Της Μαριάννας Σκυλακάκη
Λίγο πριν εγκριθεί από την Ευρωβουλή το σχέδιο νόμου σύμφωνα με το οποίο οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα καινούργια αυτοκίνητα θα πρέπει να μειωθούν κατά 40% έως το 2030, οι εκπρόσωποι της αυτοκινητοβιομηχανίας εξέφραζαν με ένταση την αντίδρασή τους. Ο επικεφαλής της Ένωσης Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ACEA) είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Όσο πιο επιθετικοί είναι οι στόχοι μείωσης των εκπομπών CO2, τόσο πιο έντονες θα είναι οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις».
Οι αυτοκινητοβιομηχανίες επιμένουν ότι αυστηρότερα όρια θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη, σ'' έναν τομέα που απασχολεί πάνω από το 6% των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όμως, τα επιχειρήματά τους μοιάζει να χάνουν κάποιο από το έδαφος που διατηρούσαν παραδοσιακά στην Ευρώπη, μαζί με κάποια από την επιρροή τους. Αντιθέτως, αυτοί που φαίνεται να έχουν πάρει το μάθημα ότι οφείλουν να πάρουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής πιο σοβαρά, είναι οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες.
Ένα αυξανόμενο αποτύπωμα
Στον απόηχο της Συμφωνίας των Παρισίων για το Κλίμα το 2015, δέκα πετρελαϊκές εταιρείες από την Ευρώπη, την Ασία και τη Λατινική Αμερική σχημάτισαν την πρωτοβουλία Oil and Gas Climate Initiative (OGCI). Υποσχέθηκαν να μειώσουν τις εκπομπές τους και να διερευνήσουν νέα επιχειρηματικά μοντέλα και τεχνολογίες που να βρίσκονται σε ευθυγράμμιση με τον στόχο της Συμφωνίας να διατηρηθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη αρκετά κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου.
Στην Ευρώπη, τα χρόνια που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν από υψηλή δραστηριότητα σε ό,τι αφορά εξαγορές εταιρειών, απόκτηση ποσοστών και χρηματοδοτήσεις στον χώρο της πράσινης ενέργειας από πετρελαϊκές εταιρείες. Η Bloomberg New Energy Finance καταγράφει 44 σχετικές συναλλαγές το 2016, από 21 την προηγούμενη χρονιά. Τα τελευταία 15 χρόνια, συνολικά, οι πετρελαϊκές εταιρείες ολοκλήρωσαν 428 συναλλαγές και δαπάνησαν κεφάλαια ύψους 6,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον χώρο της πράσινης ενέργειας, αυξάνοντας σταδιακά το αποτύπωμά τους στον χώρο των ανανεώσιμων πηγών.
Η Ευρώπη σέρνει τον χορό
Η γαλλική Total έχει ήδη δείξει την προτίμησή της στην ηλιακή ενέργεια. Έχει δεσμευθεί να επενδύσει πάνω από 31 δισεκατομμύρια δολάρια σ'' αυτήν, ενώ το 2016 προχώρησε και στην εξαγορά του παραγωγού μπαταριών Saft - η αποθήκευση της παραγόμενης ενέργειας διαφαίνεται ως ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα στη μετάβασή μας σε μια πράσινη οικονομία. Η Total ηγείται των υπολοίπων και σε ό,τι αφορά εξαγορές και κοινοπραξίες με επιχειρήσεις πράσινης ενέργειας τα τελευταία χρόνια.
