Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη
Στις φυλακές της Μπαπόμ, κάπου στη Βόρεια Γαλλία, μια ανθρώπινη σιλουέτα διακρίνεται πίσω από το διπλό γυαλί της βαριάς εξώπορτας. Ένας καλοντυμένος διοπτροφόρος που κρατά στο ένα χέρι μια δικηγορική τσάντα και την ανοίγει. Από την άλλη πλευρά, «ένας άλλος άνθρωπος», ο άντρας με τα ολόλευκα μαλλιά, κάνει ένα πρώτο διστακτικό βήμα. Χάνει για λίγο την ισορροπία του, παραπατά, αλλά συνεχίζει. Αναπνέει, τον αέρα της ελευθερίας, προσπαθεί να αισθανθεί το εύρος του χώρου. Την έννοια της επιλογής, της ιδιωτικότητας, του ανοίγματος μιας πόρτας. Το περπάτημα σε ένα πάρκο ανήκει στις πολυτέλειες του αύριο. Τα συναισθήματά του εξακολουθούν να παραμένουν φυλακισμένα. Έγκλειστα και σε καταστολή. Δημοσίως τουλάχιστον. Ούτε λόγος για δηλώσεις στους δημοσιογράφους που καταγράφουν τη στιγμή. Το κεφάλι κατεβασμένο, οι καρποί των χεριών ενωμένοι, παρά το γεγονός ότι πλέον δεν φορά χειροπέδες. Κανένας δικός του δεν τον περιμένει. Τα υπάρχοντά του μισογεμίζουν ένα καρότσι σουπερμάρκετ. Στην «περιουσία» του μπορεί να προσθέσει λίγες σακούλες με δωρεές από απλούς πολίτες.
Ο Michel Cardon, στα 67 του, εφεξής σε καθεστώς αποφυλάκισης υπό όρους, υπό τη φροντίδα ειδικών σε κέντρο αποκατάστασης, σε μια προσπάθεια να ξαναβρεί το ηθικό του, μεταφορικά και κυριολεκτικά, έκανε τα πρώτα βήματα ελευθερίας έπειτα από 14.827 ημέρες. Μπήκε στη φυλακή το 1977 και βγήκε φέτος, το 2018. Σαράντα χρόνια, επτά μήνες και πέντε ημέρες εγκλεισμού. Παρά το γεγονός ότι ο δράστης της κλοπής ενός συνταξιούχου που κατέληξε στον φόνο του καταδικάστηκε σε ισόβια, σύμφωνα με τον γαλλικό νόμο, θα μπορούσε να έχει αποφυλακιστεί, εδώ και 20 χρόνια.
Παρέμεινε όμως στο κελί του. «Ξεχασμένος» από τη Δικαιοσύνη. Κανένας, ούτε ο ίδιος ζήτησε ποτέ την αποφυλάκισή του. Κανένας δεν τον συνάντησε στη διάρκεια των επισκεπτηρίων. Μοναδική του «επαφή» οι φύλακες, η διοίκηση και ο συγκρατούμενός του. Ο οποίος, όταν αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 2016, «αποκάλυψε» την ύπαρξη του Cardon σε δημοσιογράφο της «Φωνής του Βορρά», μιας περιφερειακής εφημερίδας της Γαλλίας.
Τον έβλεπα να αργοσβήνει
«Δεν μπορούσα να τον βλέπω να αργοσβήνει. Κάθε πρωί στις 07.30, με το άνοιγμα της θύρας, έφτιαχνε καφέ, κάπνιζε, στη μοναδική «διασκέδαση», έτρωγε ελάχιστα, ζύγιζε το πολύ 50 κιλά, ελάχιστες φορές άναβε την τηλεόραση, γιατί είναι μια παρουσία, κι άλλες τόσες δεχόταν να προαυλιστεί, πάντα βυθισμένος στις σκέψεις του. Είχε «οικογένεια», αλλά πολύ γρήγορα τον ξέχασαν. Καλύτερα να είχε καταδικαστεί σε θάνατο, λιγότερο θα υπέφερε» υποστηρίζει ο συγκρατούμενός του.
