Της Κατερίνας Οικονομάκου
Το ραντεβού τους δόθηκε στο Grand Hotel της Βιέννης, ένα πρωινό του Οκτωβρίου του 2015. Από εκεί, θα μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν διακριτικά προς τους δρόμους πίσω από το ξενοδοχείο, για να καθίσουν σε ένα ήσυχο καφέ και να ξεκινήσουν μια συνέντευξη που έμελλε να διαρκέσει πέντε ολόκληρες ώρες. Θα ακολουθούσαν και άλλες. Ο ένας από τους δύο άνδρες σε εκείνο το βιεννέζικο καφέ ήταν ο Ρόμαν Ανίν, δημοσιογράφος της ανεξάρτητης ρωσικής εφημερίδας «Novaya Gazeta» και συνεργάτης της πλατφόρμας ερευνητικής δημοσιογραφίας OCCRP. Ο άλλος, ένας ψηλός 45άρης που φορούσε τζιν, μαύρο πουκάμισο και μαύρο δερμάτινο σακάκι, ήταν ο αρχηγός της πιο διαβόητης εγκληματικής συμμορίας της Ρωσίας. Ο Ασλάν Γκαγκίγεφ είχε δεχτεί να μιλήσει στον Ανίν, υπό τον όρο πως θα δημοσίευε την ιστορία του μόνο μετά τον θάνατό του. Ή αν κατέληγε μια μέρα στις ρωσικές φυλακές, πράγμα που για τον Γκαγκίγεφ ισοδυναμούσε έτσι κι αλλιώς με θάνατο.
Ο Γκαγκίγεφ είχε συλληφθεί το 2015 στην Αυστρία, μετά την οριστική διάλυση της συμμορίας του, αλλά είχε αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση. Την περίοδο που τον συνάντησε ο Ανίν, αγωνιζόταν να αποφύγει την έκδοσή του στη Ρωσία, όπου αντιμετώπιζε κατηγορίες για οργάνωση και συμμετοχή σε περισσότερες από 60 δολοφονίες, εκβιασμούς και λαθρεμπόριο όπλων. Στις 20 του περασμένου Ιουνίου έχασε οριστικά τη μάχη και εκδόθηκε στην πατρίδα του. Και ο Ρομάν Ανίν, τηρώντας τη συμφωνία τους, κάθισε να γράψει την ιστορία αυτού του άνδρα που ενσαρκώνει τη συμβιωτική σχέση ανάμεσα στις ρωσικές αρχές, την πολιτική και τον κόσμο του εγκλήματος. Ο Ασλάν Γκαγκίγεφ είχε χτίσει την καριέρα του πάνω στις σχέσεις του με τις υπηρεσίες ασφαλείας και τους πολιτικούς.
«Οι αστυνομικοί με αποκαλούν Τζάκο, αλλά πίσω στην πατρίδα όλοι με γνωρίζουν ως τον Μεγάλο Αδελφό», συστήνεται ο Γκαγκίγεφ στον Ανίν εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό. Λογικό, αφού η συμμορία του Οσετού είναι γνωστή ως η Οικογένεια. Τα περίπου 50 μέλη της αντιμετωπίζονταν για χρόνια ως η ελίτ στον χώρο του ρωσικού οργανωμένου εγκλήματος. Πολλοί από αυτούς, μάλιστα, αισθάνονταν σαν ένα είδος Ρομπέν των Δασών, γιατί διάλεγαν τα θύματά τους ανάμεσα σε πρόσωπα που ευθύνονταν για τα βάσανα των Οσετών. Πράγματι, πολλά από τα θύματά τους ήταν εγκληματίες και εκβιαστές. Πολλοί δεν ήταν, όμως.
Εκείνο που οι ρωσικές αρχές παρέλειπαν σταθερά να συμπεριλάβουν στις ανακοινώσεις τους προς τον Τύπο, όταν αναφέρονταν στην εγκληματική δράση του Γκαγκίγεφ, ήταν ο μεγάλος αριθμός των αστυνομικών που συμμετείχαν στη συμμορία του. Αλλά υπήρχε ακόμη μία λεπτομέρεια: Η Οικογένεια φαίνεται ότι χρωστούσε τα κεφάλαια που είχε στη διάθεσή της σε μια κρατική επιχείρηση. Πρόκειται για την FLK [Financial Leasing Company], η οποία υποτίθεται ότι είχε στόχο την ανάπτυξη της ρωσικής εμπορικής αεροπορίας. Από εκεί προέρχονταν και τα ποσά με τα οποία ο Γκαγκίγεφ εξηγούσε ότι είχε δωροδοκήσει δεκάδες πολιτικούς, αστυνομικούς, ακόμη και στρατιωτικούς.
Εκεί πατώντας ο Γκαγκίγεφ προσπάθησε, μάταια, να πείσει το αυστριακό δικαστήριο ότι η δίωξή του ήταν πολιτική. Γεννημένος σε οικογένεια Οσετών στη Γεωργία, ο Ασλάν Γκαγκίγεφ σπούδαζε στη Σχολή Μηχανικών της Μόσχας όταν το 1991 έρχεται στην εξουσία ο Ζβιάντ Γκαμσαχούρντια και ξεσπάει ο πρώτος πόλεμος της Νότιας Οσετίας. Ο Γκαγκίγεφ επιστρέφει εσπευσμένα στην πατρίδα του και παλεύει να φυγαδεύσει την οικογένειά του. «Συνολικά 40 ανθρώπους μάζεψα. Μας πήρε δύο εβδομάδες να φτάσουμε στη Ρωσία περπατώντας», λέει στον Ανίν. Όχι όλοι, όμως. Ο θείος του δολοφονείται. Και το παιδί της αδελφής του πεθαίνει στα χέρια του.
