Της Κατερίνας Οικονομάκου
Στις 09.42 η Μπεάτε Τσέπε μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου ντυμένη στα μαύρα, με ένα χρωματιστό μαντήλι γύρω από τον λαιμό της, χαμογελαστή. Η 44χρονη γυναίκα, από τα πιο σκοτεινά πρόσωπα στην ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας, είναι η αρνητική πρωταγωνίστρια μιας υπόθεσης που συγκλόνισε τη χώρα. Η δίκη της, η «δίκη του αιώνα», όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται, κράτησε πέντε χρόνια. Το πρωί της 11ης Ιουλίου, ολόκληρη η Γερμανία περίμενε με κομμένη την ανάσα την ετυμηγορία των δικαστών.
Και η αυλαία έπεσε: Η Τσέπε κρίθηκε ένοχη για τη δολοφονία δέκα ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και ενός Ελληνα, και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Οι συγκατηγορούμενοί της καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από δύο έως δέκα χρόνια. Ενώ όμως η δίκη ολοκληρώθηκε, παραμένουν ανοιχτά πολλά ερωτήματα γύρω από την πολύχρονη, δολοφονική δράση του νεοναζιστικού πυρήνα NSU, μέλος του οποίου ήταν αυτή η γυναίκα που έως το τέλος επέμενε, καθόλου πειστικά, να το αρνείται. Η ιστορία της πηγαίνει πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αλλά η δολοφονική δράση τους επρόκειτο να αρχίσει στο γύρισμα του αιώνα.
Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 2005, ο Θεόδωρος Βουλγαρίδης έπεφτε νεκρός με τρεις σφαίρες στο κεφάλι. Αγνωστοι τον είχαν σημαδέψει με ένα τσέχικο Ceska 83 μέσα στο κατάστημά του. Στον αριθμό 4 της οδού Τράπεντροϊ, ο Ελληνας μετανάστης και ο Γερμανός συνέταιρός του είχαν πρόσφατα ανοίξει κλειδαράδικο. Λίγες ημέρες νωρίτερα ο Βουλγαρίδης έκλεινε τα 41. Θα περνούσαν έξι χρόνια προτού αποκαλυφθεί η αλήθεια για τη δολοφονία του. Ο Βουλγαρίδης, ο οποίος είχε φτάσει επτά ετών στο Μόναχο από τις Σέρρες, ήταν ένας από τα δέκα θύματα μιας νεοναζιστικής οργάνωσης που δρούσε ανενόχλητη επί 13 χρόνια. Αυτό ήταν από μόνο του σκάνδαλο. Ειδικά στη Γερμανία. Από τα δέκα θύματα της οργάνωσης NSU, ο Βουλγαρίδης ήταν ο μοναδικός Ελληνας. Οκτώ από τους νεκρούς ήταν Τούρκοι μετανάστες, ενώ μία ήταν Γερμανίδα αστυνομικός. Ολες οι δολοφονίες τελέστηκαν μεταξύ 2000 και 2007.
Γιατί χρειάστηκε να φτάσει το 2011 για να έρθουν στο φως οι ένοχοι; Η γερμανική αστυνομία, αλλά και η Υπηρεσία για την Προστασία του Συντάγματος, που είχε πράκτορες στον χώρο των νεοναζί και μάλιστα στο ευρύτερο περιβάλλον της συγκεκριμένης τρομοκρατικής οργάνωσης, δεν έχουν έως σήμερα δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις. Παραιτήσεις βαρύγδουπες υπήρξαν, αλλά στο μεταξύ οι οικογένειες των θυμάτων δεν έχουν λάβει επαρκείς εξηγήσεις για την επιπλέον οδύνη που βίωσαν, εξαιτίας ακριβώς των γερμανικών αρχών.
Επί χρόνια, η αστυνομία είχε αποφασίσει ότι για τα εγκλήματα ευθύνεται η τουρκική μαφία, σπιλώνοντας τη μνήμη των θυμάτων με εικασίες γύρω από συμμετοχή τους σε εγκληματικά κυκλώματα. Ανακρίνοντας, ξανά και ξανά, την πρώην σύζυγο, τις δύο κόρες και τον αδελφό τού Βουλγαρίδη, οι αστυνομικοί ρωτούσαν να μάθουν αν το θύμα είχε σχέσεις με κυκλώματα ναρκωτικών και πορνείας, αν ανακατευόταν με εμπόριο όπλων, αν ήταν τζογαδόρος. Το γεγονός ότι ήταν ο έβδομος νεκρός, από το ίδιο όπλο, με μεταναστευτικό υπόβαθρο, δεν έδειχνε να χτυπάει το καμπανάκι ότι εδώ είχαν να κάνουν με ρατσιστικό κίνητρο. Και στα μέσα ενημέρωσης, ο λόγος ήταν για τα «εγκλήματα του ντόνερ». Η είδηση της δολοφονίας του Βουλγαρίδη στην «Bild» είχε τίτλο «Τα ίχνη οδηγούν στην Κωνσταντινούπολη».
Η τυχαία αποκάλυψη
Στις 4 Νοεμβρίου 2011, δύο άνδρες επιχειρούν να ληστέψουν μια τράπεζα στο Αϊζεναχ της Ανατολικής Γερμανία. Θα αποτύχουν. Οι αστυνομικοί περικυκλώνουν το τροχόσπιτο στο οποίο έχουν καταφύγει. Εκεί ο ένας από τους δύο πυροβολεί και σκοτώνει τον σύντροφό του, προτού βάλει φωτιά στο όχημα και αυτοκτονήσει. Τα πτώματα αναγνωρίζονται: πρόκειται για τους Ούβε Μούντλος και Ούβε Μπένχαρντ, γνωστούς για τη συμμετοχή τους στη σκηνή των νεοναζί της Θουριγγίας, ήδη από τη δεκαετία του 1990. Ανάμεσα στα αποκαΐδια, θα βρεθεί το υπηρεσιακό περίστροφο της αστυνομικού Μιχέλε Κίζεβετερ, που είχε δολοφονηθεί το 2007 στο Χάιλμπρον.
Λίγο αργότερα, σε ένα άλλο σημείο της χώρας, στο Τσβίκαου της Σαξονίας, σημειώνεται έκρηξη στον αριθμό 26 της οδού Φρίλιγκ. Εκεί είναι το σπίτι όπου οι δύο νεκροί ληστές μοιράζονταν με μια γυναίκα. Ολα δείχνουν ότι εκείνη προκάλεσε την έκρηξη, προκειμένου να καταστρέψει ενοχοποιητικά στοιχεία. Αλλά για ποιο έγκλημα; Στις 8 Νοεμβρίου η γυναίκα της οδού Φρίλιγκ παραδίδεται στην αστυνομία. Γεννημένη το 1974 στην Ιένα της Θουριγγίας -τότε στην Ανατολική Γερμανία- η Μπεάτε Τσέπε είναι κόρη μιας Γερμανίδας και ενός Ρουμάνου.
Στα ερείπια του σπιτιού θα βρεθούν τα όπλα με τα οποία δολοφονήθηκαν οι εννέα μετανάστες και η αστυνομικός. Θα βρεθεί επίσης ένα βίντεο 15 λεπτών, με το οποίο την ευθύνη για τις δολοφονίες αναλαμβάνει η οργάνωση NSU (Nationalsozialistische Untergrund). Πρόκειται για την τρομοκρατική οργάνωση που έχουν συστήσει οι νεκροί πια νεοναζί, περνώντας το 1998 στην παρανομία. Ενα ντόμινο αποκαλύψεων γύρω από την πολύχρονη δράση τους θα συγκλονίσει τη χώρα.
Στις 29 Νοεμβρίου, συλλαμβάνεται ο Ραλφ Βόλεμπεν, διαβόητος νεοναζί στο κρατίδιο της Θουριγγίας. Υπάρχουν στοιχεία ότι παρείχε βοήθεια στους τρεις του NSU. Mαζί με τους Μπένχαρντ, Μούντλος και Τσέπε, ήταν ήδη από το 1990 μέλoς της διαβόητης νεοναζιστικής ομάδας Thuringer Heimatschutz, που είχε δεσμούς με το ακροδεξιό κόμμα NPD. Ο Βόλεμπεν έμελλε στην πορεία να ενταχθεί στις τάξεις του, να ανέλθει στην ιεραρχία και να κατέβει επανειλημμένα υποψήφιος σε εκλογές στην Θουριγγία.
Στη δίκη
Η δίκη της Μπεάτε Τσέπε άρχισε στο Μόναχο, στις 6 Μαΐου 2013. Ο εισαγγελέας τής απηύθυνε κατηγορίες για συνέργεια σε δέκα δολοφονίες με ρατσιστικό κίνητρο, δύο βομβιστικές επιθέσεις, 15 ληστείες, σύσταση και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Μαζί της στο εδώλιο κάθεται ο Ραλφ Βόλεμπεν, ο οποίος φέρεται να προμήθευσε το Ceska 83 στους δύο νεοναζί, ο Κάρστεν Σούλτσε -ο μόνος που έχει ομολογήσει και εμφανίζεται μετανοημένος- καθώς και οι Χόλγκερ Γκέρλαχ και Αντρέ Εμιγκερ, οι οποίοι φέρεται να προμήθευαν τα μέλη του NSU με πλαστά έγγραφα.
Από την πρώτη στιγμή, η Μπεάτε Τσέπε αρνιόταν πεισματικά να μιλήσει. Οταν τον Δεκέμβριο του 2015 αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή της, το έκανε μέσω γραπτής δήλωσης που διάβασε ο συνήγορός της. Και το έκανε για να αρνηθεί ότι ήταν μέλος του NSU, ότι συμμετείχε ή γνώριζε κάτι για τις δολοφονίες. Για την ακρίβεια, παρουσιάστηκε ως θύμα των δύο ανδρών, που την κρατούσαν σχεδόν σε ομηρεία. Η ευθύνη της, λοιπόν, περιοριζόταν στη σχέση της μαζί τους, ως ομοϊδεάτισσας. Πώς θα μπορούσε να είναι έτσι; Η Τσέπε ήταν σύντροφος των δύο ανδρών από τις αρχές του 1990.
Είναι μάλλον απίθανο ότι μετά την καταδίκη της, η Τσέπε θα θελήσει να πει όσα γνωρίζει γύρω από όσους συνέδραμαν τους τρεις τα χρόνια που ζούσαν στην παρανομία. Εικάζεται ότι πρόκειται για ένα δίκτυο από 100 έως 200 ανθρώπους, σε όλη τη χώρα. Ανάμεσά τους και εργαζόμενοι στις μυστικές υπηρεσίες. Τι τους παρείχαν; Οπλα, εκρηκτικά, πλαστογραφημένα έγγραφα, διαμερίσματα. Ο,τι χρειάζεται μια τρομοκρατική οργάνωση για να διατηρείται ενεργή.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 12 Ιουλίου