Η λογοκρισία την οποία υπέστη πριν μερικές ημέρες από το κινεζικό καθεστώς και την ελεγχόμενη από αυτό εφημερίδα China Daily η επιστολή των πρέσβεων της ΕΕ δεν αποτελεί απλώς μια ασυνήθιστη, προσβλητική και επιθετική ενέργεια σε διπλωματικό επίπεδο. Συνιστά, ταυτόχρονα, την δεύτερη απόδειξη μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων για το γεγονός ότι το Πεκίνο έχει βρει το αδύνατο σημείο των Ευρωπαίων και τους χτυπά ακριβώς εκεί.
Η αλήθεια είναι ότι η φράση η οποία αφαιρέθηκε από την επιστολή που δημοσιεύτηκε σε σχέση με το αρχικό κείμενο θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Ήταν, άλλωστε, μια δευτερεύουσα πρόταση η οποία έκανε αναφορά στο «(…) ξέσπασμα του κορονοϊού στην Κίνα και τη συνακόλουθη διάδοσή του στον υπόλοιπο κόσμο τους περασμένους τρεις μήνες». Με άλλα λόγια, επαναλάμβανε κάτι που είναι γνωστό στους πάντες και δεν έχει αμφισβητηθεί ούτε από τους Κινέζους μέχρι σήμερα (άλλωστε, πήραν γρήγορα πίσω την θεωρία ότι ο ιός τους «εστάλη» από Αμερικανούς στρατιωτικούς…).
Ακριβώς αυτό, όμως, καθιστά την αφαίρεση της εν λόγω φράσης ακόμη πιο προκλητική. Διότι, πολύ απλά, το Πεκίνο θέλησε να κάνει επίδειξη δύναμης και να προκαλέσει τους Ευρωπαίους, εκτιμώντας προφανώς ότι δεν θα αντιδράσουν δυναμικά και, πολύ περισσότερο, δεν θα φτάσουν σε ανοιχτή ρήξη, ακολουθώντας την τακτική του Τραμπ και των Ηνωμένων Πολιτειών. Είχε δε κάθε λόγο να το πιστεύει καθώς πρόσφατα διαπίστωσε ότι απέδωσε καρπούς η πίεση την οποία άσκησε στην Κομισιόν και τον Χοσέπ Μπορέλ, επιτυγχάνοντας να γίνει σαφώς πιο ήπια η έκθεση της ΕΕ, με την αφαίρεση από αυτήν ορισμένων επίμαχων σημείων.
Πράγματι, παρά το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες έσπευσαν να «τραβήξουν το αυτί» του πρέσβη τους στην Κίνα επειδή επέτρεψε να περάσει η λογοκρισία και να δημοσιευτεί η περικοπείσα επιστολή, επί της ουσίας δεν ακολούθησε άλλη ενέργεια ή αντίδραση από την ευρωπαϊκή πλευρά, η οποία μοιάζει να θεωρεί το θέμα λήξαν και προσπαθεί να το κάνει να ξεχαστεί. Και όχι μόνο αυτό, αλλά την Πέμπτη, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών της Γερμανίας (BND), εξέφρασε δημοσίως τις αμφιβολίες της για το κατά πόσο αληθεύουν οι ισχυρισμοί του Αμερικανού προέδρου και άλλων αξιωματούχων από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ότι ο θανατηφόρος ιός «γεννήθηκε» σε κάποιο κινεζικό εργαστήριο, από όπου και διέφυγε – άγνωστο μέχρι στιγμής πώς και γιατί.
Όχι αφέλεια, ψυχρός σχεδιασμός
Πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι ο ίδιος ο Μπορέλ, ευρισκόμενος αντιμέτωπος με έντονη κριτική, έσπευσε να παραδεχθεί ότι η ΕΕ συμπεριφέρθηκε «με κάποια αφέλεια» απέναντι στην Κίνα. Μόνο που στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: Όχι απλώς οι Ευρωπαίοι δεν είναι αφελείς, αλλά δρουν με βάση τα οικονομικά και πολιτικά τους συμφέροντα, την αποτίμηση της κατάστασης και την εκτίμηση της επόμενης ημέρας που θα ξημερώσει μετά την κρίση.
Σημείο πρώτο, λοιπόν, που υπολογίζουν πολύ: Με τον παραδοσιακό τους σύμμαχο, τις ΗΠΑ, να είναι φανερό ότι έχει αποφασίσει να τραβήξει τον δικό του δρόμο, να υιοθετεί το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» και να μην διστάζει να απειλήσει την Ευρώπη με οικονομικό και εμπορικό πόλεμο, είναι προφανές ότι τα επιτελεία της τελευταίας πρέπει να επανακαθορίσουν το πλαίσιο των διεθνών σχέσεών της στη νέα εποχή.
Με άλλα λόγια: Στη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» ουδόλως πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι διεθνείς συμμαχίες θα παραμείνουν ως έχουν σήμερα και ότι η Κίνα θα αντιπροσωπεύει την νέα «Αυτοκρατορία του Κακού» τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την ΕΕ – ή, πολύ περισσότερο, ότι οι Ευρωπαίοι θα σταθούν ενεργά στο πλευρό των Αμερικανών σε μια ενδεχόμενη αναμέτρηση με τους Κινέζους στον Ειρηνικό.
Σημείο δεύτερο: Για την Γερμανία και τη Γαλλία, τις δύο μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ, η Κίνα είναι ήδη ένας πρωταγωνιστικός παράγοντας στους οικονομικούς τους υπολογισμούς και μια αγορά που μπορεί να απορροφήσει σημαντικό μέρος από τα προϊόντα τους, τα οποία κινδυνεύουν να μείνουν στις αποθήκες και τα αζήτητα λόγω της έκτασης και του βάθους της κρίσης που προκαλεί η πανδημία.
Για του λόγου το αληθές, από το 2016 η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, εκθρονίζοντας τις ΗΠΑ, ενώ η αξία των διμερών συναλλαγών φτάνει τα 200 δισ. δολάρια ετησίως. Όσον αφορά δε τη Γαλλία, η Κίνα είναι ο 7ος καλύτερος «πελάτης» της και ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής της, ενώ πάνω από 1.100 γαλλικές εταιρίες δραστηριοποιούνται στην αγορά της.
Όλα αυτά τα γνωρίζουν φυσικά και στο Πεκίνο και τα εκμεταλλεύονται καταλλήλως. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι το πεδίο είναι ανοιχτό και η Ευρώπη έχει πέσει ήδη στα πόδια του Σι Τζινπίνγκ. Το μπρα-ντε-φερ θα είναι σκληρό και μακρόχρονο και τα μέτρα που παίρνουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκειμένου να αποτρέψουν τις επιθετικές εξαγορές στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων από τους Κινέζους λένε πολλά.
Η Ευρώπη έχει όπλα. Έστω κι αν δεν έχει αποφασίσει πώς να τα χρησιμοποιήσει και προς ποια κατεύθυνση να στοχεύσει.