Υπάρχουν κι άλλοι Cardon στις φυλακές; Σίγουρα, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσοι, ομολογεί ένας Γάλλος ιερέας που, μέσα από την ανθρωπιστική οργάνωση που έχει ιδρύσει, ασχολείται με το θέμα. Η μόνη μαρτυρία, όπως και σ' αυτή την περίπτωση, μπορεί να προέλθει από κάποιον που θα θελήσει να αναφέρει ανάλογο περιστατικό. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι, όταν δεν υπάρχει οικογένεια, φίλοι, υποστήριξη, ο κρατούμενος, ακόμα και σ'' αυτή την ηλικία, οφείλει να παρουσιάσει ένα... σχέδιο ζωής, ειδάλλως δεν δικαιούται ούτε καν αποφυλάκιση υπό όρους. Ο όρος «ξεχασμένος κρατούμενος», αυτή η θλιβερή παραδοχή για τον «πολιτισμένο» κόσμο μας, ανήκει στην αργκό των ειδικών, παραδέχεται ο δικηγόρος του Cardon, που τον βοήθησε να... παρουσιάσει το project της επόμενης μέρας ενώπιον των Αρχών. Μάλλον εκεί βρίσκεται ο πυρήνας της θεσμικής και πραγματικής ανικανότητας παραγόντων της γαλλικής Δικαιοσύνης να εξηγήσουν τι συνέβη μεταξύ 2009, οπότε ο Cardon θα μπορούσε να έχει αποφυλακιστεί, έστω υπό όρους, και 2018, που αυτό συνέβη. Στην ερώτηση τι γίνεται με τους ηλικιωμένους κρατούμενους, αυτούς οι οποίοι έχουν περάσει κυριολεκτικά μια ζωή στη φυλακή και, επιστημονικά αποδεδειγμένα, έχουν σοβαρά ψυχολογικά ή άλλα προβλήματα υγείας, οι αρμόδιοι δηλώνουν «θεσμικό κενό» διαχείρισης του προβλήματος, εξασφάλισης μόνιμης συντροφικότητας «εκεί έξω».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, προτού ο άνθρωπος αυτός «ξεχαστεί», είχαν προηγηθεί πέντε αιτήσεις αποφυλάκισης, οι οποίες απορρίφθηκαν από τη Δικαιοσύνη, με το επιχείρημα ότι «η υποτροπή είναι πάντα παρούσα». Και μόνο όταν, μετά το δημοσίευμα, το θέμα επανήλθε στην επιφάνεια, η ειδική επιτροπή στην οποία μετέχουν αρμόδιοι διαφόρων ειδικοτήτων αποφάνθηκε πως θα αποφυλακιστεί «υπό όρους καλής διαγωγής σε εξωτερικό περιβάλλον», εξαιτίας της «σημαντικής υποτροπής των γνωστικών λειτουργιών του κρατουμένου» αλλά και «της απουσίας οποιουδήποτε στοιχείου πιθανής υποτροπής», έπειτα από επιστημονική εισήγηση. Ωστόσο, παρά την υπό όρους αποφυλάκιση, ο Cardon έως το 2022 οπότε, καλώς εχόντων των πραγμάτων, η υπόθεσή του θα επανεξεταστεί, επισήμως θα φέρει «πάνω του» τον αριθμό 7147. Τον αριθμό κρατουμένου, αυτόν που πήρε μπαίνοντας στη φυλακή πριν από σχεδόν μισό αιώνα. O tempora o mores.
