Του Γιάννη Μαντζίκου
Είμαστε στο καλοκαίρι του 2017 και ένας από τους πλουσιότερους Γάλλους, ο Φρανσουά Πινό, ιδιοκτήτης του γκρουπ Κerring που έχει στην κατοχή του μάρκες όπως Balenciaga, Yves Saint Laurent, Bottega Veneta αλλά και Puma, έχει αργήσει για το ραντεβού του στο πολυτελές εστιατόριο Le Cinq. Φτάνει καθυστερημένος, βρίσκοντας τον συνδαιτυμόνα του να τον περιμένει συζητώντας με δυο διάσημους Γάλλους σομελιέ. Το ραντεβού κυλά μάλλον αδιάφορα και κάποια στιγμή ο Πινό ρωτά τον ομοτράπεζό του, «αλήθεια, τι συζητούσες με τους σομελιέ;». Εκείνος του απαντά μάλλον αδιάφορα, οπότε ο Πινό φεύγοντας απευθύνεται προς τον ένα σομελιέ, τον οποίο ρωτά τι συζητούσαν πριν έλθει στο εστιατόριο. «Μα δεν το ξέρετε; Το Clos Le Tart πωλείται, κύριε Φρανσουά!» απαντά εκείνος. «Τι είναι το Clos Le Tart;» ρωτά απορημένος ο Πινό και εμφανώς περίεργος να μάθει περισσότερα.
Ο σομελιέ εξηγεί: «Το κτήμα βρίσκεται στην (φημισμένη για τα κρασιά της) περιοχή της Βουργουνδίας, παράγει περίπου 30.000 φιάλες τον χρόνο και περιλαμβάνεται στην κατηγορία grand cru». Πέραν αυτών, το Clos de Tart έχει ιδιαίτερη ιστορία αφού συνδέεται με μια παλαιά μοναστική τάξη της Βουργουνδίας, γνωστή για την ικανότητά της στην οινοπαραγωγή. Το 1141 οι μοναχές απέκτησαν τους αμπελώνες και τους διατήρησαν για 650 χρόνια, μέχρι το 1790, όταν η επαναστατική γαλλική κυβέρνηση κατάσχεσε τα εδάφη που ανήκαν στην καθολική Εκκλησία. Το 1791, ο πολιτικός Ζοζέφ Μαρέι αγόρασε τον αμπελώνα από το κράτος, οπότε το 1932 πέρασε στην οικογένεια Μομεσέν. Σύμφωνα με ειδικούς του κλάδου, ένα μόνο εκτάριο grand cru αμπελώνα αυτής της περιοχής κοστίζει περί τα 4,3 εκατ. ευρώ, κατά προσέγγιση. Μάλιστα κάποια αμπελοτόπια φτάνουν μέχρι και τα 10 εκατ. ευρώ, κάτι που κάνει τη Βουργουνδία την πιο ακριβή αμπελουργική περιοχή στον κόσμο. Λίγο πριν τελειώσει τη συζήτηση, ο σομελιέ ρίχνει και το κατάλληλο δόλωμα στον Πινό, «μεταξύ μας, κύριε Φρανσουά, το Clos Le Tart έχει πολύ καλύτερα κρασιά από το Clos Le Lambray που αγόρασε ο Αρνό».
Για την ιστορία, η εταιρεία ειδών πολυτελείας Louis Vuitton Moet Hennessy (LVMH), του Μπερτράν Αρνό, που έχει μεταξύ άλλων στην κατοχή του ορισμένες από τις πιο γνωστές εταιρείες μόδας στον πλανήτη, όπως Louis Vuitton, Marc Jacobs, Fendi, Givenchy, Dior, αγόρασε το 2014 τον grand cru αμπελώνα Clos des Lambrays με έκταση περίπου 8.66 εκτάρια. Οι τοπικές πηγές έλεγαν ότι η LVMH κατέβαλλε κοντά στα 100 εκατομμύρια ευρώ για την εξαγορά, αλλά η επίσημη αμοιβή δεν αποκαλύφθηκε. Ο Αρνό αποτελεί το αντίπαλο δέος του Πινό, με τον οποίο μοιράζονται όμως την ίδια αγάπη για τους αμπελώνες και τα κρασιά. Ο Πινό, που αγαπά περισσότερο το λευκό Βουργουνδίας, εν αντιθέσει με τον Αρνό που προτιμά το κόκκινο, από το 1993 έχει στην κατοχή του μια διόλου ευκαταφρόνητη συλλογή από αμπελώνες, τον Arajuo στην Καλιφόρνια, τον Vray Croix de Gay, τον Chateau Le Prieure και τον Puligny-Montrachet στη Γαλλία.
