Το Δικαστήριο της ΕΕ, με σημερινή απόφασή του, τονίζει ότι η Ουγγαρία υποχρεούται να καταβάλει εφάπαξ ποσό 200 εκατομμυρίων ευρώ και πρόστιμο ενός εκατομμυρίου ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης για μη συμμόρφωση με τη νομοθεσία της ΕΕ για το άσυλο.
Τον Δεκέμβριο του 2020, το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η Ουγγαρία δεν είχε συμμορφωθεί με τους κανόνες του δικαίου της ΕΕ σχετικά με τις διαδικασίες για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας και την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Θεωρώντας ότι η Ουγγαρία δεν είχε ακόμη συμμορφωθεί με την απόφαση του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε νέα προσφυγή λόγω μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις, ζητώντας επιβολή οικονομικών κυρώσεων.
Στη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Ουγγαρία δεν έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του 2020 όσον αφορά την πρόσβαση στη διαδικασία διεθνούς προστασίας, το δικαίωμα των αιτούντων διεθνούς προστασίας να παραμείνουν στην Ουγγαρία εν αναμονή της τελικής απόφασης επί της προσφυγής τους κατά της απόρριψης της αίτησής τους και απομάκρυνση παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.
Κατά το Δικαστήριο της ΕΕ, η Ουγγαρία, παραβλέποντας την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας, σκόπιμα αποφεύγει την εφαρμογή της κοινής πολιτικής της ΕΕ για τη διεθνή προστασία στο σύνολό της και τους κανόνες που αφορούν την απομάκρυνση των παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.
«Αυτή η συμπεριφορά συνιστά σοβαρή απειλή για την ενότητα του δικαίου της ΕΕ, η οποία έχει εξαιρετικά σοβαρό αντίκτυπο τόσο στα ιδιωτικά συμφέροντα, ιδίως στα συμφέροντα των αιτούντων άσυλο, όσο και στο δημόσιο συμφέρον», τονίζει η ανακοίνωση του Δικαστηρίου της ΕΕ και προσθέτει ότι:
«Η αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της Ουγγαρίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά στα άλλα κράτη μέλη της ευθύνης της, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ευθύνης, για τη διασφάλιση, σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, της υποδοχής των αιτούντων διεθνούς προστασίας, της εξέτασης των αιτήσεών τους και της επιστροφής των παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών υπονομεύει σοβαρά την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής των ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών».