Της Κατερίνας Οικονομάκου
Η διαδρομή από το γραφείο του Ρόιτερ προς το σημείο του ραντεβού περνούσε μέσα από τη συνοικία όπου κατοικεί η οικονομική ελίτ της Μιανμάρ. Από το παράθυρο του αυτοκινήτου, ο Γουά Λονέ μπορούσε να διακρίνει το σπίτι της Αούγκ Σαν Σου Κι, της ηγέτιδας της χώρας. Ο 31χρονος δημοσιογράφος, γιος μιας οικογένειας φτωχών αγροτών από την επαρχία, ήταν ανάμεσα σε εκείνους που είχαν υποδεχτεί με ενθουσιασμό τη σαρωτική νίκη του κόμματός της στις εκλογές του 2015. Ο Γουά Λονέ δεν ήταν αφελής. Με τον στρατό να συγκυβερνά, δεν προσδοκούσε ότι η πατρίδα του θα άλλαζε από τη μια μέρα στην άλλη. Αλλά ούτε και περίμενε ότι η γυναίκα που είχε επί χρόνια αγωνιστεί για τη δημοκρατία, θα παρακολουθούσε απαθής και σιωπηλή τις διώξεις, τις σφαγές και τον εκτοπισμό 700.000 ανθρώπων. Πολύ περισσότερο, δεν φανταζόταν ότι ο ίδιος θα γινόταν η ενοχλητική, ζωντανή υπόμνηση της συνενοχής της σε αυτό που σήμερα η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Το ραντεβού είχε κλειστεί το ίδιο απόγευμα και μαζί με τον Γουά Λονέ θα πήγαινε και ο 27χρονος ρεπόρτερ Κιάβ Σόε Οο, που μόλις πρόσφατα είχε αρχίσει να εργάζεται για το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο. Ηταν Δεκέμβριος του 2017. Οι μαζικές επιθέσεις του στρατού κατά των Ροχίνγκια, με πρόσχημα τη δράση ομάδων ανταρτών, ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Πλήθαιναν οι ειδήσεις για κατεστραμμένα χωριά, μαζικές δολοφονίες, βιασμούς και βασανιστήρια, καθώς χιλιάδες άνθρωποι αγωνίζονταν να δραπετεύσουν στο Μπαγκλαντές. Ο άντρας που είχε τηλεφωνήσει στον Γουά είχε συστηθεί ως Νάιγκ Λι. Ηταν στρατονόμος, μέλος της Μεραρχίας 8. Ο Γουά Λονέ υπέθετε ότι θα του έδινε πληροφορίες σχετικά με το θέμα που ερευνούσε: τη σφαγή δέκα μουσουλμάνων Ροχίνγκια, μεταξύ των οποίων και ανήλικοι, από στρατιώτες της Μεραρχίας 8, τον Σεπτέμβριο του 2017, στην επαρχία Ραχίν. Φτάνοντας στο ραντεβού, είδε και έναν δεύτερο άντρα. Ηταν αργά να κάνει πίσω. Ο Νάιγκ Λι ήθελε, είπε, να του αφηγηθεί πως στο τέλος του Αυγούστου η μεραρχία τους είχε δεχτεί επίθεση από αντάρτες Ροχίνγκια.
Περικυκλωμένοι
Φεύγοντας, έσπρωξε στα χέρια του δημοσιογράφου ένα σφιχτά τυλιγμένο φύλλο της κρατικής εφημερίδας. Ο Γουά Λονέ είδε ότι μέσα υπήρχαν διπλωμένα φύλλα χαρτί. Καθώς σηκώθηκαν από το τραπέζι και κατευθύνονταν προς την πόρτα, οι δύο ρεπόρτερ βρέθηκαν ξαφνικά περικυκλωμένοι από αστυνομικούς με πολιτικά. «Αυτά είναι απόρρητα έγγραφα», φώναξε ο ένας από αυτούς. Οι άλλοι τούς πέρασαν με αστραπιαία ταχύτητα χειροπέδες και τους έσπρωξαν έξω, όπου τους έβαλαν σε ξεχωριστά αυτοκίνητα. Από εκεί και μετά, χάθηκαν τα ίχνη τους. Επί δύο εβδομάδες κανείς δεν γνώριζε πού βρίσκονται οι δύο άντρες. Όπως θα κατέθεταν αργότερα, τους μετέφεραν σε ένα κτίριο κοντά στο κέντρο της Γιαγκόν, όπου τους πέρασαν σακιά στο κεφάλι και τους οδήγησαν για ανάκριση.
