Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη
Το μοναδικό λάθος του Οδυσσέα Ελύτη, ίσως, ήταν ο αφορισμός «είναι διγαμία ν'' αγαπάς και να ονειρεύεσαι». Και ο Πάουλο Κοέλιο δεν είχε απόλυτο δίκαιο όταν είπε «οι άνθρωποι περισσότερο ονειρεύονται ότι επιστρέφουν παρά ότι φεύγουν».
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι για όλα υπάρχει εξαίρεση. Όχι μόνο για τους κανόνες, αλλά ως έμπρακτο αποτύπωμα του εξαιρετικού. Του ξεχωριστού. Αυτού που πολλοί επικαλούνται ως στόχευση, ελάχιστοι την υλοποιούν και ακόμα λιγότεροι την ολοκληρώνουν. Γιατί, πόσοι άραγε στ' αλήθεια, κάνουν τη ζωή τους ένα όνειρο και το όνειρό τους πραγματικότητα; Πόσοι ζουν την πιο αληθινή ζωή βυθισμένοι στα όνειρά τους ξύπνιοι; Ο Σ. Φρόιντ, ο άνθρωπος που έμεινε στην ιστορία της επιστήμης ως αυτός που ερμήνευσε καλύτερα τον ψυχικό μας κόσμο, δεν δίστασε να συμπεράνει ότι «τα πιο βαρυσήμαντα όνειρα είναι αυτά που φαίνονται τα πιο τρελά».
Περί τρέλας, ονείρου και πραγματικότητας, αγάπης και ταξιδιού σήμερα ο λόγος, λοιπόν, με την παρουσίαση των καλύτερων, ίσως, σύγχρονων, απλών εκπροσώπων αυτών των συνδυασμών που οι περισσότεροι «αναζητούν» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή κάνοντας zapping από τον καναπέ τους. Στον αντίποδα, η οικογένεια Zapp, μια οικογένεια κυριολεκτικά του δρόμου, μια οικογένεια που δημιουργήθηκε και μεγαλώνει κάνοντας τον γύρο του κόσμου, συνεχώς, εδώ και δεκαοκτώ χρόνια, μ'' ένα προπολεμικό αυτοκίνητο. Πραγματικά, όχι για τις ανάγκες κάποιας χολιγουντιανής υπερπαραγωγής.
Όλα ξεκίνησαν στην Αργεντινή. Ο Χέρμαν, γεννημένος στο Σαν Φρανσίσκο, αλλά μεγαλωμένος στο ράντσο του παππού του στη λατινοαμερικάνικη χώρα, στα δέκα του γνώρισε την κατά δύο χρόνια μικρότερή του Καντελάρια. Ο πρώτος έρωτας πέρασε την εφηβεία και, ύστερα από χρόνια, το 1996, μετουσιώθηκε σε γάμο.
«Ήμασταν ευτυχισμένοι, χωρίς να είμαστε, θέλαμε να φύγουμε! Να σταματήσουμε να βρίσκουμε δικαιολογίες προκειμένου να αναβάλουμε τα όνειρά μας. Να σταματήσουμε να φοβόμαστε. Θέλαμε παιδιά, αλλά συμφωνήσαμε να έρθουν μετά. Αποφασίσαμε να κάνουμε το πρώτο ταξίδι, από την Παταγονία μέχρι την Αλάσκα. Πήραμε το αμάξι του παππού, ένα Graham-Paige του 1928 -τον «Παππού» ή «Macondo Cambalache», όνομα από τον φανταστικό κόσμο του Γκαρσία Μαρκές, όπως ήταν πλέον το ψευδώνυμο του τετράτροχου συντρόφου τους- και τη συμβουλή του: Αν θέλετε να πάτε μακριά, να πηγαίνετε αργά». Έτσι κι αλλιώς, η αντίκα δεν πιάνει πάνω από 70 χιλιόμετρα την ώρα. Στην πορεία προέκυψε ότι το αυτοκίνητο αυτό αποτέλεσε και «κράχτη καλοσύνης», μιας και πολλοί τους δέχτηκαν γιατί «ένα τέτοιο αυτοκίνητο δεν μπορεί να το έχουν κακοί άνθρωποι».
Η πρώτη ημέρα, στις 25 Ιανουαρίου του 2000, ήταν η πιο δύσκολη, το άγνωστο ήταν μπροστά. Η πρώτη βλάβη έγερνε τη ζυγαριά προς το μέρος αυτών που προέβλεπαν «επιστροφή ύστερα από ένα διήμερο». Χάρη σε τρεις αγνώστους που τους βοήθησαν να την επιδιορθώσουν χωρίς να ζητήσουν «φράγκο» -«θέλουμε μόνο να γίνουμε κι εμείς μέρος του ονείρου σας» τους είπαν- ξεκίνησε το πρώτο «μπάρκο» προγραμματισμένο για έξι μήνες, με 3.000 δολάρια στην τσέπη, που τελείωσαν τους τέσσερις πρώτους μήνες. Κράτησε τέσσερα χρόνια!
Επέστρεψαν και συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να... ξαναφύγουν. Το όνειρό τους, η ζωή τους ήταν το ταξίδι και δεν έμειναν στα λόγια, ήθελαν να τη ζήσουν. Έκτοτε, επί δεκαοκτώ χρόνια ταξιδεύουν σε όλον τον κόσμο, στις πέντε ηπείρους. Μια απόσταση που ισοδυναμεί σχεδόν με αυτή από τη Γη ως το φεγγάρι. Με το ίδιο αυτοκίνητο. Τα τέσσερα παιδιά τους, ο Pampa, o Tehue, η Paloma και ο Wallaby, γεννήθηκαν σε διαφορετικές χώρες. Άλλο στη Βόρεια Καρολίνα, άλλο στον Καναδά, άλλο στη Λατινική Αμερική και άλλο στην Αυστραλία.