Αλλά εκείνο που θα σημαδέψει τον Γκαγκίγεφ είναι η σφαγή στο Μπεσλάν, όπου σχεδόν 400 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Τον Σεπτέμβριο του 2004, Τσετσένοι τρμοκράτες καταλαμβάνουν ένα δημοτικό σχολείο στη Βόρειο Οσετία και παίρνουν σε ομηρία περισσότερους από 1.000 ανθρώπους. Δύο μέρες αργότερα, άνδρες των ρωσικών δυνάμεων ασφαλείας εισβάλλουν στο σχολείο. Ένας από αυτούς, ήταν ο Ασλάν Γκαγκίγεφ. «Άρπαξα δυο παιδιά που έδειχναν εξουθενωμένα. Μου έπεσε το οπλοπολυβόλο, προσπάθησα να πιάσω ένα κοριτσάκι, δεν τα κατάφερα. Ακούγονταν παντού εκρήξεις, γύρω μου έπεφταν πυροβολισμοί κι εγώ προσπαθούσα να τραβήξω το παιδί, αλλά δεν τα κατάφερνα. Τότε πρόσεξα ότι η μικρή κρατούσε σφιχτά τη νεκρή μητέρα της. Χρειάστηκε να τις κουβαλήσω και τις δυο μαζί», είχε περιγράψει στους Αυστριακούς δικαστές.
Μετά το Μπεσλάν, ο Γκαγκίγεφ ήταν πια διάσημος μεταξύ των συμπατριωτών του. Αλλά έναν μήνα αργότερα συλλαμβάνεται. Ο λόγος; Οι αρχές στράφηκαν εναντίον του, όταν ο Γκακγίγεφ άρχισε να αναρωτιέται, επίμονα και μεγαλοφώνως, πού πήγαν τα περίπου 600 εκατομμύρια ευρώ που είχαν συγκεντρωθεί από δωρεές για τις οικογένειες των θυμάτων. Ήταν εκείνος, μάλιστα, που οργάνωσε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά του προέδρου της Βόρειας Οσετίας και των επικεφαλής των Ειδικών Δυνάμεων. Αμέσως μετά τη συγκέντρωση και ενώ είναι καθ'' οδόν για το σπίτι των γονιών του ένα τζιπ τού κλείνει τον δρόμο. Οι δύο μασκοφόροι που βγαίνουν από μέσα πυροβολούν στον αέρα, τον βάζουν με τη βία στο τζιπ και τον οδηγούν στο τοπικό παράρτημα της FSB [οι μυστικές υπηρεσίες].
Ο Γκαγκίγεφ θα βγει από εκεί πέντε μέρες αργότερα, έχοντας υποστεί βασανιστήρια. Θα τον οδηγήσουν στα σύνορα με τη Δημοκρατία της Καμπαρντίνο-Μπαλκάρια, όπου θα τον πετάξουν από το αυτοκίνητο, σε ημιθανή κατάσταση, ντυμένο μόνο με μια ρόμπα. Ο Οσετός θα επιβιώσει. Θα καταφέρει να ταξιδέψει, με άγνωστο τρόπο, στο Ισραήλ όπου ύστερα από αλλεπάλληλα χειρουργεία θα μπορέσει να σταθεί ξανά στα πόδια του. Ο λόγος που ο Γκαγκίγεφ αφηγείται την ιστορία είναι γιατί προσπαθεί να πείσει τους Αυστριακούς ότι αν τον στείλουν στη Ρωσία, τον περιμένουν πάλι βασανιστήρια, ίσως και ο θάνατος. Το αυστριακό δικαστήριο ζητάει να τον εξετάσει ειδικός. Αυτός θα επιβεβαιώσει ότι ο άνδρας είναι πράγματι θύμα βασανιστηρίων.
Μετά την επιστροφή του από το Ισραήλ, ο Γκαγκίγεφ μπαίνει με φόρα στον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος. Μαζί με έναν φίλο του από τα χρόνια του πανεπιστημίου, τον αρμενικής καταγωγής Σεργκέι Μπεγκλαριάν, θα ιδρύσουν την Οικογένειά τους. Τα μέλη της αλληλοστηρίζονται έως θανάτου. Οι εχθροί τους δολοφονούνται με τον πιο άγριο τρόπο. Αυτή η Οικογένεια είναι αιμοσταγής και αδίστακτη. Μέχρι που αρχίζουν να στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου. Και αυτό θα σημάνει το τέλος τους.
Για τον δημοσιογράφο της «Novaya Gazeta», στην ιστορία του Ασλάν Γκαγκίγεφ, την ιστορία της δημιουργίας, της ανόδου και της πτώσης αυτού του πάλαι ποτέ πανίσχυρου εγκληματία, διαβάζει κανείς ένα κεφάλαιο της ιστορίας της πατρίδας του.