Νέο ύφος στο εξωτερικό, έμφαση σε μια ευρωπαϊκή πολιτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σχετική συνέχεια στην οικονομία. Αυτό, με δυο λόγια, είναι το τρίπτυχο που θα χαρακτηρίσει καταρχήν το νέο μείγμα αλλαγής και συνέχειας στο Βερολίνο.
Το εξ αρχής διαφαινόμενο ως πιθανότερο σενάριο, φαίνεται ότι πραγματοποιείται με τη συμφωνία για τον κυβερνητικό συνασπισμό των τριών κομμάτων: των κεντροαριστερών Σοσιαλδημοκρατών (SPD), των Πρασίνων και των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) που εστιάζονται στην οικονομία της αγοράς και την επιχειρηματικότητα.
Η κα Μπέρμποκ από τους Πράσινους αναμένεται να γίνει Υπουργός Εξωτερικών στη νέα κυβέρνηση, ενώ ο επίσης ηγέτης των Πρασίνων Ρόμπερτ Χάμπεκ αναλαμβάνει το ρόλο του αντικαγκελαρίου και την επίβλεψη της ενεργειακής μετάβασης. Η εντυπωσιακή δυναμική των Πράσινων γενικά αλλά και ο πολιτικός λόγος της Μπέρμποκ, για ζητήματα που άπτονται και της εξωτερικής πολιτικής, αποτελούν τα σημαντικότερα νέα στοιχεία που προέκυψαν από την εκλογική αναμέτρηση.
Νέος υπουργός Οικονομικών θα είναι ο Κρίστιαν Λίντνερ, ηγέτης των Ελεύθερων Δημοκρατών του οποίου το κόμμα έχει υποστηριχθεί από μεγάλο αριθμό νέων ψηφοφόρων. «Η νέα γενιά μας έδωσε αυτή την εντολή για να ξεπεράσουμε το status quo των τελευταίων ετών» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Λίντνερ. Οι διακριτές προσεγγίσεις των τριών εταίρων σε πολλά ζητήματα παραμένουν, πάντως, σημαντικές, παρά τη συμφωνία που δίνει σαφές προβάδισμα στην κοινή προτεραιότητα για σχηματισμό κυβέρνησης πριν το τέλος του 2021.
Και, βέβαια, η συμφωνία πρέπει να εγκριθεί τώρα από τις διασκέψεις των κομμάτων στην περίπτωση του SPD και του FDP και από τα μέλη στην περίπτωση των Πρασίνων. Πάντως ο προγραμματισμός είναι να αναλάβει ο Όλαφ Σολτς την καγκελαρία πριν τα Χριστούγεννα, ίσως και από τη δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου.
Ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης, το γερμανικό σύνταγμα, προβλέπει στο άρθρο 63 ότι για την επιτυχή εκλογή Καγκελαρίου, η απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών της γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής πρέπει να ψηφίσει τον υποψήφιο στον πρώτο γύρο ψηφοφορίας. Εάν ο προτεινόμενος υποψήφιος δεν εκλεγεί στον πρώτο γύρο με απόλυτη πλειοψηφία, η πλειοψηφία των μελών της Βουλής μπορεί να εκλέξει άλλον υποψήφιο εντός δεκατεσσάρων ημερών. Όμως και πάλι, απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των μελών της Βουλής.
Εάν ο υποψήφιος συγκεντρώσει μόνο απλή πλειοψηφία (δηλαδή τις περισσότερες ψήφους), ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος πρέπει είτε να τον διορίσει καγκελάριο εντός επτά ημερών από την ψηφοφορία είτε να διαλύσει την ομοσπονδιακή Βουλή, οπότε θα πρέπει να διεξαχθούν νέες εκλογές εντός 60 ημερών.
Όλα δείχνουν ότι ο Σόλτζ θα εκλεγεί καγκελάριος. Επίσης, όλα δείχνουν ότι η νέα κυβέρνηση αναμένεται να διαρκέσει, εκτός απροόπτου, για όλη την τετραετή θητεία της. Παρά τις σοβαρές δυσκολίες που θα προκύψουν, κυρίως αλλά όχι μόνο, με το FDP. Άλλωστε η λογική του γερμανικού κοινοβουλευτισμού ευνοεί την κυβερνητική διάρκεια και σταθερότητα. Αυτό, μεταξύ άλλων, εκφράζει και η ιδιαιτερότητα της αποκαλούμενης «εποικοδομητικής πρότασης δυσπιστίας» του άρθρου 67 του Θεμελιώδους Νόμου: η Ομοσπονδιακή Βουλή δύναται να εκφράσει δυσπιστία προς τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο μόνο εάν είναι σε θέση να εκλέξει διάδοχό του με την πλειοψηφία των μελών της, οπότε και προβλέπεται να ζητήσει από τον Πρόεδρο να παύσει τον Καγκελάριο που υπηρετεί και να διορίσει αυτόν που εξέλεξε η Βουλή.
