Του Γιάννη Ματζίκου *
Σχεδόν τρία χρόνια μετά την κατάργηση της πολιτικής του ενός παιδιού, η κυβέρνηση της Κίνας θέλει να ενθαρρύνει τα ζευγάρια να αποκτήσουν ακόμη περισσότερα παιδιά, όμως σκοντάφτει στο παρελθόν που η ίδια δημιούργησε. Η πρώτη απόφαση για την κατάργηση της πολιτικής του ενός παιδιού στην Κίνα ελήφθη το 2015.
Όλα ξεκίνησαν όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ), αποφασισμένο να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη, έκρινε ότι η απάντηση ήταν ο έλεγχος του πληθυσμού. Λίγους μήνες λοιπόν μετά την επίσκεψη του αξιωματούχου του ΚΚ Κίνας Σονγκ Τζιαν στην Ευρώπη και την επαφή του με «δεξαμενές σκέψης» (think tanks), το 1979 υιοθετήθηκε η εν λόγω πολιτική.
Τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν από το υπουργείο Υγείας της Κίνας το 2013 δείχνουν ότι από το 1971 έως το 2012 έγιναν 336 εκατομμύρια εκτρώσεις σε νόμιμες εγκαταστάσεις. (Παρότι η πολιτική του ενός παιδιού δεν υιοθετήθηκε πριν από το 1979, τότε ίσχυαν άλλες πολιτικές οικογενειακού προγραμματισμού) Λίγο μετά την εφαρμογή της, επιτράπηκε στα ζευγάρια που ζούσαν στην ύπαιθρο, μακριά από τα αστικά κέντρα, να αποκτούν δύο παιδιά, εφόσον όμως το πρώτο παιδί ήταν κορίτσι.
Επίσης, περισσότερα του ενός παιδιά επιτράπηκε να έχουν οικογένειες που ανήκαν σε εθνικές μειονότητες. Όσα ζευγάρια παραβίαζαν τον νόμο του ενός παιδιού καλούνταν να καταβάλουν τσουχτερά πρόστιμα ανάλογα με το εισόδημά τους, αν και σε κάποιες περιπτώσεις αγροτικές οικογένειες είδαν το βιος τους, χοίρους και όρνιθες, να κατάσχεται.
«Στρατιές από γεροντοπαλίκαρα»
Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, η πολιτική αυτή είχε μακροπρόθεσμες δημογραφικές συνέπειες για τη χώρα. Πρώτη απ'' όλες, οι «στρατιές» από μοναχοπαίδια-αγόρια για περίπου 150 εκατομμύρια οικογένειες. Τα παιδιά αυτά, επίκεντρο της ζωής των γονιών και πολλές φορές και των παππούδων τους, συνηθισμένα να αποκτούν ό,τι ζητούν και να ικανοποιείται κάθε επιθυμία τους, έχουν αναπτύξει σχέση απόλυτης εξάρτησης από την οικογένειά τους και ελάχιστη δυνατότητα αυτενέργειας.
Το 2013, ο αριθμός των αγοριών 0-24 ετών ξεπερνούσε εκείνον των κοριτσιών κατά 23 εκατομμύρια, κάτι που σημαίνει ότι πάνω από 20 εκατομμύρια νεαροί άνδρες στο μέλλον δεν θα βρίσκουν συντρόφους. Για τον λόγο αυτό, οι Κινέζοι στρέφονται προς αναζήτηση νύφης από τα πέριξ. Βιετνάμ, Ρωσία και άλλες χώρες της Ασίας βρίσκονται στις προτιμήσεις των μοναχικών Κινέζων.
Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που εξαρθρώνονται κυκλώματα που εισάγουν παράνομα νύφες από το Βιετνάμ. Το 2012, για παράδειγμα, περίπου 100 γυναίκες από την εν λόγω χώρα πωλούνταν προς 40.000 γουάν (περίπου 5.110 ευρώ) η καθεμία, σύμφωνα με την κινεζική αστυνομία.
Σε ορισμένες περιοχές μάλιστα, όπως τη Σαντόγκ, υπάρχει η ημιεπίσημη πρακτική να δίνονται χρήματα για μια νύφη -το 2017 δημοσίευμα του «Economist» έκανε λόγο για 40.000-50.000 γουάν ανά νύφη. Οι ακόμη πλουσιότεροι Κινέζοι ταξιδεύουν στη Ρωσία για να διαλέξουν οι ίδιοι μέσω γραφείων συνοικεσίων που έχουν ανοίξει ειδικά γι'' αυτόν τον σκοπό!