Οι Zapp κοιμούνται είτε μέσα στο αυτοκίνητο-σπίτι είτε σε μια τέντα γύρω από αυτό. Όμως, συνήθως, εννιά στις δέκα φορές φιλοξενούνται από άλλες οικογένειες στους εκάστοτε προορισμούς τους. «Στην αρχή όλοι μας έλεγαν θα σας κλέψουν, θα σας χτυπήσουν, θα σας σκοτώσουν. Κανείς δεν μας είπε, μην ανησυχείτε, πάντα κάπου θα υπάρχουν άνθρωποι για σας. Και όμως, αυτό συνέβη. Χιλιάδες άνθρωποι, κάθε θρησκείας, όλα αυτά τα χρόνια μάς προσφέρουν στέγη, τροφή, ακόμα και βενζίνη. Ο,τι πολυτιμότερο διαθέτουν, την περιουσία τους, που δεν είναι άλλη από την οικογένειά τους, τον θησαυρό τους, το σπίτι τους. Ακόμα κι όταν είχαν μόνο ένα δωμάτιο, όπως στο Περού. Ακόμα κι αν όταν είχαν ένα κομμάτι φαΐ, όπως στο Σουδάν. Κάποιοι, μάλιστα, απολογούνταν γι'' αυτό. Μας κάλεσαν σε πάρτι γενεθλίων, σε γάμους, μοιράστηκαν μαζί μας την ευτυχία τους».
Βεβαίως, όλα δεν έγιναν δωρεάν. Ήδη, από το πρώτο ταξίδι, η Καντελάρια άρχισε να ζωγραφίζει ακουαρέλες που απεικόνιζαν ταξιδιάρικα πουλιά και ο Χέρμαν τις έφτιαχνε τα κάδρα. Τα πουλούσαν. Ακολούθησαν τα βιβλία τους, το «Dream Chaser» («Κυνηγός του ονείρου») και το «Spark Your Dream» («Πυροδότησε, προκάλεσε το όνειρό σου») που έγιναν best seller. Εξάλλου, όπως συνηθίζει να λέει ο Χέρμαν, «όταν το όνειρό σου μετριέται σε χρήμα, τότε είναι ένα φτηνό όνειρο». Ασε που όταν δεν έχεις χρήματα, ανακαλύπτεις τον εαυτό σου, η ανάγκη μάς αποκαλύπτει τι είμαστε ικανοί να κάνουμε».
Τα παιδιά τους, πέρα από τα όσα τους διδάσκει η μητέρα τους, παρακολουθούν μαθήματα online και αποκτούν σχετικές πιστοποιήσεις. Το καλύτερο μάθημα όμως, όπως είναι φυσικό, είναι ότι έχουν τον κόσμο στα πόδια τους, βλέπουν, ακούν, οσφραίνονται, αγγίζουν, γεύονται πραγματικά. Στους αμμόλοφους της ερήμου, στη σαβάνα, στη γη των Μασάι, στο Σινικό Τείχος, στο Έβερεστ, στις Πυραμίδες, στη NASA. Τα καγκουρό, τις αρκούδες, τις διαφορετικές γλώσσες, τις κουζίνες, τις κουλτούρες. Τη φιλοξενία, το στρωμένο κρεβάτι, την ευγένεια των αγνώστων. Αυτό κι αν είναι γνώση, αυτό κι αν είναι καρτ ποστάλ.
Πολλοί ρωτούν πώς το κάνουν αυτό, πώς δεν κουράστηκαν. «Η απάντηση είναι πως εσείς δεν το κάνετε! Πώς να νιώσεις κουρασμένος όταν ξυπνάς κι έχεις δίπλα σου τους ανθρώπους που αγαπάς, όταν βλέπεις όλα αυτά τα όμορφα μέρη; Όταν συναντάς και συναναστρέφεσαι με τόσους ανθρώπους, ζεις την κάθε μέρα διαφορετικά, μαθαίνεις συνεχώς; Σταματούμε το ταξίδι μόνον όταν μας το ζητούν τα παιδιά. Είμαστε μαζί 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, κάθε μέρα, αποφασίζουμε όλοι μαζί, από την πιο μικρή λεπτομέρεια ως τον επόμενο προορισμό. Ζώντας προηγουμένως τη στιγμή. Και όλα αυτά από μόνα τους είναι πολύ σπάνια».
Τελικά, τι μένει από όλο αυτό; «Αν και οι άνθρωποι μοιάζουμε διαφορετικοί, προσευχόμαστε διαφορετικά, όλοι έχουμε το ίδιο όνειρο. Ένα σπίτι και κάποιον(α) να αγαπάμε. Τελικά, όλοι ίδιοι είμαστε. Το χαμόγελο είναι ο καλύτερος τρόπος επικοινωνίας». Και κάτι ακόμα: «Το νόημα της ζωής είναι η εκπλήρωση του ονείρου, τρελοί είναι όλοι όσοι δεν κάνουν το όνειρο πράξη κι αυτό που είναι όμορφο με τα όνειρο είναι το ίδιο το όνειρο, όχι το τέλος του. Η έκπληξη, το απρόσμενο, η εκτός πλάνου ευκαιρία. Η πρόκληση, αυτό που οι περισσότεροι αποκαλούν πρόβλημα, είναι ο καλύτερος τρόπος να βελτιωθεί κανείς. Πολύ περισσότερο που έχουμε μόνο ένα εισιτήριο για να δούμε την πιο ωραία παράσταση, εισιτήριο που μπορεί να λήξει, ανά πάσα στιγμή».