Πρώτα βγήκε και περηφανεύτηκε πως αυτός έγραψε το ακροτελεύτιο άρθρο του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη χώρα μας, σύμφωνα με το οποίο αν η χώρα δεν συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις, θα τις περικόπτονται κονδύλια από τα κοινά ταμεία και προγράμματα. Στη συνέχεια, αναθεώρησε, άρχισε να τα μασάει και να λέει τα γνωστά «αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις».
Παρουσιαστής μίας εκπομπής για την ελληνική γλώσσα προ πολλών ετών, χρίστηκε δημοσιογράφος στη συνέχεια, έζησε τα «χρυσά χρόνια» της ΕΤ με τους παχυλούς μισθούς και στη συνέχεια ανέβηκε στα κάγκελα της «αγανάκτησης», έγινε διευθυντής στα προπαγανδιστικά ΜΜΕ του κόμματος και στη συνέχεια κατέφερε να εκλεγεί ευρωβουλευτής.
Στο ευρωκοινοβούλιο, συντασσόμενος με διάφορους εχθρούς της χώρας βυσσοδόμησε εναντίον της, ενώ όταν ερχόταν η ώρα να καταδικαστούν τα εγκλήματα του κομμουνισμού ή οι εισβολές στις γειτονικές χώρες, αν δεν απουσίαζε, ψήφιζε αρνητικά. Δεν ήταν άλλωστε ο μόνος.
Αποτελεί έκπληξη μια τέτοια συμπεριφορά; Νομίζω πως όχι. Δεν θέλω να ανατρέξω σε παλαιότερες δεκαετίες, αφού η αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα και πολιτικές αποφάσεις, εξάπτουν ακόμη τα πάθη στη χώρα μας, κυρίως μεταξύ της αριστερής ιστορικής διανόησης, η οποία τα τελευταία χρόνια κλήθηκε να υπερασπιστεί διάφορα γκρίζες - ας το πω ευγενικά - σελίδες του αριστερού κινήματος.
Η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ, όμως, νομίζω πως αξίζει να μελετηθεί με μεγαλύτερη προσοχή. Από την εμφάνιση του, - συνεχίζοντας παραδόσεις που υπαινίσσομαι πιο πάνω - είχε ξεκαθαρίσει αυτό το κόμμα πως η κυρίαρχη αξία του, ο πυρήνας της ταυτότητάς του, ήταν η ιδεολογία του, η οποία ήταν υπεράνω όλων των άλλων αξιών, όπως η πατρίδα, η ελευθερία, η δημοκρατία κ.λπ.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τον τρόπο που πολιτεύτηκε καβάλα στο κύμα της «αγανάκτησης» στις πλατείες και στους δρόμους, γαλουχώντας οπαδούς και συμπαθούντες στην αντίληψη πως η χώρα ταυτίζεται με τον οργανοπαίκτη που χτυπάει το νταούλι για να χορεύουν οι κακοί ξένοι και οι εχθρικές αγορές.
Έκτοτε, ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίστηκε άπειρες φορές με την επιχειρηματολογία αυταρχικών ηγετών της γειτονιάς μας, υιοθέτησε απόψεις σαφώς υπονομευτικές τόσο της εξωτερικής πολιτικής όσο και της αμυντικής ικανότητας της χώρας, δεν δίστασε να καλέσει σε άνοιγμα των συνόρων τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε την υβριδική απειλή στα βόρεια σύνορά της, ενώ βρήκε το θράσος να απειλήσει με ακύρωση των συμβάσεων για την προμήθεια εξοπλισμών για το ναυτικό και την αεροπορία, σε περίπτωση που αναλάμβανε ξανά τη διακυβέρνηση της χώρας. Ευτυχώς, οι πολίτες είχαν άλλη άποψη.
Η ευρωκοινοβουλευτική του ομάδα, διακρίθηκε ως μηχανισμός συκοφάντησης της χώρας με κάθε ευκαιρία και αφορμή, με αποκορύφωμα το τελευταίο απαράδεκτο ψήφισμα μιας ετερόκλητης συμμαχίας πολιτικών δυνάμεων που βλέπουν την επιρροή τους να συρρικνώνεται δραματικά.
Ταυτόχρονα, είναι προφανές πως εντός του ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει των ευρωεκλογών, συνωστίζονται διάφοροι μνηστήρες για τις πλούσια αμειβόμενες θέσεις, μακριά από την πολιτική τριβή της εσωτερικής πολιτικής σκηνής, οπότε ο έμπειρος χειραγωγός έκλεισε με νόημα το μάτι στο ζαλισμένο εκλογικό ακροατήριο λέγοντας: για δείτε, εγώ είμαι εκείνος που στριμώχνει την κυβέρνηση Μητσοτάκη και την παρομοιάζω με εκείνη του Ούγγρου Όρμπαν. «Όταν είστε πίσω από το παραβάν, βάλτε μου έναν σταυρό».
Φτηνά κόλπα μεν, με ακριβό κόστος για την εικόνα της χώρας.
Αντιλαμβάνομαι πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να αντιτάξει κάτι για όλα όσα συμβαίνουν στην οικονομία, στην ανεργία, στις άμεσες ξένες επενδύσεις και την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού κράτους. Ίσως θα ήταν χρήσιμο να κάτσουν να σκεφτούν και να μας πουν την άποψη και τις προτάσεις τους.
Για να συμβεί, όμως, αυτό, θα πρέπει να πάψουν να συμπεριφέρονται σαν κακομαθημένα παιδιά που προτιμούν να τα βρουν με τους συνομήλικούς τους από αντίπαλες παρέες, παρά να παραδεχτούν πως οι απαιτήσεις και οι φιλοδοξίες τους είναι απλά εξωπραγματικές και ανόητες. Τα παιχνίδια κάποτε τελειώνουν, ωστόσο και τα παιδιά κάποια στιγμή θα πρέπει να ενηλικιωθούν και να αναλάβουν τις ευθύνες τους.