Νέλλη Αρούχ: Διηγήσεις της δεύτερης γενιάς του Ολοκαυτώματος
associated press/Oded Balilty
associated press/Oded Balilty
DW

Νέλλη Αρούχ: Διηγήσεις της δεύτερης γενιάς του Ολοκαυτώματος

Μερικές φορές, η ζωή κάποιων ανθρώπων προδιαγράφεται από τα πρώτα τους χρόνια. Τα χρώματα, οι παιδικές μυρωδιές κι οι αναμνήσεις σαν να μπλέκονται γλυκά με τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες των μεγαλύτερων. Είναι αυτό που έκανε τη μικρή Νέλλη, κοριτσάκι τότε του Δημοτικού, στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του ’60, να κρύβεται κάτω από τις κουβέρτες «για να μην την πιάσουν οι Γερμανοί», προσπαθώντας να αποφύγει ό,τι δεν μπόρεσαν να αποφύγουν οι ‘μεγάλοι’ της οικογένειας. Έναν πόλεμο που τους άλλαξε τη ζωή.

Ευτυχώς, οι γονείς της, Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, γλύτωσαν το Ολοκαύτωμα. Η μαμά Λίλη, κοριτσάκι τότε, πέρασε τον πόλεμο μαζί με την οικογένειά της σε ένα σπίτι που δέχθηκε να τους προσφέρει μια κρυψώνα στο υπόγειο. Ο μπαμπάς Μανουέλ πήρε την κατάσταση στα χέρια του, πήρε στα χέρια το όπλο του και ανέβηκε με τους αντάρτες στα βουνά. Αλλά άλλοι θείοι, θείες, γνωστοί και φίλοι ανέβηκαν σε εκείνο το τραίνο και μόνο για κάποιους η μοίρα τούς φύλαξε το εισιτήριο της επιστροφής.

Το τατουάζ με τον αριθμό και τα βραχιόλια

«Οι επιζώντες, παρότι δεν ήταν η κοντινή μου οικογένεια, ήταν υπαρκτοί, ήταν τριγύρω μου», εξομολογείται η Νέλλη Αρούχ, που αυτοσυστήνεται ως αναπόσπαστο μέλος της λεγόμενης ‘δεύτερης γενιάς του Ολοκαυτώματος’. Μια γενιά η οποία, παρότι δεν πέρασε αυτόν τον εφιάλτη, έχει να διηγηθεί και εκείνη τα δικά της τραύματα, όπως αποκρυσταλλώθηκαν από εμπειρίες και αναμνήσεις όσων συγγενών επέζησαν. «Και τι δεν έκανε η θεία Λίνα για να κρύψει αυτό το τατουάζ με τους αριθμούς στο χέρι. Τι μαντήλια έβαζε, τι βραχιόλια... Μπορούσα να κάθομαι με τις ώρες να χαϊδεύω τους αριθμούς στο χέρι της», αναπολεί – ίσως ακόμα και με κάποια νοσταλγία. Πώς γίνεται ο απόηχος του αφανισμού να μπλέκεται με αθώες παιδικές συνήθειες; Κι όμως.»

Το παιδικό της όνειρο να γίνει δασκάλα φάνηκε από νωρίς ότι δε θα γινόταν πραγματικότητα. Καθώς πλησίαζε ο καιρός των Πανελλαδικών εξετάσεων έμαθε ότι στην Ελλάδα του 1977 (σε αντίθεση με σήμερα) οι δάσκαλοι του Δημοτικού και οι φιλόλογοι των Γυμνασίων και Λυκείων δεν μπορούσαν να είναι αλλόθρησκοι. Μόνο μια προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας θα μπορούσε να κηρύξει αντισυνταγματική τη συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη – κάτι που ακουγόταν τότε απίθανο να συμβεί.

«Εσείς» οι Εβραίοι...

«Δεν το πήρα βαριά. Το νεαρόν της ηλικίας νομίζω πως με έκανε να μην το αναλύσω ιδιαίτερα», θυμάται χαμογελώντας. «Η αλήθεια είναι ότι δεν αισθάνθηκα αντισημιτισμό στην Ελλάδα σαν παιδί», διευκρινίζει, «αλλά σε κάποιες στιγμές, στις συζητήσεις με φίλους, υπήρχε αυτό το ‘εμείς’ και το ‘εσείς’». Όπως, για παράδειγμα, όταν στον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, με τις ελληνικές εφημερίδες να περιγράφουν με επαινετικά σχόλια την τακτική που ακολούθησε ο ισραηλινός στρατός στην τότε αναμέτρησή του με τις γειτονικές αραβικές χώρες, «οι οικογενειακοί μας φίλοι μας έλεγαν ‘μα πώς τα καταφέρατε!’... Πώς τα καταφέρατε ‘εσείς’!». Και μέσα σε αυτό το κλίμα, ίσως και με τη διάθεση να τρέξει πιο γρήγορα στην ενηλικίωση μακριά από το πατρικό, αποφάσισε να σπουδάσει παιδαγωγικά στο Ισραήλ, στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ.

