Του Ανδρέα Μπελιμπασάκη
Πριν από 100 χρόνια, σε έναν άλλο κόσμο, τελείως διαφορετικό από τον σημερινό, όχι λιγότερο αιματηρό, εξίσου όμως συναρπαστικό, η Φρέγια Σταρκ, μια νεαρή Αγγλίδα, πάλευε να πείσει τους αρχισυντάκτες της «Bagdad Times» ότι τα γραπτά της δεν άξιζαν να καταχωνιάζονται σε διάφορες απίθανες γωνιές της εφημερίδας.
H αλήθεια είναι ότι όλοι ήταν απορροφημένοι από την εξέλιξη του Α'' Παγκοσμίου Πολέμου και τις δραματικές ανταποκρίσεις που έφταναν από τα μέτωπα της Ευρώπης. Δεν υπήρχε λοιπόν χρόνος και χώρος για τα -συχνά ασυνάρτητα, γεμάτα περιγραφές- ταξιδιωτικά κείμενα της Σταρκ που μιλούσαν με ενθουσιασμό για άγνωστες φυλές της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής με παράξενα έθιμα.
Τη δεκαετία του '20, όταν καθορίστηκαν τα ακριβή όρια του Ιράκ, βάσει των γεωστρατηγικών συμφερόντων της Αγγλίας, η Σταρκ παραιτήθηκε από συντάκτρια της «Bagdad Times» και ξεκίνησε να ταξιδεύει στο ανεξερεύνητο βόρειο Ιράκ, εμπνεόμενη από βιβλία εθνολόγων που μιλούσαν για μια μυστηριώδη φυλή, τους Γεζίντι, που οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των αιώνων. Ένα επικίνδυνο ταξίδι σε έναν άγνωστο κόσμο, χωρίς πρόσβαση και δρόμους, πάνω σε καμήλες και γαϊδούρια.
Η Φρέγια Σταρκ βρήκε τους Γεζίντι, «μπήκε» στον κόσμο τους και οι μοναδικές ταξιδιωτικές εμπειρίες της καταγράφηκαν στο κλασικό βιβλίο του 1932, «Η Φρέγια Σταρκ στο Ιράκ και στο Κουβέιτ». Η Σταρκ πέθανε σε ηλικία 100 ετών το 1993. Ο 20ός αιώνας την αναγνώρισε ως σπουδαία ταξιδιωτική συγγραφέα που με το κλασικό «αναρχοσυντηρητικό» χιούμορ και στυλ γραφής -που μόνο Εγγλέζοι μπορούν να έχουν- χάρισε στην παγκόσμια κοινότητα 24 βιβλία και εκατοντάδες άρθρα για την άγνωστη Μέση Ανατολή.
Πολλές δεκαετίες αργότερα, το 1965, μια Ελληνίδα συγγραφέας παθιασμένη με την αρχαιολογία, η Αύρα Ward, όταν ο άνδρας της, διευθυντικό στέλεχος της BP, μετατέθηκε στη Βαγδάτη, βρήκε την ευκαιρία να ταξιδέψει στο Βόρειο Ιράκ κοντά στα σύνορα με τη Συρία και να ανακαλύψει κι αυτή τους απρόσιτους Γεζίντι, με «διαβατήριο» τον καθηγητή Lenzen, ο οποίος ήταν γνωστός στους Κούρδους από τις ανασκαφές που έκανε στην περιοχή.
Η κυρία Ward στο ενδιαφέρον βιβλίο της «Γεζίντι, Κούρδοι λάτρεις του Αγγέλου-Παγονιού», που εκδόθηκε το 1997, δίνει σημαντικές πληροφορίες για την προβληματική επιβίωση της πιο «παράξενης» φυλής της Μέσης Ανατολής και διαπιστώνει ότι «η γη των Γεζίντι είναι απροσπέλαστη στους δυτικούς. Οι πράσινοι λόφοι του Κουρδιστάν κρύβουν τα μυστικά της φυλής από τα βλέμματα των βέβηλων, των απίστων, των αλλόθρησκων».
Ο διάβολος μέσα τους
Οι Γεζίντι είναι από τις πιο συκοφαντημένες εθνικές κοινότητες σε όλο τον κόσμο. Οι μουσουλμάνοι τους κατηγορούν ότι είναι αιμομίκτες, κλέφτες και βίαιους. Το χειρότερο όμως όλων, που εξάπτει τη φαντασία και αγριεύει τις διαθέσεις των μουσουλμάνων, είναι ότι οι Γεζίντι θεωρούνται οπαδοί του Σατανά. Πρόκειται για μια από τις πιο κυνηγημένες φυλές της ιστορίας που πολλοί προσπάθησαν να αφανίσουν ή να εκμεταλλευθούν πολιτικά. Οι Γεζίντι του Βορείου Ιράκ είναι μια ιδιαίτερη κοινότητα που στην πλειονότητά της είναι κουρδόφωνη.
Οι περισσότεροι Γεζίντι μιλάνε διάφορες παραλλαγές της βόρειας κουρδικής διαλέκτου Κουρμαντζί. Αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια για τους ιστορικούς και τους εθνολόγους. Πολλοί από τους γείτονές τους, βασιζόμενοι σε στοιχεία ορισμένων παλιών Ευρωπαίων εθνολόγων, επιμένουν ότι οι Γεζίντι είναι «οι πιο αυθεντικοί λάτρεις του Σατανά».
Η παραφιλολογία και το ενδιαφέρον για τους Γεζίντι πήρε τη μορφή παροξυσμού στη Δύση όταν ο Αντον Λαβέι έγραψε για αυτούς στη περίφημη «Σατανική Βίβλο» (κείμενο που επηρέασε έντονα την αμερικανική νεολαία στη δεκαετία του '60 και κύκλους του κινηματογραφικού Χόλιγουντ) ότι είναι το καθαρότερο δείγμα λαού που πιστεύει στον Σατανά. Οι μουσουλμάνοι αποστρέφονται τον όρο «Γεζίντ», τον ταυτίζουν με το απόλυτο κακό και αποφεύγουν να τον χρησιμοποιούν.
Η δοξασία αυτή αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο για μελετητές και ταξιδευτές να επισκεφθούν τους Γεζίντι -πριν από την έναρξη των πολέμων στη Συρία και το Ιράκ- λόγω της ιδιαίτερης έλξης που τους ασκεί η μυστικιστική τους πίστη. Ποια είναι η αλήθεια; Οι Γεζίντι δεν μιλάνε σχεδόν ποτέ για τη θρησκεία τους. Η πραγματικότητα είναι ότι για όλους τους Γεζίντι δεν υφίσταται κοινή θρησκεία, αν και αυτό μπορεί να ειπωθεί για όλες τις θρησκευτικές ομάδες του κόσμου, αλλά είναι κάτι που ισχύει περισσότερο για τους Γεζίντι.
Ο Αγγελος-Παγόνι
Σύμφωνα με την πίστη τους, ο Θεός δημιούργησε επτά αγγέλους. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο Μελέκ Ταούς. Του δόθηκε το όνομα Μελέκ Ταούς, ή Αγγελος-Παγόνι, ή Σεϊτάν, ή Εωσφόρος και λατρεύτηκε σε πολλούς μύθους, με πολλές οντολογικές διαμορφώσεις.
Τα «στραν», τα μακρόσυρτα λυπητερά τραγούδια-διηγήσεις που αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της συλλογικής μνήμης των Γεζίντι, λένε ότι «ο Θεός διέταξε τους αγγέλους να του φέρουν σκόνη από τη γη, ώστε να δημιουργήσει το σώμα του Αδάμ.
Τότε, τους είπε να προσκυνήσουν το δημιούργημά του. Ολοι το έκαναν, εκτός από τον «επαναστάτη άγγελο», ο οποίος είπε στον Θεό: «Πώς μπορώ να υποταχθώ σε ένα άλλο πλάσμα! Είμαι από τη λάμψη σου, το φως σου, ενώ ο Αδάμ φτιάχτηκε από χώμα». Τότε ο Θεός επαίνεσε τον Μελέκ Ταούς, τον έθεσε επικεφαλής όλων των αρχαγγέλων και του ανέθεσε τον γήινο κόσμο.