Που θα βρίσκονται οι Πράσινοι και οι Κίτρινοι το 2023;
Ο υποψήφιος καγκελάριος Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι τα τρία κόμματα κατέληξαν σε συμφωνία για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης που θα τερματίσει την εποχή της Μέρκελ. Μια διατύπωση που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα. Από τους Πράσινους, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ επισήμανε ότι η συμφιλίωση της ευημερίας με την προστασία του κλίματος θα είναι η βάση των πολιτικών της νέας κυβέρνησης. Και ο επικεφαλής του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ, συμπλήρωσε ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη χώρα σε μια δύσκολη συγκυρία, αλλά υπάρχει βούληση για «αλλαγή» και διάθεση «να εκσυγχρονίσουμε τη χώρα μαζί».
Τα τρία κόμματα συμφώνησαν σε μια σειρά από πεδία. Από την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, την αύξηση του κατώτατου μισθού και την καταπολέμηση της στεγαστικής κρίσης μέχρι την διαμόρφωση ενός συστήματος μετανάστευσης που θα προσελκύει ειδικευμένους εργαζόμενους και την απάλυνση των δύσκολων όρων για την απόκτηση γερμανικής ιθαγένειας, παράλληλα με την αποδοχή της διπλής ιθαγένειας. Αυτό αποτελεί φυσικά μια πολύ θετική εξέλιξη για την τουρκική κοινότητα της Γερμανίας, ένα μεγαλύτερο τμήμα της οποίας θα αποκτήσει έτσι ευκολότερη πρόσβαση στην γερμανική ιθαγένεια και την ψήφο.
Θυμίζω ότι περίπου 1.2 εκατομμύρια μετανάστες εισήλθαν στη Γερμανία μόνο το 2015-2016. Αυτό αφενός προσέδωσε ένα διεθνές ηγετικό προφίλ στην καγκελάριο Μέρκελ, αφετέρου όμως δυναμίτισε πολλές από τις εύθραυστες ισορροπίες για το ζήτημα της μετανάστευσης και των συνόρων στο κομματικό σύστημα αλλά και στο εσωτερικό των κομμάτων. Στη Γερμανία και αλλού.
Ο κόκκινος – κίτρινος – πράσινος συνασπισμός σημαίνει ότι ο Όλαφ Σόλτς πέτυχε να γίνει καγκελάριος, ως επικεφαλής του κόμματος που νίκησε στις εκλογές, διαδεχόμενος μια κυβέρνηση στην οποία υπηρετούσε ως υπουργός οικονομικών και αντικαγκελάριος. Όσο αποτελεί λάθος η υποτίμηση της σημασίας της πολιτικής αλλαγής στο Βερολίνο, άλλο τόσο είναι επιπόλαιο να θεωρείται ότι οι πολιτικές της Μέρκελ και του CDU εγκαταλείπονται.
Παρότι η επάνοδος της Σοσιαλδημοκρατίας αποτέλεσε την μεγάλη είδηση των εκλογών της 26ης Σεπτεμβρίου 2021, το μείγμα πολιτικών της νέας κυβέρνησης συνασπισμού αναφορικά με την οικονομία και την Ευρώπη θα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς πριν δοκιμαστεί πρακτικά στην εφαρμογή του, με δεδομένη την παρουσία του FDP και του Λίντνερ, ο οποίος έχει μέχρι σήμερα ταχθεί υπέρ μιας σκληρής γραμμής αναφορικά με τα μέτρα μετά το τέλος της περιόδου σχετικής δημοσιονομικής χαλάρωσης λόγω της πανδημίας. Θυμίζω επίσης ότι ο Λίντνερ είχε στο παρελθόν λαϊκίσει χρησιμοποιώντας τα ελληνικά οικονομικά προβλήματα για ψηφοθηρία.
Αλλά το ζήτημα της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι και σύνθετο και κρίσιμο. Ως γνωστόν, λόγω της πανδημίας οι κανόνες για τη δημοσιονομική πειθαρχία βρίσκονται σε αναστολή μέχρι το 2023. Σε αυτό το πεδίο-κλειδί θα αποφασιστεί εν πολλοίς το ουσιαστικό μέλλον της Ένωσης και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης. Η Αυστρία ήδη ξεκίνησε εκστρατεία αναζήτησης συμμάχων εναντίον των φωνών που ζητούν την συνέχιση της χαλάρωσης των κανόνων για το έλλειμμα στην ΕΕ.
Το μέτωπο για τις «υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα» θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τη στάση της νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο. Εάν οι κανόνες επανέλθουν (ορίζοντας τα δημοσιονομικά ελλείμματα στο 3% και το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ), θα υπάρξουν μέλη της ευρωζώνης που αργά ή γρήγορα θα οδηγηθούν σε αδιέξοδο. Ήδη η Γαλλία, η Ελλάδα και η Ιταλία έχουν τεθεί υπέρ της επανεξέτασης του όλου πλαισίου.
