Η εμπιστοσύνη του κοινού στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μειωθεί περισσότερο απ' ό, τι σε άλλα θεσμικά όργανα διακυβέρνησης στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, παρόλο που η εμπιστοσύνη στο ευρώ παραμένει ακμαία, σύμφωνα με μια νέα έκθεση της ΕΚΤ, αναφέρει το Reuters.
Έχοντας πιέσει τη νομισματική πολιτική έως τα όριά της από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, η ΕΚΤ έχει αντιμετωπίσει δριμύτατες κριτικές και νομικές δυσκολίες, δημιουργώντας αμφιβολίες τόσο σχετικά με την πολιτική της όσο και τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνεί με το κοινό.
Η Τράπεζα είχε ξεκινήσει μια αναθεώρηση της στρατηγικής της, αλλά αναγκάστηκε να την αναστείλει λόγω της κρίσης του κορονοϊού – που ανάγκασε επίσης την τράπεζα να λάβει πιο δραστικά μέτρα.
«Σε σύγκριση τόσο με την ΕΕ όσο και με τα εθνικά θεσμικά όργανα, η εμπιστοσύνη στην ΕΚΤ μοιάζει να έχει επηρεαστεί δυσανάλογα από την κρίση, εμφανίζοντας μεγαλύτερη πτώση και πιο αργή ανάκαμψη» αναφέρει η έκθεση, σχετικά με τη δεκαετία που πέρασε από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση.
Ως αποτέλεσμα, η εμπιστοσύνη στην ΕΚΤ παρουσιάζεται χαμηλότερη σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, παρόλο που το 76% των πολιτών της ευρωζώνης δηλώνουν ότι υποστηρίζουν το νόμισμα.
Περισσότερο σκεπτικιστές εμφανίζονται οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί, που επικρίνουν εδώ και καιρό την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, και δηλώνουν ότι εμπιστεύονται περισσότερο τις εθνικές κυβερνήσεις τους.
Χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση χρέους, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, επίσης εκφράζουν έντονο σκεπτικισμό.
Παρόλο που η έκθεση προτείνει λίγες πιθανές λύσεις, σημειώνεται ότι η ΕΚΤ έχει ένα επικοινωνιακό πρόβλημα.
«Η εμπιστοσύνη προς την ΕΚΤ μπορεί να ενισχυθεί αν καταστεί πιο προσβάσιμη η πληροφόρηση σε ανθρώπους με διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης και προηγούμενων γνώσεων, καθώς επίσης αν η επικοινωνία της τράπεζας εστιάζει στα συγκεκριμένα προβλήματα των πολιτών σε διαφορετικές περιοχές της ευρωζώνης – όπως για παράδειγμα τον ρόλο της ΕΚΤ στα οικονομικά αποτελέσματα», αναφέρει.
Η έκθεση ωστόσο ασκεί κριτική και στο γενικό επίπεδο εκπαίδευσης, υποστηρίζοντας ότι οι πολίτες θα πρέπει να καταλάβουν καλύτερα τι κάνουν οι κεντρικές τράπεζες και τι υπηρεσίες προσφέρουν.