Στα τουρκικά, η λέξη «tavus» προέρχεται απευθείας από την αρχαιοελληνική «ταώς», που σημαίνει το ίδιο πράγμα: «παγόνι». Η λέξη «Μελέκ» προέρχεται από το εβραϊκό «Μάλλαχ» ή το αραβικό «Μάλακ», που σημαίνει «άγγελος» (ή και «βασιλιάς»). Ο Αγγελος-Παγόνι, που παριστάνεται φυσικά με τη μορφή παγονιού.
Η μοναχική «διαβολική» κοινότητα
Η κοινότητα των Γεζίντι δεν μοιάζει με καμία άλλη. Η θρησκεία και τα τελετουργικά τους είναι ένα μίγμα μουσουλμανικών και χριστιανικών προτύπων. Τρώνε χοιρινό κρέας, πίνουν κρασί, αποστρέφονται την περιτομή, επισκέπτονται ξυπόλυτοι τον ναό τους, έχουν ως θρησκευτικό σύμβολο το παγόνι, φορούν λευκά ρούχα (το χρώμα της θλίψης κατά τους Γεζίντι), θεωρούν πως στο κατώφλι των ναών βρίσκεται ο διάβολος, προσκυνούν το μαύρο φίδι που στολίζει την είσοδο του ναού και πιστεύουν στη μετενσάρκωση.
Στους Γεζίντι τα παραμύθια και οι τραγουδιστές διηγήσεις αρχίζουν με το «υπήρχε και δεν υπήρχε», κάτι σαν το δικό μας «μια φορά κι έναν καιρό», που δείχνει ότι η ιστορία αυτή είναι ίσως αληθινή, ίσως ψεύτικη ή ίσως και τα δύο. Το τέλος της φράσης συνοδεύεται από μία καθοδική μελωδική κίνηση, πτώση στην ένταση της φωνής, κάτι που δείχνει συναισθηματική φόρτιση και θα μπορούσε να σημαίνει: «Αχ, αλίμονο σε μένα!».
Χωρίς εκπαίδευση
Μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, οι περισσότεροι Γεζίντι αρνιόνταν να ενταχθούν σε οποιοδήποτε σύστημα στοιχειώδους εκπαίδευσης, θεωρώντας ότι οι παραδόσεις τους μπορούν να μεταδίδονται μόνο με τα τραγούδια (στραν), τα έθιμα και τις διηγήσεις τους. Ωστόσο, μια νέα γενιά «εγγράμματων» Γεζίντι, που ζει κυρίως στη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καταγράφει ιστορικές μαρτυρίες δοξασίες και μουσικές, ενώ προσπαθεί να πείσει τις εναπομείνασες κοινότητες στο Βόρειο Ιράκ και τη Συρία ότι είναι απαραίτητη η εκπαίδευση για να εξασφαλίσουν την πολιτισμική τους συνέχεια.
Ο σημερινός πληθυσμός τους είναι δύσκολο να υπολογισθεί. Πριν από τους πολέμους, στο Ιράκ και τη Συρία υπολογίζεται ότι περίπου 700.000 Γεζίντι ζούσαν σε αυτές τις περιοχές, ενώ κάποιες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι άλλοι 300.000 ζούσαν στο εξωτερικό, κυρίως Αρμενία, Γερμανία, ΗΠΑ, Αυστραλία κ.λπ.
Οι Γεζίντι ήταν σκληροί πολεμιστές, με εξαιρετική στρατιωτική οργάνωση και μεγάλη εμπειρία στο αντάρτικο. Στη μονίμως φλεγόμενη Μέση Ανατολή κατάφερναν σχεδόν πάντα ανά τους αιώνες να διατηρήσουν την τόσο ιδιαίτερη «μοναξιά» τους. Όλα ωστόσο άλλαξαν το 2014 με την επίθεση των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού κράτους».