Επίσης, η εξαιρετική συνεργασία Γερμανίας - Τουρκίας θα συνεχιστεί, παρότι η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών – Πράσινων – Φιλελεύθερων θα αναδείξει περισσότερο και τα προβληματικά στοιχεία των τουρκικών θέσεων, ιδιαίτερα σε θέματα δικαιωμάτων και κράτους δικαίου. Αλλά ο ρόλος της τουρκικής κοινότητας στη γερμανική πολιτική μεσοπρόθεσμα θα παγιωθεί και θα ενισχυθεί.
Ο Σόλτς δήλωσε μόλις χθες ότι η Ευρώπη είναι ακρογωνιαίος λίθος της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής και έσπευσε να τονίσει ιδιαίτερα τη φιλία της Γερμανίας με τη Γαλλία και τη συνεργασία με τις ΗΠΑ. Είναι γεγονός ότι με τον Σόλτς καγκελάριο και τους Πράσινους στην εξωτερική πολιτική, κάποια δείγματα αλλαγών θα υπάρξουν. Όμως σε κάθε περίπτωση, με την Γαλλία στο πηδάλιο της ΕΕ από τον Ιανουάριο 2022 και τις κρισιμότατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία να έρχονται τον Απρίλιο 2022, τα επόμενα χρόνια θα επηρεαστούν καθοριστικά από τις εξελίξεις στο Παρίσι.
Και αυτό γιατί οι αλλαγές στο μείγμα πολιτικών της Γερμανίας θα είναι σχετικά περιορισμένες και εστιασμένες: ενεργειακή μετάβαση, ενσωμάτωση μεταναστών, αντιμετώπιση εντεινόμενων εσωτερικών κοινωνικών προβλημάτων με ταυτόχρονη προσπάθεια ικανοποίησης απόψεων και αιτημάτων του FDP. Το οποίο επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο αλλά βρίσκεται ήδη σε φάση αναζήτησης νέου στίγματος που θα συνδυάζει την έμφαση στην επιχειρηματικότητα και την αναφορά στους νέους.
Όπως έχω επιχειρηματολογήσει προ καιρού, δυο είναι σε τελική ανάλυση, για την Ελλάδα, οι απολύτως κρίσιμες επιλογές αναφορικά με το Βερολίνο κατά το αμέσως επόμενο διάστημα. Η επιλογή του συνεχιζόμενου εξοπλισμού μιας Τουρκίας που εμμένει στην αναζήτηση ζωτικού χώρου και στην αναθεωρητική της στρατηγική, δηλώνοντας ανοικτά ότι αυτή περιλαμβάνει και τη Συνθήκη της Λωζάνης, αποτελεί επιλογή καθαρά αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και το αμερικανικό πρόγραμμα για τα F-35 έχει μακρά προϊστορία, αλλά οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, βοηθούμενες βέβαια από τις σχέσεις Πούτιν – Ερντογάν. Τι θα κάνει το Βερολίνο με τα υποβρύχια τύπου 214;
Η δεύτερη αφορά την επιλογή του Βερολίνου αναφορικά με τις συμμαχίες για τους δημοσιονομικούς κανόνες. Εάν η νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο επιλέξει να διαδραματίσει ένα περισσότερο εξισορροπητικό ρόλο αντί να ενταχθεί στη συμμαχία της Αυστρίας και άλλων για την επιστροφή στο αυστηρό πλαίσιο, θα έχει επιτελέσει ταυτόχρονα δυο λειτουργίες. Θα έχει βελτιώσει τις πιθανότητες για ένα βιώσιμο συμβιβασμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα έχει, παράλληλα, τιμήσει μια από τις παραδόσεις της Μέρκελ, της οποίας η τάση για συμβιβασμούς ενίοτε υπερίσχυε έναντι άλλων σχεδιασμών της.
Κατά συνέπεια, οι προσπάθειες της Ελλάδας θα πρέπει να ενταθούν σε τρία επίπεδα, αναφορικά με τη νέα γερμανική εξωτερική πολιτική: διμερές (συνεργασία και πίεση από Αθήνα προς Βερολίνο), ευρωπαϊκό (πίεση στο Βερολίνο και μέσω άλλων), και διεθνικό (ανάδειξη των ζητημάτων στην γερμανική κοινωνία με αξιοποίηση κρατικών αλλά και κατάλληλων, προσεκτικά επιλεγμένων ελληνικών μη κρατικών οντοτήτων). Η σύνθεση της νέας γερμανικής κυβέρνησης θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε δύσκολες ασκήσεις συνδυασμού και ισορροπίας. Στις ασκήσεις αυτές, ο ρόλος της γερμανικής κοινής γνώμης – και ως προς τα ζητήματα που μας ενδιαφέρουν άμεσα – θα αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικός.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη.