος δεν είναι κολακευτικός, ούτε για τη Βρετανία, ούτε για την ιστορία της δημιουργίας των μουσείων στην Ευρώπη».

Αλλά η μοιραία εκείνη απόφαση του βρετανικού Κοινοβουλίου κάθε άλλο παρά εξασφάλιζε την κυριότητα των Παρθενώνιων Γλυπτών. Έτσι, όπως αποκαλύφθηκε σε πόρισμα των νομικών Τζέφρι Ρόμπερτσον, Νόρμαν Πάλμερ και Αμάλ Κλούνεϊ, που είχε ζητηθεί από την τότε ελληνική κυβέρνηση το 2014, το Κοινοβούλιο έκανε το 1963 νέα πράξη για αυτά. Με αυτήν «ξεπλένει» τα κλοπιμαία του Έλγιν, καθώς τα μέλη του έχουν αντιληφθεί πως δεν διαθέτουν καθαρά παραστατικά απόκτησης. Δίνουν de facto πιστοποιητικά στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτό μπορεί να καταπέσει σε οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο σύμφωνα με το πόρισμα. Κανένα κράτος δεν μπορεί να νομιμοποιήσει παράνομες πράξεις υπηκόου του σε ξένη χώρα με αναδρομική κάλυψη. Μετά και τα ναζιστικά εγκλήματα, οι διεθνείς νόμοι είναι υπεράνω των εθνικών που έχουν περάσει από κάποια κοινοβούλια.

Το βρετανικό Κοινοβούλιο τα αγόρασε αντί 35.000 στερλινών, ενώ ο Έλγιν ζητούσε τα Γλυπτά. Από τους 97 σωζόμενους λίθους της ζωφόρου του Παρθενώνα, οι 56 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 40 στην Αθήνα. Από τις 64 σωζόμενες μετόπες, οι 48 βρίσκονται στην Αθήνα και οι 15 στο Λονδίνο. Από τις 28 σωζόμενες μορφές των αετωμάτων, οι 19 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 9 στην Αθήνα.

*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Τετάρτης 4 Ιουλίου, τεύχος 154