Στις 3 Αυγούστου του 2014, οι τζιχαντιστές του ISIS εκτελούν έναν από τους πιο σημαντικούς στόχους της «θεόσταλτης» εντολής: Nα αφανίσουν διαπαντός από την «ιερά γη του Χαλιφάτου» τους Γεζίντι, τους αμετανόητους λάτρεις του Σατανά, τους χειρότερους των απίστων».
Η ανθρωπότητα γίνεται μάρτυρας μιας επίθεσης γενοκτονίας με βασικό σκοπό την εξαφάνιση μιας από τις παλαιότερες θρησκευτικές κοινότητες στον κόσμο. Οι Κούρδοι Πεσμεργκά, οι οποίοι μέχρι τότε υπερασπίζονταν τις περιοχές των Γεζίντι στο Βόρειο Ιράκ, αποχώρησαν.
Οι κοινότητες των Γεζίντι έμειναν εντελώς ανυπεράσπιστες, καθώς οι περισσότεροι στρατιώτες τους βρίσκονταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, πολεμώντας στα αχανή στρατιωτικά μέτωπα της Συρίας και του Ιράκ. Μένοντας χωρίς βοήθεια και άμυνα, η κοινότητα των Γιεζίντι υπέστη συστηματικές σφαγές, βιασμούς, βασανισμούς, εκτοπισμούς, δουλεμπόριο των κοριτσιών και των γυναικών.
Περισσότερες από πέντε χιλιάδες γυναίκες και παιδιά απήχθησαν και πουλήθηκαν σαν σκλάβοι κατά την επίθεση. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, χιλιάδες γυναίκες και έφηβες υπέστησαν φρικιαστική μεταχείριση στις περιοχές που κατείχε το «Ισλαμικό κράτος».
Μέχρι σήμερα ανακαλύφθηκαν 47 ομαδικοί τάφοι, ενώ 68 χώροι λατρείας τους καταστράφηκαν από τους τζιχαντιστές. Από τα συνολικά 550.000 μέλη της μειονότητας των Γεζίντι στο Ιράκ, 100.000 έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, ενώ άλλα 360.000 εκτοπίστηκαν και ζουν σήμερα στο ιρακινό Κουρδιστάν ή στη Συρία. Διασκορπισμένοι σε όλα τα σημεία του ορίζοντα, οι Γεζίντι βρίσκονται σήμερα στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας τους.
Από το Κουρδιστάν στον Όλυμπο
Το ατέλειωτο ταξίδι της προσφυγιάς έφερε το 2015 πολλούς Γεζίντι στην Ελλάδα, όπου βρήκαν καταφύγιο στην «αγκαλιά» του βουνού των θεών, στο κέντρο φιλοξενίας της Πέτρας Ολύμπου. Αργότερα, το 2016, μεταφέρθηκαν στο Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων στις Σέρρες. Υπολογίζεται ότι περίπου 1.000 Γεζίντι φιλοξενήθηκαν στην Ελλάδα την περίοδο 2015-2017.
Οι περισσότεροι από αυτούς ήδη βρίσκονται στη Γερμανία, ενώ οι λίγοι εναπομείναντες στις Σέρρες, όπως μας διαβεβαιώνουν οι τοπικές αρχές, είναι ιδιαίτερα φιλήσυχοι και μοναχικοί. Από το Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων στις Σέρρες πέρασε η γηραιότερη πρόσφυγας που βρέθηκε στη χώρα μας, η Γεζίντι Ζεριφά Μπαρακάτ, 116 χρόνων.
Την κουβάλησε από το Βόρειο Ιράκ στην πλάτη του ο γιος της. Η Ζεριφά κατάφερε τελικά να φτάσει στη Γερμανία πέρσι και να συναντήσει τους τρεις γιους της. Μια ιστορία που θυμίζει την οδύσσεια και τον αγώνα επιβίωσης της παράξενης αυτής φυλής του μακρινού Κουρδιστάν.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 86ο φύλλο του Φιλελεύθερου στις 26 Μαρτίου.