Έχουν τόσα σύννεφα μαζευτεί πάνω από την Τουρκία, που φράσεις όπως «επικείμενη καταιγίδα» καταντούν σχεδόν παρωχημένες.
Σωρεία αναλύσεων πολλών οίκων αυτή την εβδομάδα απλά ενστερνίζονται ένα συμπέρασμα ηλίου φαεινότερον: η διάρρηξη των σχέσεων της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί ίσως την μεγαλύτερη απειλή για την τουρκική οικονομία και το ήδη καταπονημένο τουρκικό νόμισμα.
Ο Γάλλος Πρόεδρος την προηγούμενη εβδομάδα υποστήριξε την άποψη ότι η πρόθεση της Τουρκίας για γεωτρήσεις στα ελληνικά και κυπριακά ύδατα δεν θα πρέπει να μείνει χωρίς απάντηση από την ΕΕ.
Έκτοτε οι φήμες για πιθανή ακύρωση της τελωνειακής ένωσης με την Τουρκία από την ΕΕ έχουν στην κυριολεξία οργιάσει, με πρώτο αποδέκτη την τούρκικη λίρα που για άλλη μια φορά διολίσθησε πέριξ του ψυχολογικού ορίου των 7 λιρών ανά δολάριο- 6,9690 την Τετάρτη το μεσημέρι για την ακρίβεια- με ουκ ολίγες διατρήσεις τις τελευταίες ημέρες και σωρευτικές απώλειες της τάξης του 14% από τις αρχές της χρονιάς.
Σύμφωνα με το Bloomberg το οποίο επικαλείται τρεις διαφορετικές πηγές, οι τουρκικές κρατικές τράπεζες στην προσπάθεια τους να στηρίξουν το νόμισμα και να το προστατέψουν από τις μαζικές εκροές που έχει προκαλέσει το συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, έχουν πουλήσει τουλάχιστον 2,5 δισ. δολάρια μόλις μέσα σε δύο ημέρες, τη Δευτέρα και την Τρίτη.
Το ποσό αυτό έρχεται να προστεθεί στους υπολογισμούς της Goldman Sachs, σύμφωνα με τους οποίους η Τουρκία έχει μάταια ξοδέψει περίπου 60 δισ. δολάρια σε παρεμβάσεις στην αγορά για να σταθεροποιήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία λίρας/δολαρίου ΗΠΑ.
Οι λόγοι της ανεπάρκειας των παρεμβάσεων είναι πολυποίκιλοι και ως ένα μεγάλο βαθμό εκπορεύονται για άλλη μια φορά από τις λάθος επιλογές της τουρκικής κυβέρνησης που κλονίζουν την επενδυτική εμπιστοσύνη και δεν αναφερόμαστε μόνο σε εκείνες της εξωτερικής πολιτικής.
Όπως πολύ σωστά σημειώνει το πρακτορείο Bloomberg σε πρόσφατη ανάλυση του, η τουρκική κυβέρνηση στην προσπάθεια να περιορίσει τη μεταβλητότητα στη λίρα έκανε ένα ακόμα κομβικό λάθος: Περιόρισε εδώ και μήνες την δυνατότητα των ξένων επενδυτών να πραγματοποιούν συναλλαγές στο νόμισμα, κάτι που επιτάχυνε την φυγή από τουρκικά περιουσιακά στοιχεία. Λαμπρή απόδειξη ότι μέσα σε έναν χρόνο πάνω από 12 δισ. δολάρια έκαναν «φτερά» από ομόλογα σε εγχώριο νόμισμα και την χρηματιστηριακή αγορά.
Επιπλέον, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας για να χρηματοδοτήσει τις παρεμβάσεις της για την στήριξη της λίρας, δανείστηκε από τα συναλλαγματικά αποθέματα Τούρκων καταθετών στις τοπικές τράπεζες, ποσό πέριξ των 31 δισ. δολαρίων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εύθραυστη επενδυτική ψυχολογία.
