Πριν δυο-τρεις δεκαετίες, θα θεωρούνταν αδιανόητο να στήνεται ένα τηλεοπτικό πάνελ στο οποίο θα έρχονταν σε αντιπαράθεση ένας δημοσιογράφος του πρώτου κόμματος κι ένας του δεύτερου. Ή ένας κυβερνητικός πολιτικός συντάκτης κι ένας αντικυβερνητικός. Ήταν όχι μόνο έξω από τα ήθη της εποχής, αλλά και έξω από την εικόνα που εξέπεμπε το δημοσιογραφικό λειτούργημα στον απλό κόσμο. Σήμερα είναι τόσο συνηθισμένο, που έτσι και βρεθούν από κοινού σε τηλεοπτικό στούντιο δυο «ομοϊδεάτες» δημοσιογράφοι, οι τηλεθεατές παίρνουν τηλέφωνο και διαμαρτύρονται ότι η εκπομπή «μπατάρει» προς το ένα κόμμα αντί να είναι αντικειμενική.
Δεν ξέρω πως διάολο τα καταφέραμε όλοι μαζί και φέραμε το επάγγελμα σ’ αυτό το χάλι. Πως στο καλό υποχωρήσαμε όλοι μας βήμα το βήμα και καταλήξαμε στο σημείο να γίνουμε καθαροί εκπρόσωποι κομμάτων, λες και έχουμε εκλεγεί βουλευτές που υπακούουν στην σκληρή κομματική γραμμή. Το χειρότερο δε είναι, ότι οι μεν βουλευτές είναι καταστατικά υποχρεωμένοι να διαδίδουν και να υπερασπίζονται τις θέσεις του κόμματος τους, εμείς το κάνουμε αφ’ εαυτού μας και δίχως να μας βάζει κανένας το πιστόλι της διαγραφής στον κρόταφο.
Αναφορικά με την ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση κάθε δημοσιογράφου, εγώ είχα πάντα (και συνεχίζω να έχω) σαφή άποψη. Ο δημοσιογράφος όχι μόνο δικαιούται αλλά και είναι υποχρεωμένος να δηλώνει προς το κοινό την ιδεολογική του ταυτότητα και την πολιτική του κλήση. Αλλιώς είναι καιροσκόπος. Πρέπει όμως με τον λόγο του και την πένα του να πείθει τους «πελάτες» του ότι δεν είναι κομματικά και οικονομικά εξαρτώμενος από κανέναν πολιτικό οργανισμό.
Και επίσης, ότι ανεξαρτήτως των προτιμήσεων του, διαθέτει την αξιοπρέπεια και την αυτονομία να επισημάνει (ή και να καταδικάσει) τα κακώς κείμενα εκείνων που συμπαθεί και ψηφίζει. Πόσοι από τους αναλυτές και σχολιαστές δημοσιογράφους που εμφανίζονται σε εκπομπές, μπορούν ή αποτολμούν να το κάνουν αυτό; Λίγοι έως ελάχιστοι. Η μεγάλη πλειοψηφία επαναλαμβάνει τα κομματικά επιχειρήματα αυτολεξεί και συχνά με μεγαλύτερο φανατισμό απ’ αυτόν που επιδεικνύουν κομματικά στελέχη. Κρίμα.
Σε παλιότερους καιρούς, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Για παράδειγμα, όλοι ήξεραν σε ποια πλευρά του πολιτικού φάσματος ήταν τοποθετημένος ο Γιάννης Φάτσης ή ο Χρήστος Πασσαλάρης ή ο Γιάννης Βότσης (για να πάω μια τριακονταετία πίσω). Όταν όμως αυτοί έγραφαν ή μιλούσαν, ούτε κατά διάνοια δεν περίμενε κανείς ν’ ακούσει από το στόμα τους να βγαίνει η σκληρή κομματική γραμμή. Ήταν προσωπικότητες που είχαν κατοχυρώσει τον ρόλο τους, την αυτονομία τους, την επαγγελματική τους αξιοπιστία.
Τώρα φαίνεται ότι όλοι μας πάμε για βουλευτές. Θα δείτε τι έχει να γίνει πάλι στα ψηφοδέλτια των κομμάτων. Κανάλι θα στελεχώνουν αν τους αθροίσουμε όλους μαζί.