Της Μαριάννας Σκυλακάκη
Μοιάζει με σενάριο βγαλμένο από αστυνομική τηλεοπτική σειρά. Δεκαετίες μετά τη διάπραξη σειράς εγκλημάτων, ο κατά συρροήν δολοφόνος γνωστός ως «φονιάς του Γκόλντεν Στέιτ», ο οποίος κατηγορείται για 12 φόνους, παραπάνω από 50 βιασμούς και 120 ληστείες από το 1976 έως το 1986 στην Καλιφόρνια, συλλαμβάνεται από τις αρχές. Πώς κατάφεραν να εξιχνιάσουν μια τόσο παλιά υπόθεση, 40 χρόνια μετά, χωρίς να έχουν προκύψει νέα στοιχεία; Με λίγη βοήθεια από το γενεαλογικό δέντρο του υπόπτου και ένα παλιό δείγμα DNA...
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. O Πολ Χόουλς, ο οποίος εργαζόταν στο γραφείο του εισαγγελέα της Κομητείας Κόντρα Κόστα, πλησίαζε στη συνταξιοδότηση. Είχε ασχοληθεί με την υπόθεση του δολοφόνου του Γκόλντεν Στέιτ για παραπάνω από δύο δεκαετίες, επιστρατεύοντας όλες τις παραδοσιακές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι αρχές για να εξιχνιάσουν τέτοιου είδους εγκλήματα, όταν αποφάσισε να στραφεί στη γενεαλογία και στις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες για να βρει τον καταζητούμενο.
Οι γενετικές εξετάσεις, οι οποίες αναζητούν αλλαγές ή μεταλλάξεις στο DNA μας, δεν είναι κάτι καινούργιο και χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια από γιατρούς για να διαπιστώσουν εάν ένας ασθενής έχει υψηλότερες πιθανότητες να εκδηλώσει μια συγκεκριμένη ασθένεια. Αυτό όμως που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια είναι ότι προσφέρεται μια νέα γενιά υπηρεσιών γενετικού ελέγχου, η οποία χαρτογραφεί μέρος του γονιδιώματός μας και μας παρέχει πλήθος πληροφοριών σχετικά με την προδιάθεσή μας σε διάφορες ασθένειες, αλλά και την καταγωγή μας.
Ο ντετέκτιβ Χόουλς, λοιπόν, σε συνεργασία με το FBI, χρησιμοποίησε γενεαλογικό υλικό που είχε βρεθεί σ'' έναν από τους τόπους των δεκάδων εγκλημάτων που είχε διαπράξει ο δολοφόνος, το οποίο διατηρούνταν επί 37 χρόνια σε ψύχος «ανέγγιχτο», και δημιούργησε ένα ψεύτικο προφίλ σε μια από τις ιστοσελίδες γενεαλογικής αναζήτησης.
Η εταιρεία συνέκρινε το γενετικό προφίλ που εστάλη με τα υπόλοιπα προφίλ στη βάση δεδομένων της και έστειλε πίσω μια σειρά από πιθανούς μακρινούς συγγενείς του άγνωστου ακόμα υπόπτου. Ηταν αυτά τα στοιχεία που επέτρεψαν στη συνέχεια στις αρχές να οδηγηθούν στην ταυτότητα του Τζόζεφ Τζέιμς Ντι Αντζελο, του 72χρονου πρώην αστυνομικού, ο οποίος συνελήφθη την περασμένη Τετάρτη από τις αρχές του Σακραμέντο.
Διλήμματα ιδιωτικότητας
Για να αντιληφθεί κανείς γιατί αποτελεί πρώτη είδηση η σύλληψη αυτή στα αμερικανικά μίντια, αρκεί να αναλογιστεί τι θα γινόταν στην Ελλάδα αν ξαφνικά μαθαίναμε την ταυτότητα του δολοφόνου της Σαλαμίνας -από τα πιο διάσημα ανεξιχνίαστα εγκλήματα των τελευταίων δεκαετιών- ή μαθαίναμε ότι ήταν άλλος τελικά ο «δράκος του Σέιχ Σου».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το να έρθει αντιμέτωπος με τη Δικαιοσύνη ένας στυγνός εγκληματίας αποτελεί ευγενή σκοπό. Η εξιχνίαση όμως της ταυτότητας με τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν στην περίπτωση του διαβόητου δολοφόνου του Γκόλντεν Στέιτ εγείρει σημαντικά ερωτήματα όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικότητάς μας.
Οι περισσότερες εταιρείες στις οποίες στέλνουμε το γενετικό υλικό ή το γενετικό μας προφίλ, στους όρους και τις προϋποθέσεις χρήσης των υπηρεσιών τους, μας ενημερώνουν ότι είναι πιθανό να μοιραστούν τα δεδομένα αυτά με τις αρχές, αν εκδοθεί σχετικό ένταλμα. Είναι λοιπόν από αυστηρά νομική σκοπιά καλυμμένες. Η πιο γνωστή τέτοια εταιρεία, η 23andMe, αναφέρει στην ιστοσελίδα της: «Υπό κάποιες προϋποθέσεις, οι πληροφορίες σας ενδέχεται να υπόκεινται σε γνωστοποίηση βάσει δικαστικής ή άλλης κρατικής κλήτευσης, εντάλματος ή εντολής, σε συντονισμό με τις ρυθμιστικές αρχές».
