Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη
Τι κοινό έχει ο Μάουκας, του γνωστού παραδοσιακού τραγουδιού «Θα πάρω μια ψαρόβαρκα», με τον κροίσο βαρόνο Ντε Ρότσιλντ και τον γνωστό σχεδιαστή μόδας Ζιβανσί; Το «Κυρήνεια ΙΙ», το μοναδικό πιστό αντίγραφο του αρχαιότερου εμπορικού πλοίου στον κόσμο, με το αμερικανικό σχέδιο Μάρσαλ και την κινεζική Cosco; Η απάντηση θα μπορούσε να βρίσκεται στα λόγια της Κάρεν Μπλίξεν, συγγραφέα του «Πέρα από την Αφρική». Η θεραπεία για όλα είναι αλμυρό νερό: ιδρώτας, δάκρυα, ή η θάλασσα. Αλλά, αυτή βρίσκεται πιο κοντά, εδώ στο Πέραμα.
Σε μια ζωντανή όαση που «υδροδοτεί» επί τρεις γενιές την ελληνική ναυπηγική τέχνη, ο Μανώλης Ψαρρός κρατάει τα ηνία του ναυπηγείου που ίδρυσε ο συνονόματος παππούς του, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ναυπηγείου που, ακόμα, φέρει το όνομα του πατέρα του Γιώργου, του τελευταίου μεγάλου καραβομαραγκού. Τι κι αν αυτός έφυγε, εδώ και χρόνια απ'' τη ζωή.
Μας μιλάει για τα πρώτα χρόνια. Οταν, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι δικοί του, από τη Σύμη -το νησί του Νηρέα, των ναυπηγών της «Αργούς», των ταχυδρομικών σκαριών των βυζαντινών και αργότερα οθωμανικών στόλων, των καλύτερων σφουγγαράδων του κόσμου, αλλά και των «συντροφάτων», των πρώτων ναυτιλιακών συνεταιρισμών- έφταναν στο Πέραμα. Εκεί, πάνω στο χώμα και κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο, ο μαστρο-Γιώργης μαθαίνει την τέχνη από τον πατέρα του Μανώλη. Πιάνεται στη δουλειά με πείσμα, στην αρχή στο πριόνι.
Μετά τον Πόλεμο, έρχεται το Σχέδιο Μάρσαλ. Οι Αμερικανοί, κατακαλόκαιρο, ψάχνουν τον ήδη φημισμένο μάστορα. Τον... διευθυντή της εταιρείας. Αντικρίζουν έναν ηλιοκαμένο με μάλλινη φανέλα και μάλλινο ζωνάρι, που «του κρατά τη μέση», κι ένα σκεπάρνι στο χέρι. Οταν τους δείχνει τη «σάλα» με τους νομείς, καθώς «έχτιζαν» τα σκαριά σε φυσικό μέγεθος, και τους λέει ότι έχει τελειώσει την Γ'' Δημοτικού, σηκώνονται όρθιοι για να τον τιμήσουν και για να καταπιούν την τεράστια έκπληξη που προκαλεί το πρωτόγνωρο του... αγράμματου μεγαλείου και το «λεζάρισμα» των στρωτών γραμμών. Του προτείνουν να φύγει στην Αμερική αλλά -τι τα θες- η γυναίκα του δεν το συζητά. Ο ρόλος της δεν περιοριζόταν στους καταπληκτικούς μεζέδες που τράταρε, εκεί δίπλα στην κουζίνα, σχεδόν κάθε απόγευμα, γνωστούς και φίλους που τα «κουτσοπίνανε», μεράκλωναν κι έφερναν και καμιά στροφή, μετά τη δουλειά. Οπως έκανε κι ο ονομαστός Μάουκας, που χόρευε «πετώντας» πάνω στα δυο πόδια της καρέκλας του, πριν επιστρέψει στην Πάρο, με το νεότευκτο τρεχαντήρι του, το ομορφότερο όλων, που άφησε άφωνους τους συντοπίτες του κι έμεινε στην ιστορία με το γνωστό παραδοσιακό, που όλοι σιγοτραγουδήσαμε σε κάποια στιγμή χαράς μας. Τρεχαντήρι με την υπογραφή του μαστρο-Γιώργη Ψαρρού.
Οι δουλειές πάνε πρίμα. Διότι κρατάνε όλη μέρα. Οχι μόνο λόγω όγκου δουλειάς -χρονιές που δουλεύονται ταυτόχρονα έως και εφτά εικοσιπεντάμετρα, που κανονικά ήθελαν πάνω από πέντε χρόνια για να γίνουν- αλλά και λόγω άποψης για τη δουλειά. Κουβαλούσαν τα ξύλα στην πλάτη. Δεν είχαν ρολόι, ούτε το κοίταξαν ποτέ. Αρμαδόροι, πανάδες, καλαφάτες, σταμάταγαν μόνο για φαγητό. Δεν υπήρχαν συμβόλαια, μόνον ο λόγος. Κι ο σεβασμός περίσσευε. Φτάνοντας στο σημείο το τσιγάρο, που απαγορευόταν μπροστά στον μάστορα, να «καίγεται» στην κρυμμένη παλάμη, όταν αυτός σε ζητούσε απροειδοποίητα.