Πληροφορίες για την αγορά
Γρήγορα ο Πινό αναθέτει στους ανθρώπους του να μάθουν περισσότερα για την αγοραπωλησία. Εκείνοι τον ενημερώνουν ότι την υπόθεση χειρίζεται η διάσημη Τράπεζα της Γενεύης Edmond de Rothschild Finance. Σύντομα ο Πινό ανακαλύπτει ότι δεν είναι ο πρώτος στη σειρά για την αγορά του κτήματος, ανταγωνιστές του είναι η οικογένεια Dassault (ιδιοκτήτρια του αεροναυπηγικού γίγαντα Dassault και της Le Figaro), ένας πάμπλουτος Σιγκαπουριανός και ένας άλλος μυστηριώδης Ασιάτης, ο οποίος έχει ανεβάσει την προσφορά σε δυσθεώρητα -ακόμα και για τον ίδιο τον Πινό- επίπεδα.
Ο Πινό ξέρει ότι ο Dassault και ο Σιγκαπουριανός είναι στα κυβικά του, όμως δεν μπορεί να μάθει ποιος είναι ο Ασιάτης που κρύβεται πίσω από μια εταιρεία-βιτρίνα. Δεν ήταν όμως και πολύ δύσκολο, με τα απαραίτητα τηλεφωνήματα μαθαίνει ότι ο Ασιάτης δεν είναι άλλος από τον Τζακ Μα, τον Κινέζο ιδιοκτήτη του γίγαντα Alibaba, δηλαδή της Amazon της Κίνας, ο οποίος έχει περιουσία 41 δισ. δολαρίων, αρκετά περισσότερα από τα επίσης πολλά δισ. του Πινό. Ο Μα είναι το νέο μεγάλο όνομα στην αγορά των αμπελώνων και των κρασιών παγκοσμίως. Εξάλλου ο Μα έχει στραμμένα τα μάτια του προς την αγορά της Κίνας, γνωρίζοντας την έκρηξη που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια στον τομέα αυτό, καθώς από το 2012 ώς το 2017 η κατανάλωση κρασιού αυξήθηκε κατά 40%. Την ίδια στιγμή ο Μα χρηματοδοτεί συμμετοχές Κινέζων σπουδαστών στα εκπαιδευτικά προγράμματα της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων Βουργουνδίας στην πόλη Ντιζόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2016, 33 από τους 100 μαθητές της σχολής προέρχονταν από την Κίνα. Με αυτά τα δεδομένα, ο Πινό, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον Μα σε οικονομικό επίπεδο, όμως αποφασίζει να παίξει το χαρτί του πατριωτισμού και κατ'' επέκταση του προστατευτισμού, σε μια εποχή που η Γαλλία είναι διαπρύσιος κήρυκας της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, χρησιμοποιεί αμέσως τις επαφές του στη Rothschild και τηλεφωνά στον καλό του φίλο Φρανσουά Χενρό, ο οποίος είναι εκ των ισχυρότερων ανδρών του οικονομικού κολοσσού στη Γαλλία για να τον βοηθήσει.
Ο Χενρό με τη σειρά του καλεί στενούς συνεργάτες του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Οι Γάλλοι αξιωματούχοι για να μην εμπλακούν σε κάποιο σκάνδαλο, δεν απευθύνονται προς την τράπεζα αλλά προς την οικογένεια Μομεσέν. Τους επισκέπτονται και τους ζητούν να επιδείξουν πατριωτισμό, αποδεχόμενοι την προσφορά του Πινό από αυτή του Κινέζου μεγιστάνα. Τα παρακάλια δείχνουν να πιάνουν τόπο και σύντομα το γκρουπ Artemis, η εταιρεία του Πινό, που ασχολείται με τα κρασιά κάνει δικό της τον αμπελώνα Clos Le Tart έναντι 220 εκατομμυρίων ευρώ τον περασμένο Οκτώβριο, αποδεικνύοντας ότι οι Γάλλοι προτιμούν το λεγόμενο «παπούτσι από τον τόπο τους».