Έχουμε όμως πλήρη αντίληψη σε τι συναινούμε; Στην περίπτωση του δολοφόνου του Γκόλντεν Στέιτ, παραδείγματος χάριν, οι αρχές δεν χρειάστηκε να εκδώσουν ένταλμα, όπως αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ των «New York Times», αλλά και η ίδια η εταιρεία GEDmatch, στην οποία στράφηκαν στην προσπάθειά τους να εξιχνιάσουν την ταυτότητα του εγκληματία. Ήταν αρκετό ένα ψεύτικο προφίλ για να αποκτήσουν πρόσβαση στα γενετικά δεδομένα που τους ενδιέφεραν.
Βέβαια, υποβάλλοντας το γενετικό προφίλ του υπόπτου με τον τρόπο αυτό ενδέχεται να έδρασαν παράτυπα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, στην ιστοσελίδα του GEDmatch αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Είναι σημαντικό οι συμμετέχοντες στο GEDmatch να αντιλαμβάνονται τις πιθανές χρήσεις του DNA τους, συμπεριλαμβανομένου του εντοπισμού συγγενών που έχουν διαπράξει εγκλήματα ή υπήρξαν θύματα εγκλημάτων».
Πέρα λοιπόν από το αν εμείς έχουμε αντίληψη του τι μπορεί να γίνει με τα δικά μας δεδομένα, γεννάται και το ερώτημα αν έχουμε αντίληψη του τι σημαίνει αυτό για τους συγγενείς μας. Αυτοί συναίνεσαν άραγε στο να γίνει διαθέσιμο ένα γενετικό προφίλ τόσο κοντινό στο δικό τους -στην περίπτωση δε ομοζυγωτικών διδύμων πανομοιότυπο- στις αρχές, αν αυτό κριθεί απαραίτητο; Για να το θέσουμε απλά, το δικό μας γενετικό προφίλ θα μπορούσε να οδηγήσει στην εμπλοκή σε μια υπόθεση του... τέταρτου εξαδέλφου μας. Δεν αποκλείεται να είχε πρόβλημα μ'' αυτό!
Ενα ατελές εργαλείο
Το δίλημμα αυτό μεταξύ ασφάλειας και ιδιωτικότητας δεν είναι καινούργιο, ούτε είναι ξεκάθαρο πού οφείλουμε να τραβήξουμε τη γραμμή μεταξύ των δύο αυτών σημαντικών ζητουμένων. Η αντίληψη ότι στο όνομα της ασφάλειας και της απόδοσης της δικαιοσύνης, εκπτώσεις στην ιδιωτικότητά μας θα πρέπει να γίνονται ανεκτές είναι διαδεδομένη, όμως επίσης διαδεδομένη είναι η αντίληψη ότι το γενεαλογικό υλικό αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη της εμπλοκής κάποιου σε μια υπόθεση.
Ακόμη όμως κι αν είναι χρήσιμο, η χρήση του γενετικού υλικού έχει κι αυτή τις ατέλειές της: μπορεί μια σκηνή εγκλήματος να μολυνθεί -επίτηδες ή κατά λάθος- με DNA και να οδηγήσει στην εμπλοκή αθώων σε μια υπόθεση. Μπορεί παλιά δείγματα, τα οποία δεν συντηρούνται υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να αλλοιωθούν.
Σε τι βαθμό μπορεί να στηριχθεί μια δικαστική απόφαση στο στοιχείο αυτό, δεδομένου ότι δεν είναι πάντα αξιόπιστο; Το ερώτημα αυτό έχει απασχολήσει πρόσφατα και την ελληνική κοινή γνώμη, με αφορμή την «υπόθεση Ηριάννα».
Το περίφημο DNA sequencing γίνεται φθηνότερο και γρηγορότερο κάθε μέρα που περνάει, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές του παρελθόντος μας -ένα ολοένα και πιο ακριβές γενεαλογικό δέντρο- και φωτίζοντας πολύτιμα στοιχεία για το μέλλον μας, που μπορεί να αποτελέσουν κλειδί για την εξατομικευμένη ιατρική που υπόσχεται να προσαρμόσει θεραπείες στη βιολογία του κάθε ασθενούς.
Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ για την Ερευνα στο Ανθρώπινο Γονιδίωμα, το κόστος για να αποκτήσει κανείς μια υψηλής ποιότητας χαρτογράφηση του γονιδιώματός του ήταν πάνω από 4.000 δολάρια στα μέσα του 2015, όμως έκτοτε έχει πέσει λίγο πάνω από τα 1.000 δολάρια.
Είμαστε γενετικά μοναδικοί, τα δε γενετικά μας στοιχεία ενδέχεται να είναι από τα πολυτιμότερα προσωπικά μας δεδομένα. Σε μια εποχή γενικότερης αφύπνισης για τους κινδύνους που ελλοχεύουν όσον αφορά την ιδιωτικότητά μας, καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε το συναρπαστικό αυτό γενεαλογικό ταξίδι λίγο πιο συνειδητοποιημένοι.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 8 Μαΐου, φύλλο 15
Φωτογραφία AP