Έπαιξε βέβαια και ο κορονοϊός τον ρόλο του, καθώς εκτός της πτώσης των εξαγωγών προκάλεσε την καθίζηση και του τουριστικού τομέα, τροφοδοτώντας εκ νέου την απότομη αύξηση του ελλείματος τρεχουσών συναλλαγών και με τα συναλλαγματικά αποθέματα να έχουν υποχωρήσει κατά 17 δισ. χαμηλότερα φέτος, στα 89,5 δισ. δολάρια.
Προσθέστε στην εικόνα τον καλπάζοντα πληθωρισμό ο οποίος τον Ιούνιο αυξήθηκε στο 12,6% και τα υψηλά βραχυπρόθεσμα εξωτερικά χρέη της Τουρκίας πέριξ των 170 δισ. δολαρίων-22% του ΑΕΠ- για να συμπληρωθεί η εικόνα μιας οικονομίας μπροστά σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες εξωτερικής χρηματοδότησης.
Και αυτό που θα πρέπει να αξιολογήσουν οι επενδυτές είναι ότι η ασθενέστερη συναλλαγματική ισοτιμία ασκεί επιπρόσθετη πίεση στον εγχώριο εταιρικό τομέα, δεδομένου ότι ένα σημαντικό ποσοστό του χρέους του εξακολουθεί να είναι εκφρασμένο σε ξένα νομίσματα.
Τι μέλλει γενέσθαι
Οι περισσότεροι αναλυτές- αν όχι όλοι- αναμένουν ότι η τούρκικη λίρα θα υποτιμηθεί περαιτέρω τους επόμενους μήνες, εκτός και αν υπάρξει κάποια γενναία παρέμβαση σε επίπεδο νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα αποκαταστήσει πρώτα από όλα την εμπιστοσύνη.
Πολλοί οίκοι προχωρούν σε επί τα χείρω αναθεώρηση της πρόβλεψης για την ύφεση της Τουρκίας το τρέχον έτος, επισημαίνοντας ταυτόχρονα το εύθραυστο πιστωτικό της προφίλ και τους αυξημένους εξωτερικούς κινδύνους που ελλοχεύουν.
Κάποιοι μάλιστα, όπως η Moody’s δεν διστάζουν να προειδοποιήσουν ακόμα και για κίνδυνο αθέτησης πληρωμών ομολόγων από την τουρκική κυβέρνηση. Ο μεγαλύτερος προβληματισμός έγκειται στο γεγονός ότι τα ακαθάριστα αποθεματικά της χώρας καλύπτουν περίπου το 79% του βραχυπρόθεσμου εξωτερικού της χρέους, έναντι 114% στα μέσα του 2016.
Αν και τα αποθεματικά είναι ακόμα επαρκή για να καλύψουν τις φετινές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους της χώρας, εντούτοις η αποδυνάμωση τους εν μέσω της πανδημίας και η τάση για αποφυγή του τουρκικού ρίσκου, μπορεί να την οδηγήσουν σε μεγάλες μελλοντικές οικονομικές περιπέτειες.
Ταυτόχρονα, όπως πολύ εύστοχα αναδεικνύει η Moody’s, τα πιστωτικά πλεονεκτήματα της χώρας, όπως η διαφοροποιημένη της οικονομία και τα σχετικά χαμηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, εξουδετερώνονται από την έλλειψη εμπιστοσύνης ότι η κυβέρνηση είναι ικανή να
εφαρμόσει πολιτικές που θα στηρίξουν την απόφαση των ξένων επενδυτών να «εισέλθουν» στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η μόνη σχετικά πιο αισιόδοξη είναι η S&P. Εκτιμά ότι παρά την αστάθεια του νομίσματος και τα προβλήματα που σχετίζονται με την πανδημία, το τουρκικό ΑΕΠ θα ανακάμψει το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Γι’ αυτό άλλωστε και επιβεβαίωσε την «Β+» μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα –σε ξένο νόμισμα– της Τουρκίας διατηρώντας σταθερές τις προοπτικές στις 24/7.
*Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.