Με το που είχε αρχίσει να αισθάνεται το Ισραήλ σαν το νέο της «σπίτι», ο μαγνήτης της οικογένειας στην Ελλάδα αποδείχθηκε ισχυρότερος. Στη Θεσσαλονίκη ερωτεύθηκε, παντρεύτηκε, έκανε τα δυο της παιδιά και τελικά, το παλιό της όνειρο έγινε πραγματικότητα, διδάσκοντας εβραϊκή γλώσσα και πολιτισμό στο σχολείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας της πόλης. Μετέπειτα ασχολήθηκε ενεργά στην διαμόρφωση των προγραμμάτων εξωσχολικής εβραϊκής παιδείας για τα παιδιά και τους εφήβους της κοινότητας.

Ξεναγός στο Μουσείο Ολοκαυτώματος

Μερικές φορές η ζωή κάνει τους δικούς της κύκλους, ακόμη και ερήμην μας. Έτσι, το 2016, αφού πλέον είχε συνταξιοδοτηθεί, αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Ισραήλ, ακολουθώντας πλέον τα παιδιά της, που ήδη ζούσαν εκεί. Ήταν όταν το Μουσείο του Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ προκήρυξε θέσεις για συμμετοχή σε σεμινάριο, που θα την ενέτασσε στο δυναμικό των ξεναγών του. «Δεν ήταν καθόλου εύκολη διαδικασία. Εννοείται ότι ήξερα πολλά για όσα είχαν συμβεί στη Θεσσαλονίκη, αλλά έπρεπε να μάθω πολλά στοιχεία που αφορούσαν πάρα πολλές άλλες περιοχές της Ευρώπης». Από την άλλη, το Ολοκαύτωμα δεν ήταν κάτι ξένο. «Είναι στο πετσί μου. Το κουβαλάω μέσα μου. Αλλά οι λεπτομέρειες ήταν τόσο φρικιαστικές που μερικές φορές ένιωθα ότι θα κατέρρεα». Ωστόσο, οι εξειδικευμένοι εκπαιδευτές του Μουσείου Γιαντ Βασέμ έδιναν έμφαση στην τεκμηρίωση των γεγονότων.

«Δε θα λέτε ποτέ κάτι που δε στηρίζεται σε στοιχεία» ήταν η βασική φράση που θυμάται από τα σεμινάρια. Από την άλλη όμως, η ανθρώπινη τραγωδία φτάνει στο σημείο να ‘αποψιλώνεται’ παραθέτοντας απλώς τον αριθμό των χιλιάδων Εβραίων που χάθηκαν στα διάφορα σημεία της Ευρώπης, στα στρατόπεδα και στους θαλάμους αερίων. «Γι’ αυτό και στο Μουσείο Γιαντ Βασέμ δίνεται μεγάλη έμφαση στις προσωπικές ιστορίες των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, μέσα από τα γράμματα που έγραψαν, τα προσωπικά τους αντικείμενα και τα δημόσια έγγραφα που αποδεικνύουν πώς πρόλαβαν να αφήσουν το δικό τους βιαστικό στίγμα ζωής.

Η Νέλλη εξομολογείται ότι οι πρώτες της ξεναγήσεις στο Γιαντ Βασέμ ήταν μία πρόκληση, που είχε μεγάλη δόση ψυχικής δοκιμασίας. Η παρουσίαση των δεδομένων και οι προσωπικές μνήμες έπρεπε να τεθούν «σε μία σειρά» και αυτό δεν ήταν μια απλή υπόθεση. «Μία από τις πρώτες μου ξεναγήσεις μου έχει μείνει ακόμα χαραγμένη στη μνήμη μου», λέει η Νέλλη. Ήταν μία ομάδα Γερμανών μαθητών, που συνοδευόταν από τον δάσκαλό τους.

«Ξέρω ότι το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα δίνει μεγάλη βαρύτητα στο Ολοκαύτωμα. Όμως θυμάμαι, ένα παιδάκι είχε τελείως διαφορετική συμπεριφορά από τα άλλα. Αρνιόταν να με κοιτάξει, δεν ήθελε να βάλει τα ακουστικά που τους δίνουμε για να ακούν την ξενάγηση και μου γύριζε συνέχεια την πλάτη. Δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ, ήταν κάτι που μου συνέβαινε για πρώτη φορά. Ίσως ήταν και η πρώτη και η τελευταία φορά που το αντιμετώπισα. Σκέφτηκα να πάω να το ρωτήσω να καταλάβω τη συμπεριφορά του, αλλά δείλιασα. Ποιος ξέρει τι θα κουβαλούσε η ψυχή και αυτού του παιδιού, που ίσως κάποιο μέλος της οικογένειάς του εμπλεκόταν, πιθανότητα από την ‘αντίπερα όχθη’ αυτής της τραγωδίας».

Το πιο δύσκολο τμήμα του Μουσείου σε κάθε ξενάγηση της είναι αυτό που περιγράφει αυτό που έχει επικρατήσει να λέγεται «Ολοκαύτωμα των πυροβολισμών». «Δυστυχώς για μένα, το συγκεκριμένο τμήμα βρίσκεται στο κέντρο του Μουσείου και δεν γίνεται να το προσπεράσεις», εξηγεί. Εκεί περιγράφονται σκηνές στις οποίες συμμετείχε ο ντόπιος πληθυσμός σε διάφορες περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης, ο οποίος αναλάμβανε να εντοπίζει και να συγκεντρώνει τους Εβραίους μέχρις ότου έρθουν οι στρατιώτες των Ναζί, να τους στήσουν μπροστά από λάκκους και να τους πυροβολούν ομαδικά.

Πηγή: DW