Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια. Πόσο σοφή είναι αυτή η παροιμία!
Το 2012 είχε πει σε έναν φανατικό οπαδό του Λαζαφάνη πως θα τους πάρουν οι πασόκοι το κόμμα μέσα από τα χέρια. Γέλασε τότε εκείνος ειρωνικά, γέλασα καλύτερα εγώ, το 2015 όταν τους πέταξε έξω ο Τσίπρας μέσα σε μια νύχτα. Εκείνος ο «γάμος» με τα πολλά πρόσωπα: τους αυριανιστές πασόκους, τους εκπροσώπους της «λαϊκίστικης δεξιάς», τα «παρατράγουδα» της πολιτικής των πλατειών, κάποια στιγμή οδηγήθηκε σε μαρασμό. Απέμενε να ολοκληρωθεί τυπικά το διαζύγιο και οι πρώην νεοφώτιστοι ως καλοί χαμαιλέοντες, να βρουν νέους συντρόφους για να ζευγαρώσουν και να διαιωνίσουν το είδος.
Όσοι βιάστηκαν από το 2019 και μέχρι τις πρόσφατες εκλογές, να πανηγυρίσουν την ήττα του ανορθολογισμού στη χώρα, προφανώς και έκαναν μεγάλο λάθος στην εκτίμησή τους.
Καταδικασμένη να ζει στο μεταίχμιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η Ελλάδα διαχρονικά διέθετε και διαθέτει ισχυρούς θύλακες υπό την μορφή ολόκληρων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία αρνούνται κάθε σκέψη για τον συγχρονισμό της ζωής με εκείνης των προηγμένων δυτικών χωρών.
Λάτρεις της στασιμότητας και της ακινησίας, θεωρούν πως οτιδήποτε και οποιοσδήποτε θελήσει να αλλάξει έστω κατ’ ελάχιστον μία παραδεδομένη κατάσταση, είναι εχθρός, αντιστέκονται με πείσμα σε κάθε προσπάθεια μικρών, έστω, αλλαγών, απορρίπτουν κάθε είδους πειραματισμούς και καινοτομίες, θεωρώντας πως έτσι όχι μόνο θα κατοχυρώσουν τα δικά τους κεκτημένα - λάφυρα συνήθως ενός κομματοκρατούμενου κοινωνικού μηχανισμού, αλλά θα ακυρώσουν ή θα καθυστερήσουν αλλαγές αναγκαίες για την επιβίωση και προκοπή του συνόλου.
Οι θύλακες αυτοί, έχουν την μοναδική ιδιότητα να αλλάζουν μορφή, ρητορική και αιτήματα που θα ζήλευε και ο πιο έμπειρος χαμαιλέοντας στη φύση. Τα τελευταία τριάντα, τουλάχιστον, χρόνια, φοράει τη στολή του εθνικολαϊκισμού, διανθισμένη με τα αρχέγονα εσχατολογικά και χιλιαστικά ψιμύθια της ελληνικής αριστεράς.
Το τελευταίο μήνα, η προσγείωση στην κομματική πραγματικότητα ενός νέου, άγνωστου μέχρι τότε παίκτη, ο οποίος δεν είχε καμιά σχέση με την ιστορία του κόμματος, δεν συμμετείχε ποτέ και πουθενά ως εκλεγμένο μέλος - στέλεχος, αγνοούσε και αγνοεί στοιχειώδη πράγματα για την αριστερά στην Ελλάδα, ανακάτεψε τόσο πολύ την εσωκομματική τράπουλα και ακολουθώντας μαοϊκή στρατηγική, δηλαδή αφήνοντας πίσω τους του μηχανισμούς, με μία καλοσχεδιασμένη επικοινωνιακή καταιγίδα, γοήτεψε το ευρύτερο εκλογικό σώμα που ψήφιζε ΣΥΡΙΖΑ.