Ο χρόνος τον άφησε πίσω
Το 1977, όταν ο Cardon έμπαινε στη φυλακή, o Ελβις Πρίσλεϊ έδινε την τελευταία του συναυλία και λίγο αργότερα άφηνε την τελευταία του πνοή, όπως και η Μαρία Κάλλας, ο θρυλικός «Σαρλό» Τσ. Τσάπλιν. Oι Ιάπωνες ανακοίνωναν ότι πέτυχαν την αναπαραγωγή μουσικής μέσω ακτίνας λέιζερ, φέρνοντας στη «ζωή» το CD, η ΝASA εκτόξευε το πρώτο διαστημόπλοιο «Βόγιατζερ 2», η Σοβιετική Eνωση δημιουργούσε το πρώτο MIG και ο George Lucas «έβγαζε» τον πρώτο «Πόλεμο των Aστρων».
Ανθρωποι σαν τον Cardon δύσκολα θα μπορέσουν να αντιληφθούν ή θα εκπλαγούν από την ανακάλυψη της δομής του DNA, του HIV, της λαπαροσκοπικής χειρουργικής με λέιζερ και ρομπότ, του stent για την καρδιά, του «χαπιού» και της αντισύλληψης, της ινσουλίνης, των κλώνων, της μαγνητικής τομογραφίας. Του GPS, των ηλεκτρονικών αγορών και των χρηματιστηριακών και άλλων συναλλαγών, του πλαστικού χρήματος, των ATMs, των barcodes και του scanner, των υβριδικών ή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, των ηλεκτρονικών διοδίων, των βιοκαυσίμων, των φωτοβολταϊκών. Και φυσικά του κινητού τηλεφώνου, του Bluetooth και των διαφόρων των εφαρμογών, της κινητής μονάδας «μνήμης», του «ποντικιού» και των μικρών και γρήγορων πολυπύρηνων υπολογιστών, του Internet, του e-mail, του Wi-Fi και του DSL, των social media, των οπτικών ινών, των δορυφορικών λήψεων και των δορυφορικών κεραιών, των ραντάρ, του MP3, των έξυπνων τηλεοράσεων, των DVD, των επαναφορτιζόμενων μπαταριών και τόσων άλλων που, τις περισσότερες φορές αμετάφραστα κι αμάσητα, μπήκαν στη ζωή μας τα τελευταία 40 χρόνια.
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία ενός άλλου βαρυποινίτη, του Otis Johnson, ο οποίος, όταν έπειτα από 44 χρόνια στη φυλακή, στα 69 του, βγήκε στους δρόμους της Νέας Υόρκης, έχοντας στην τσέπη την ταυτότητά του, 40 δολάρια και δύο εισιτήρια λεωφορείου που του έδωσε το αμερικανικό κράτος, εξεπλάγη από τις τιμές, τις «ατέλειωτες επιλογές» και φυσικά την τεχνολογία.
«Παρατήρησα πως οι άνθρωποι έμοιαζαν να μιλούν μόνοι τους, μετά πρόσεξα πως είχαν κάτι στα αυτιά τους» εξηγεί. «Σκέφτηκα πως ήταν όλοι κάτι σαν πράκτορες της CIA. Κάποιοι δεν κοιτούν ούτε πού πάνε. Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω πώς το κάνουν αυτό, να περπατούν και να μιλούν ταυτόχρονα στο τηλέφωνο χωρίς να κοιτούν πού πηγαίνουν.
Πρέπει να αφήνεις πράγματα πίσω σου, το να κρατάς τον θυμό το μόνο που θα κάνει είναι να μπλοκάρει την εξέλιξή σου. Δεν νιώθω πως η κοινωνία μου χρωστά τίποτα, όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Αποφάσισα να διαχειριστώ το μέλλον αντί για το παρελθόν. Προσπαθώ να μη γυρίζω πίσω. Κι έτσι επιβιώνω» εξομολογείται και αυτός ο... ξεχασμένος κρατούμενος. Σε ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες. Κρατούμενους και κρατούντες.
(ΥΓ: Κάθε ομοιότητα με αμετανόητους τρομοκράτες αρχιεκτελεστές και τις θεσμικές δικλείδες «ασφαλείας και ανθρωπισμού» άλλων συστημάτων είναι συμπτωματική)
*Δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 27 Ιουνίου.