Η ανάγκη να βρουν οι Κινέζοι άνδρες γυναικά είναι επιτακτική αν αναλογιστούμε ότι σιγά σιγά η γενεά της πολιτικής του ενός παιδιού γερνάει -προσθέτοντας 10 εκατομμύρια συνταξιούχους ετησίως- δημιουργώντας υπέρογκες δαπάνες για τη συντήρηση πολλών εξ αυτών, κυρίως για συντάξεις και προγράμματα υγειονομικής περίθαλψης.
Πολλοί προβληματίζονται επίσης για το γεγονός ότι το πρώτο διάστημα μετά την εφαρμογή του νέου μέτρου «των παιδιών χωρίς περιορισμούς», τα νεαρά τέκνα των Κινέζων, μέχρι να εισέλθουν στην αγορά εργασίας μετά από 20 και πλέον χρόνια, θα αυξήσουν προσωρινά το ποσοστό του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αυξάνοντας περαιτέρω τις πιέσεις στα δημόσια οικονομικά της Κίνας.
Ο πελαργός δεν έρχεται...
Ο τερματισμός της πολιτικής του ενός παιδιού με στόχο την αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού δεν φαίνεται να αποδίδει, αφού ο πελαργός δεν καταφθάνει. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει η Εθνική Επιτροπή Υγείας και Οικογενειακού Σχεδιασμού της Κίνας. Το 2016 γεννήθηκαν 18,46 εκατομμύρια μωρά σε κινεζικά νοσοκομεία, ο μεγαλύτερος αριθμός γεννήσεων από το 2001, αυξημένος κατά 1,31 εκατομμύριο σε σχέση με το 2015.
Την πρώτη χρονιά μετά το τέλος της πολιτικής του ενός παιδιού, πάνω από το 45% των νέων γεννήσεων αφορούσε δεύτερο παιδί. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο κατά 10% από το 2013, όταν επετράπη στα ζευγάρια να αποκτούν δεύτερο παιδί, εάν κάποιος από τους δύο γονείς ήταν μοναχοπαίδι.
Ωστόσο, η αύξηση των νεογέννητων μετά τη στροφή της Κίνας στην πολιτική των δύο παιδιών δεν είναι ικανοποιητική, σύμφωνα με τον δημογράφο Χουάνγκ Γουεντσένγκ. «Εχει εξασθενήσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων να μεγαλώσουν τις οικογένειές τους», δήλωσε.
Σύμφωνα με έρευνα της NHFPC, η πλειονότητα των οικογενειών δεν εξέφρασαν επιθυμία να αποκτήσουν δεύτερο παιδί, επειδή ανησυχούν για τα οικονομικά τους και για τη φροντίδα των παιδιών. Η έρευνα έδειξε ότι οι δαπάνες για τα παιδιά αντιστοιχούν σχεδόν στο 50% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των κινέζικων νοικοκυριών.
Μόνο το 4% των μωρών, ηλικίας κάτω των 3 ετών, γεννήθηκαν σε ειδικά ιδρύματα, σε σύγκριση με το 50% στις ανεπτυγμένες χώρες, σημείωσε η έρευνα, προσθέτοντας ότι έπαιξαν τον ρόλο τους και η άνοδος των τιμών των κατοικιών, καθώς και η διακριτική μεταχείριση εις βάρος των γυναικών που παίρνουν άδεια μητρότητας.
Για να αυξηθεί το ποσοστό γεννήσεων στην Κίνα, η κυβέρνηση πρέπει να λάβει μέτρα στήριξης ώστε να διασφαλίσει ότι οι πολίτες μπορούν να τα καταφέρουν να αναθρέφουν περισσότερα παιδιά, δήλωσε ο Λου Τζιεχουά, κοινωνιολόγος στο πανεπιστήμιο του Πεκίνου. Η κεντρική κυβέρνηση έχει κάνει ήδη προσπάθειες για να κατανείμει καλύτερα τους δημόσιους πόρους, ώστε να αποκριθεί στις ανησυχίες των ζευγαριών.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 22ης Αυγούστου