Κι έτσι, η φήμη πλέει σ'' ανοιχτές θάλασσες. Οπως η δουλειά, απλώνεται από την Ανατολή ώς τη Δύση. Με το σκεπάρνι να περνά άκοπα στα χέρια του πλοιοκτήτη, με τρεις σταυρούς κι ένα... καημένο κόκορα να συνοδεύουν την καθέλκυση.
Οταν, στα κρυφά, ο Γ. Ψαρρός βοηθούσε αφιλοκερδώς να ξαναστηθούν στη Σύμη τα παλιά ναυπηγεία και να λειτουργήσει και πάλι ο συνεταιρισμός, στο Πέραμα φτάνει ο βαρόνος Ντε Ρότσιλντ. Ξέρει ότι ο αγράμματος Ελληνας δουλεύει τα χνάρια με μεράκι. «Με το μάτι και το μολύβι», αλλά χωρίς να χάνει πόντο, ευθυγραμμίζει θάλασσα κι ορίζοντα. Πάνω σε ροζιασμένο σκληρό πεύκο σαμιώτικο, με χυμούς που τρέχουν. Το ρετσίνι -που διώχνει τα σκουλήκια- κομμένο στην εποχή του, με φεγγάρι. Από ξυλοκόπους που ήξεραν τι σημαίνει ποδόσταμο και καρένα, και πόσα μέτρα χρειάζονται. Οχι σαν τώρα. Στην καθέλκυση γίνεται χαμός. Ο κόσμος, που από τότε παρακολουθούσε τα... κουτσομπολιά, στοιβαζόταν στα... λεωφορεία. Η Καλλιγά, που σχετιζόταν εκτός από το Λινοξυλάκη και με τον... διεθνή οίκο, μοίραζε μπίρες, μεζέδες και... λίρες. Και ο μεγαλοτραπεζίτης μεράκλωνε με ρεμπέτικα στην κοντινή ταβέρνα, μαζί με τους τεχνίτες της «Σαΐτας», του 24μετρου, αξίας 80 χιλιάδων δολαρίων, πλωτού παλατιού του. Δωρίζοντας στον πρωτομάστορα ένα ολόχρυσο ρολόι με το οικόσημό του, την κόκκινη ασπίδα. Σε μια προσπάθεια να «ισοφαρίσει» την αξία του χειροποίητου. Σκαρί που πέρασε αργότερα στα χέρια του μεγαλομόδιστρου Ζιβανσί, ο οποίος, κι αυτός, το ανακαίνισε με τη βοήθεια του γιου του μαστρο-Γιώργου, του Μανώλη Ψαρρού, ο οποίος σήμερα διευθύνει το ναυπηγείο.
Στον «καπετάνιο» εμπιστεύονται τις πλωτές περιουσίες τους τεράστια πορτοφόλια, ξένα κι ελληνικά. Οπως τότε, με την «Πανδώρα» του Λαιμού, τον «Αετό» του Λυκιαρδόπουλου, τη «Δόξα» του Δοξιάδη, τις «Αλκυονίδες» του Λάτση, την «Κίρκη» του Μπρούσκου, έτσι και τώρα με θαλαμηγούς που βρίσκονται στην παγκόσμια κορυφή. Κι όμως, χωρίς υπερβολή, αυτός έχει το «μαράζι» με τα παραδοσιακά καΐκια, που εδώ και χρόνια «σπάνε» με την επίφαση μιας κοινοτικής οδηγίας, στο όνομα -δήθεν- της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
«Είναι ντροπή. Χάνεται η ιστορία. Το κράτος αδιαφορεί, κοιτάνε τις επιδοτήσεις, τους ρόλους και τον χαβαλέ, και οι νέοι δεν θέλουν να δουλέψουν. Βλέπουν τα πράματα μέσα από το Google. Αντί η ναυπήγηση παραδοσιακών σκαφών να είναι από τα βασικά εργαλεία της τουριστικής μας βιομηχανίας, όπως κάνουν οι Τούρκοι -που από μας έμαθαν την τέχνη- κατακλύζοντας με τους στόλους καϊκιών τα νησιά μας, εμείς τσακωνόμαστε και ''''χτίζουμε'''' καφετέριες και μπαράκια στους ταρσανάδες. Αδιαφορώντας ακόμα και για την αποτύπωση των καϊκιών. Ηθελημένα αποκομμένοι από την παράδοση και την ιστορία. Γιατί να είναι μόνο τα κτίρια διατηρητέα;».
«Επρεπε να υπάρχει σχολή ναυπήγησης παραδοσιακών σκαφών και να δουλεύει ο Σκαραμαγκάς και τα ναυπηγεία. Να μαθαίνουν τα παιδιά, να γίνονται μάστορες. Οχι άνεργοι μπαλωματήδες. Ετσι θα έπεφτε και το κόστος. Ας βοηθήσουν και οι Κινέζοι της Cosco, να γίνει ένας στολίσκος με πρότυπα ξύλινα σκαριά, να αλωνίζει το Αιγαίο με Κινέζους, κι όχι μόνο, να μπαίνουν λεφτά στα ταμεία, να ξαναζωντανέψει η Ιστορία», μας λέει με θυμό.
Σταματά και κοιτά το πέλαγος.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 83ο φύλλο του Φιλελεύθερου στις 23 Μαρτίου.