Του Γιάννη Μαντζίκου
«Είναι όπως με τη Μαφία, αν γίνεις μέλος είσαι για πάντα μέλος, αν προσπαθήσεις να το σκάσεις σε εξοντώνουν» έγραφε σε πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό Spectator ο Τζον Μπράντλι, ειδικός σε θέματα Σαουδικής Αραβίας, με αφορμή την υπόθεση του δολοφονηθέντος δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι. Εξάλλου, κανείς δεν θα μάθει με απόλυτη ακρίβεια ποιος ήταν ο σκοπός του Ριάντ για τον αντιφρονούντα και εξόριστο Κασόγκι: να απαχθεί και να μεταφερθεί στη χώρα ή να «εξαφανιστεί» απλά;
Ο χαρακτηρισμός του Μπράντλι δεν είναι ακραίος αφού, όπως στην παντοδύναμη καλαβρέζικη Μαφία με τους στενούς δεσμούς αίματος, όπου κανένας ξένος δεν γίνεται δεκτός, έτσι κάπως είναι τα πράγματα και στην οικογένεια των Σαούντ, της βασιλικής οικογένειας που ίδρυσε το 1932 o Ιμπν Σαούντ. O Σαούντ είχε άλλωστε 45 γιους, εκατοντάδες εγγόνια, δισέγγονα και ανίψια, κάτι που κάνει λογικό την ύπαρξη «μαύρων προβάτων». Όπως αποκάλυψε ντοκιμαντέρ του BBC Arabic με τίτλο «Οι χαμένοι πρίγκιπες της Σαουδικής Αραβίας», οι απαγωγές και οι εξαφανίσεις έχουν προϊστορία.
Συγκεκριμένα, το Ριάντ υπό τον βασιλιά Σαλμάν, ο οποίος ανέλαβε το 2015 μετά τον θάνατο του αδελφού του Αμπντουλά, φέρεται να έχει απαγάγει τουλάχιστον τρεις αντιφρονούντες πρίγκιπες, στο πλαίσιο μιας συστηματικής πρακτικής «εξόντωσης» διαφωνούντων με το καθεστώς.
Ο πρώτος είναι ο πρίγκιπας Τουρκί μπιν Μπαντάρ, που υπήρξε κάποτε υπεύθυνος για την προστασία της βασιλικής οικογένειας ως επικεφαλής της βασιλικής αστυνομίας. Ο Τουρκί, έπειτα από μια πικρή οικογενειακή διαμάχη για μια αμφισβητούμενη κληρονομιά, η οποία τον έφερε στη φυλακή, αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Από εκεί, το 2012, άρχισε να δημοσιεύει βίντεο στο YouTube ζητώντας μεταρρύθμιση στη Σαουδική Αραβία. Το 2015 ο πρίγκιπας έλαβε ένα τηλεφώνημα στο οποίο του ζητούσαν «ευγενικά» να γυρίσει πίσω, αυτός αρνήθηκε, αλλά ηχογράφησε τη συνομιλία, όπου φέρεται να λέει μεταξύ άλλων: «Θέλετε να γυρίσω ε; το επιθυμείτε πολύ; ξέρετε πολύ καλά τι θα γίνει αν γυρίσω πίσω». Λίγο καιρό μετά, ο Τουρκί ταξίδευε μέσω Γαλλίας για το Μαρόκο. Στο αεροδρόμιο του Ραμπάτ, ο Τουρκί σύμφωνα με την εφημερίδα της χώρας As Sabah συνελήφθη και κρατούνταν. Όπως όμως αποκάλυψε το BBC, o Tουρκί εκδόθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στη Σαουδική Αραβία και έκτοτε τα ίχνη του αγνοούνται. Ένας άλλος πρίγκιπας, ο Σουλτάν μπιν Τουρκί, απήχθη από τους Σαουδάραβες την 1η Φεβρουαρίου του 2016 μαζί με 20 μέλη της συνοδείας του, πολλοί εξ αυτών Δυτικοί υπήκοοι. Στο ντοκιμαντέρ του BBC δυο Δυτικοί περιγράφουν τη στιγμή που αντιλαμβάνονται ότι το αεροπλάνο με το οποίο ταξιδεύουν δεν πρόκειται να προσγειωθεί στο Κάιρο, που ήταν ο προορισμός τους, αλλά αντίθετα είχε αλλάξει πορεία και πέταγε προς το Ριάντ. Αμέσως μετά την προσγείωση το αεροπλάνο περικυκλώθηκε από δεκάδες αυτοκίνητα και στρατιωτικά οχήματα με βαριά οπλισμένους Σαουδάραβες στρατιώτες και αστυνομικούς. Ο Σουλτάν επιβιβάστηκε διά της βίας σε αυτοκίνητο χωρίς διακριτικά και έκτοτε έχει «εξαφανιστεί». Ένας τρίτος πρίγκιπας, ο Σαούντ μπιν Σαΐφ αλ Νασρ, που ζούσε ως playboy στην Ευρώπη, άρχισε το 2014 να γράφει tweet εναντίον της κυβέρνησης της χώρας. Το 2015, λοιπόν, ένας άνδρας που μάλλον δρούσε υπό τις διαταγές του Ριάντ, ζήτησε από τον πρίγκιπα να συναντηθούν στην Ιταλία. Προσφέρθηκε να στείλει το ιδιωτικό του αεροσκάφος μάλιστα για να τον μεταφέρει, έκτοτε κανείς δεν άκουσε ή δεν έμαθε κάτι γι'' αυτόν...