Οι αστυνομικοί ήξεραν ότι ο Γουά Λονέ προσπαθούσε να αναγνωρίσει τα πρόσωπα των στρατιωτικών που εικονίζονταν στις φωτογραφίες από τη σφαγή των δέκα Ροχίνγκια. Όπως έχει αφηγηθεί ο αρχισυντάκτης του, ο Γουά Λονέ ήταν αποφασισμένος να βρει τα στοιχεία όλων. Και πράγματι είχε σημειώσει πρόοδο. Εκείνη την περίοδο, ο στρατός απαντούσε στις διαμαρτυρίες των Ηνωμένων Εθνών για εκτεταμένες βιαιότητες εναντίον των Ροχίνγκια με την επωδό «αποδείξτε το». Αυτό έκανε ο 31χρονος δημοσιογράφος του Ρόιτερ. Εάν δεσμευόταν ότι δεν θα δημοσίευε το ρεπορτάζ του, θα τον άφηναν ελεύθερο, του είπαν οι ανακριτές του. Ο Γουά Λονέ αρνήθηκε.
Τον Ιανουάριο του 2018 αρχίζει η προκαταρκτική έρευνα. Ανακοινώνεται ότι ο σκοπός είναι να απαγγελθούν στους δύο κατηγορίες για παραβίαση κρατικού απορρήτου. Ο Γουά Λονέ και ο Κιάβ Σόε Οο δηλώνουν ότι δεν είχαν ιδέα για τα έγγραφα. Ένας αστυνομικός που ήταν παρών στη σύλληψη καταθέτει ότι οι πληροφορίες που περιέχονταν σε αυτά είχαν ήδη δημοσιευθεί σε εφημερίδες. Την ίδια μέρα, ο στρατός ανακοινώνει ότι τον Σεπτέμβριο του 2017 άντρες του συνέλαβαν και εκτέλεσαν δέκα μουσουλμάνους Ροχίνγκια, στο πλαίσιο επιχείρησης κατά ανταρτών.
Η ιστορία της σύλληψης των δύο δημοσιογράφων κάνει τον γύρο του κόσμου. Τον Φεβρουάριο, το Ρόιτερ αποφασίζει να δημοσιεύσει το επίμαχο ρεπορτάζ για τη σφαγή στο χωριό Ιν Ντιν της επαρχίας Ραχίν. Ετσι άρχιζε το κομμάτι: «Δεμένοι μεταξύ τους, οι δέκα μουσουλμάνοι Ροχίνγκια παρακολουθούσαν τους βουδιστές γείτονές τους να σκάβουν έναν ρηχό τάφο. Λίγη ώρα αργότερα, το πρωινό της 2ας Σεπτεμβρίου και οι δέκα κείτονταν νεκροί. Δύο είχαν μαχαιρωθεί έως θανάτου από βουδιστές χωρικούς. Τους υπόλοιπους τους είχαν εκτελέσει άντρες του στρατού της Μιανμάρ, διηγήθηκαν δύο από τους χωρικούς που είχαν σκάψει τον μαζικό τάφο. ''''Ένας τάφος για δέκα ανθρώπους'''', είπε ο Σόε Τσόι, απόστρατος αξιωματικός, βουδιστής και κάτοικος του Ιν Ντιν και ο ίδιος. Ο 55χρονος, ο οποίος είχε βοηθήσει στο σκάψιμο, ήταν μάρτυρας της μαζικής δολοφονίας. Οι στρατιώτες πυροβόλησαν κάθε άντρα δύο και τρεις φορές, είπε. ''''Καθώς τους έθαβαν, κάποιοι έβγαζαν ακόμη ήχους. Άλλοι ήταν ήδη νεκροί''''. Οι δολοφονίες στο παραθαλάσσιο χωριό του Ιν Ντιν σηματοδοτούν ακόμη ένα επεισόδιο στην επιχείρηση εθνοκάθαρσης που σαρώνει τη βόρεια επαρχία Ραχίν, στα δυτικά σύνορα της Μιανμάρ».