Η νορβηγική Equinor, η οποία έχει δεσμευθεί να αφιερώσει μέχρι και 20% των κεφαλαιουχικών δαπανών της σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2030, επικεντρώνεται στον τομέα της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας. Πέρυσι άνοιξε τo πρώτo της πλωτό, υπεράκτιο αιολικό πάρκο στα ανοιχτά της Σκοτίας, ενώ σχεδιάζει επίσης να κατασκευάσει τρία μεγάλα αιολικά έργα στις ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών, της Πολωνίας και της Βρετανίας, με συνολικό κόστος που θα πλησιάζει τα 11,7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η ισπανική Repsol εξακολουθεί να επεκτείνει το χαρτοφυλάκιο χαμηλών εκπομπών της μέσα από εξαγορές υδροηλεκτρικών εργοστασίων, ενώ η βρετανική BP ανακοίνωσε ότι θα επενδύει περίπου μισό δισεκατομμύριο δολάρια των ετήσιων κεφαλαιουχικών δαπανών της στην πράσινη ενέργεια. Μάλιστα, πρόσφατα ανακοίνωσε την εξαγορά της Chargemaster, της μεγαλύτερης εταιρείας φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων στη Βρετανία, και την απόκτηση ενός σημαντικού ποσοστού στην εταιρεία παραγωγής ηλιακής ενέργειας LightSource, επιστρέφοντας στην αγορά της ηλιακής ενέργειας, την οποία είχε εγκαταλείψει ηχηρά το 2011.
Τέλος, η ολλανδο-βρετανική Shell, η οποία αυτή τη στιγμή αφιερώνει ένα με δύο δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο σε πράσινη ενέργεια, αγόρασε την εταιρεία φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων NewMotion τον περασμένο Οκτώβριο και ένα ποσοστό 44% της αμερικανικής εταιρείας ηλιακής ενέργειας Silicon Ranch τον Ιανουάριο.
Νέος προσανατολισμός και στις ΗΠΑ
Μπορεί σε επίπεδο ηγεσίας η κυβέρνηση Tραμπ να κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, αποσύροντας τις ΗΠΑ από τη Συνθήκη των Παρισίων και επιλέγοντας να δώσει αντ'' αυτού τη μάχη του «καθαρού άνθρακα», όμως και από την Αμερική, με μια αισθητή βέβαια καθυστέρηση, αρχίζουμε κι ακούμε πιο αισιόδοξα πράγματα.
Αίσθηση προκάλεσε η δήλωση του co-head της Goldman Sachs στο τμήμα των παγκόσμιων φυσικών πόρων, Γκονζάλο Γκαρσία, ο οποίος, μιλώντας σε συνέδριο στη Νορβηγία, ανέφερε ότι «πιθανότατα ξόδεψε περισσότερο χρόνο μιλώντας με στελέχη πετρελαϊκών εταιριών για την ενεργειακή μετάβαση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας τα τελευταία δύο χρόνια απ'' ό,τι τα προηγούμενα 23 μαζί», προχωρώντας μάλιστα στην πρόβλεψη ότι αμερικανικές εταιρείες όπως η Exxon και η Chevron θα προχωρήσουν σε επενδύσεις στον χώρο των ανανεώσιμων πηγών, όπως κάνουν οι αντίστοιχες εταιρείες στην Ευρώπη.
Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο εταιρείες -οι μεγαλύτεροι ενεργειακοί παίκτες στην Αμερική- μαζί με την Τεξανή πετρελαϊκή Occidental Petroleum, εντάχθηκαν προ ημερών στο Oil and Gas Climate Initiative, δεσμευόμενες να δώσουν 300 εκατομμύρια δολάρια σε ερευνητικές προσπάθειες για τη μείωση της ρύπανσης που εντείνει την κλιματική αλλαγή. Με την προσθήκη των τριών αμερικανικών εταιρειών, τα 13 μέλη της OGCI μαζί θα αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Όσο για τα κίνητρα πίσω από τη διαφαινόμενη αυτή αλλαγή στάσης, ο Γκονζάλο Γκαρσία έδωσε μια πειστική εξήγηση. «Δεν μπορώ να δω πώς μπορούν να σταθούν άπραγοι όταν κάθε πρόβλεψη υποδηλώνει ότι τις επόμενες δύο δεκαετίες η ανανεώσιμη ενέργεια θα είναι η κυρίαρχη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας σε όλο τον κόσμο». Οι πετρελαϊκές εταιρείες δεν φόρεσαν ξαφνικά φωτοστέφανο. Αντιλαμβάνονται απλώς ότι, σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, τις συμφέρει να αντιμετωπίσουν την πράσινη ενέργεια ως επιχειρηματική ευκαιρία, παρά ως πρόκληση.