Η απαγωγή του Λιβανέζου πρωθυπουργού
Όπως φαίνεται, όμως, η Σαουδική Αραβία δεν διστάζει να τιμωρήσει ακόμα και ανθρώπους στους οποίους θεωρεί ότι τους χρωστούν χάρη, ακόμα κι αν αυτοί είναι πρωθυπουργοί άλλης χώρας. Μια τέτοια υπόθεση είναι αυτή του Σάαντ Χαρίρι, του πρωθυπουργού του Λιβάνου, ο οποίος είχε κληθεί στο Ριάντ για να συναντήσει τον βασιλιά Σαλμάν στις αρχές του Νοεμβρίου 2017. Ο Χαρίρι θεώρησε απλά ότι ήταν μια συνάντηση ρουτίνας, αφού είχε ενημερώσει τους αξιωματούχους της κυβέρνησής του ότι θα συνεχίσουν με τις εκκρεμότητές τους, μόλις επιστρέψει. Εκείνο το Σάββατο, όμως, ο Λιβανέζος πρωθυπουργός δέχτηκε τηλεφώνημα από τους αρμόδιους του πρωτοκόλλου στο Ριάντ, που του ζήτησαν να παραβρεθεί σε συνάντηση με τον διάδοχο του θρόνου και όχι με τον βασιλιά. Ο Χαρίρι ανυποψίαστος φορούσε τζιν και ένα t-shirt, νομίζοντας ότι θα κάνει εκδρομή στην Αραβική έρημο. Σύντομα κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αφού οι σωματοφύλακες του πρίγκιπα διαδόχου τού ζήτησαν να παραδώσει τα κινητά του τηλέφωνα και να τους ακολουθήσει χωρίς τους δικούς του σωματοφύλακες. Από εκεί, στη μέση της ερήμου, πήγε σε ένα τηλεοπτικό στούντιο, όπου διάβασε καθ'' υπαγόρευση του Ριάντ, μια επιστολή παραίτησης στην οποία έκανε λόγο για απειλές από το Ιράν. Ουσιαστικά ο Χαρίρι, του οποίου η οικογένεια είχε οικονομικά συμφέροντα στη Σαουδική Αραβία, είχε υποκύψει στον εκβιασμό να παγώσουν όλα του τα περιουσιακά στοιχεία αν δεν παραιτούνταν. Ο βασικός λόγος ήταν ότι ο πρίγκιπας Σαλμάν ήθελε να διαλυθεί η κυβέρνηση ενότητας σιιτών, σουνιτών και χριστιανών στη Βηρυτό και να μειωθεί η επιρροή της σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ, την οποία τόσο οι Σαουδάραβες όσο και οι Ισραηλινοί θεωρούν τρομοκρατική οργάνωση. Όπως ήταν φυσικό, μετά την άκομψη παρέμβαση του Μπιν Σαλμάν υπήρξε κίνδυνος ευρύτερης γεωπολιτικής ανάφλεξης, έτσι ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ταξίδεψε στη Σαουδική Αραβία για να εκτονωθεί η κρίση, ενώ αρκετές μέρες αργότερα ο Χαρίρι επισκέφτηκε τη Γαλλία, όπου κάνοντας χρήση της υπηκοότητάς του, πήρε μαζί του για τον «φόβο των Ιουδαίων» τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Η νύχτα των «μεγάλων μαχαιριών»
Μια πιο light περίπτωση ήταν αυτή, την ίδια περίοδο με το περιστατικό Χαρίρι, όταν ο Μπιν Σαλμάν χωρίς καμία προειδοποίηση προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις υπουργών, πριγκίπων και επιχειρηματιών. Υπολογίζεται ότι 200 περίπου άτομα, έως τότε πανίσχυρα, βρίσκονταν υπό κράτηση σε πολυτελή ξενοδοχεία της χώρας, αφού δεν υπάρχει φυλακή για πρίγκιπες. Μεταξύ αυτών κρατούνταν ο δισεκατομμυριούχος πρίγκιπας Αλουαλίντ μπιν Ταλάλ, ιδιοκτήτης της επενδυτικής Kingdom Holding (με σημαντικά μετοχικά μερίδια σε διεθνείς κολοσσούς, όπως η Citigroup, η Apple, το Twitter και η Time Warner), ο πρώην υπουργός Οικονομίας και μέλος του Δ.Σ. της πετρελαϊκής Saudi Aramco, Ιμπραήμ αλ Ασάφ, καθώς και ο πρίγκιπας Μιτέμπ μπιν Αμπντάλα, υπουργός Εθνικής Φρουράς και γιος του εκλιπόντος βασιλιά Αμπντάλα. Όπως έγινε αργότερα γνωστό, ο Αλουαλίντ κατέβαλε πολλά δισεκατομμύρια δολάρια για να αφεθεί ελεύθερος...
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 22ης Σεπτεμβρίου
Photo by AP