Το ρεπορτάζ του Ρόιτερ προκαλεί θύελλα αντιδράσεων σε μια κοινωνία εντελώς άμαθη στην ερευνητική δημοσιογραφία. Η αποκάλυψη για τον φόνο των δέκα ξυπνάει την οργή μεγάλης μερίδας των πολιτών. Οχι όμως για τον λόγο που θα περίμενε κανείς. Αλλά διότι ο ρατσισμός και το μίσος κατά των Ροχίνγκια δεν είναι υπόθεση αποκλειστικά του στρατού. Σε μια χώρα όπου η πλειοψηφία ασπάζεται τον βουδισμό, οι δύο δημοσιογράφοι, βουδιστές και οι ίδιοι, θεωρήθηκαν προδότες. Ενώ βρίσκονταν στην ίδια φυλακή όπου χρόνια νωρίτερα κρατούνταν η Αούγκ Σαν Σου Κι περιμένοντας να αρχίσει η δίκη τους, η σελίδα που είχε φτιάξει στο Facebook το Ρόιτερ ζητώντας την απελευθέρωσή τους γέμισε από μηνύματα μίσους που ζητούσαν έως και την καταδίκη τους σε θάνατο.
Τον Απρίλιο, ο αξιωματικός Μόε Γιαν Ναΐγκ, ένας από τους αστυνομικούς που είναι μάρτυρες κατηγορίας, καταθέτει ότι ο προϊστάμενός του είχε δώσει οδηγίες να παραδώσουν δήθεν απόρρητα έγγραφα στον Γουά Λονέ και με αυτά επάνω του να τον συλλάβουν. Εννέα μέρες μετά την κατάθεσή του, στον αξιωματικό επιβάλλεται ποινή φυλάκισης ενός έτους για πειθαρχικό παράπτωμα. Στο μεταξύ, τα Ηνωμένα Έθνη ζητούν επισήμως την απελευθέρωση των δύο. Ο πρόεδρος της Μιανμάρ ανακοινώνει την αμνήστευση 8.000 κρατουμένων. Οι δύο δημοσιογράφοι δεν είναι ανάμεσά τους.
Καταδίκη 7 ετών
Η δίκη αρχίζει τελικά στις 9 του περασμένου Ιουλίου. Κατηγορούνται για παραβίαση του νόμου περί απορρήτου, που παραμένει απαράλλακτος από την εποχή της αποικιοκρατίας. Οι κατηγορούμενοι δηλώνουν αθώοι. Ο Γουά Λονέ λέει ότι δεν είχε καν χρόνο να δίνει τα έγγραφα που του παρέδωσαν οι στρατιωτικοί. Καταθέτει, επίσης, ότι στη διάρκεια των ανακρίσεων οι αστυνομικοί τους επέβαλαν στέρηση ύπνου. Ενώ όλες οι ερωτήσεις που τους έκαναν είχαν σχέση με το ρεπορτάζ τους για τη σφαγή και όχι με τα επίμαχα έγγραφα.
Στις 10 Αυγούστου, η σύζυγος του Γουά Λονέ φέρνει στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, ένα κοριτσάκι. Στις 2 Σεπτεμβρίου το δικαστήριο κρίνει ένοχους τους δύο δημοσιογράφους και τους καταδικάζει σε επτά χρόνια φυλάκιση. Η απόφαση προκαλεί τη διεθνή κατακραυγή. Μάταια, όμως. Και η Αούγκ Σαν Σου Κι; Δεν θα αφήσει κανένα περιθώριο αμφιβολίας ως προς την πλευρά που επιλέγει. «Η καταδίκη τους δεν έχει καμία σχέση με την ελευθερία του Τύπου», δηλώνει. «Δεν καταδικάστηκαν για τη δημοσιογραφική εργασία τους, αλλά διότι αποκάλυψαν κρατικά μυστικά».