Το σοκ στο κόμμα της Αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν μεγάλο. Προκλήθηκαν ρωγμές και σχηματίστηκαν διαιρέσεις, οι οποίες πολύ δύσκολα θα κλείσουν και θα επουλωθούν οι πληγές. Το εκ της άλλης άκρης του Ατλαντικού προερχόμενο τσουνάμι Κασσελάκης, παρέσυρε στο διάβα του όλα τα κομματικά οχυρά, διαλύοντας κάθε γραμμή άμυνας των βασικών φατριών του ΣΥΡΙΖΑ. Η μέχρι τότε γνώριμη ανθρωπογεωγραφία ακυρώθηκε, νέες συμμαχίες, νέες (λυκο)φιλίες, νέα μπλοκ σχηματίστηκαν.
Το ποιος σκηνοθέτησε αυτό το ρεσάλτο στην γαλέρα της ελληνικής αριστεράς, παραμένει μέχρι στιγμής άγνωστο. Κρίνοντας από τις «παρέες», και τους όψιμους υποστηρικτές του, η σκέψη πηγαίνει σε εκείνους που ποτέ δεν αποδέχτηκαν την τροπή που πήραν τα πράγματα το καλοκαίρι του 2015 και η χώρα παρέμεινε στο δυτικό στρατόπεδο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Ευρώ.
Μπορεί στο άμεσο μέλλον, να μην τολμήσει να θέσει εν αμφιβόλων τις βασικές επιλογές της χώρας ως προς τον γεωπολιτικό της προσανατολισμό και τις διεθνείς της συμμαχίες, δεν θα αποτελέσει, όμως, έκπληξη αν αρχίσει να αναρωτιέται για τη χρησιμότητα ή τη σκοπιμότητα διαφόρων κορυφαίων επιλογών (Βλέπε: πόλεμος στην Ουκρανία).
Εκείνο που έχει, ωστόσο, κυρίαρχη σημασία, είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ, αν θέλει να επιβιώσει ως πολιτικό κόμμα, θα πρέπει να εκφράσει πειστικά αυτό το εκλογικό κοινό που σήμερα συμμετείχε στην ανάδειξη της νέας του ηγεσίας. Είναι ένα κοινό απαιτητικό, φανατικό πέραν του συνηθισμένου, μαθημένο να ακούει αυτά που θέλει μόνο και να ζητάει τα πάντα.
Είναι ένα κοινό δύσκολο, το οποίο έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία. Ρίζες όχι πολιτικές, ποτέ δεν ενδιαφερόταν για την ουσία της πολιτικής, μα για το δικό του βόλεμα. Κοινό έτοιμο να καβαλήσει κάθε κύμα που του υπόσχεται πως θα καταργήσει «με ένα νόμο και ένα άρθρο» τον ρου της ιστορίας ή πως «θα ξεδοντιάσει δικαστικούς και δημοσιογράφους» για να αποκατασταθεί η «δικαιοσύνη παντού», όπως νομίζει.
Το κοινό αυτό τώρα διψάει για αίμα. Στο ιδιότυπο κομματικό Κολοσσαίο πρώτα θα ριχτούν οι «γέροντες» που στάθηκαν εμπόδιο στον «νέο Παράκλητο», στη συνέχεια η παρέα των νεαρών συνοδοιπόρων του προηγούμενου ηγέτη και αφανή σκηνοθέτη της νέας ιλαροτραγωδίας, για πάρουν τη θέση τους εκείνοι που ξέρουν καλά να πιάνουν το παλμό του κοινού. Εκείνοι που από χρόνια ετοίμαζαν αυτή την αλλαγή.
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου, δημιουργεί ελπίδες στο στρατόπεδο του πρώτου, προβληματισμό στο στρατόπεδο της δεύτερης και θέτει σε πειρασμό τους τρείς υπόλοιπους. Με ποιον θα πάνε και ποιον θα αφήσουν. Επιλογή υψηλού ρίσκου και... μελλοντικής διάσπασης.