Οι μειώσεις στην παραγωγή πετρελαίου από τον OPEC+ και οι προσπάθειες που καταβάλλονται για την άρση τους έχουν αυξήσει την αστάθεια στις αγορές ενέργειας και έχουν παρεμποδίσει τις επενδύσεις σε νέα παραγωγή, δήλωσε τη Δευτέρα (4/11) ο διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής ενεργειακής εταιρείας Eni.
Συγκεκριμένα, μέχρι το 2025 θα επεκταθεί η αυξημένη ανισορροπία στις ενεργειακές αγορές που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον Κλαούντιο Ντεσκάλτζι.
Οκτώ μέλη του OPEC+, συμφώνησαν την Κυριακή (3/11) να καθυστερήσουν κατά ένα μήνα την προγραμματισμένη για το Δεκέμβριο αύξηση της παραγωγής πετρελαίου λόγω της αδύναμης ζήτησης στην Κίνα και της αύξησης των προμηθειών.
Οι τιμές του πετρελαίου σημείωσαν άνοδο άνω του 2,8% τη Δευτέρα.
«Μόλις (ο OPEC+) είπε ότι θα διαθέσουν κάποια παραγωγή, η τιμή έπεσε αμέσως. Τώρα λένε «ότι αναβάλλουμε μέχρι το τέλος του έτους» με αυτό να έχει μεγάλο αντίκτυπο στην αγορά... η αστάθεια της κατάστασης δεν είναι καλή», δήλωσε ο Ντεσκάλτζι.
«Όλοι λένε ότι χρειαζόμαστε ενέργεια, αλλά με αυτού του είδους την ανισορροπία, δεν υπάρχει ουσιαστική βοήθεια στις επενδύσεις σε νέα παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου», τόνισε.
Ο διευθύνων σύμβουλος της BP Μάρεϊ Αουχίνκλος καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος της Shell Ουαέλ Σάουαν δήλωσαν ότι «οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις από τους κοινούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ενεργειακές αγορές».
Η κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν από τον περασμένο Οκτώβριο έχει πυροδοτήσει τις ανησυχίες για προβλήματα του εφοδιασμού στον Κόλπο, ο οποίος παράγει και εξάγει περίπου το 20% του παγκόσμιου πετρελαίου και φυσικού αερίου, ανεβάζοντας τις τιμές του πετρελαίου.
Στρεφόμενος προς τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ο Αουχίνκλος δήλωσε ότι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η ρυθμιστική μεταρρύθμιση ώστε να επιτραπούν οι άδειες για νέες επενδύσεις στην ενέργεια, ιδίως στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε έργα χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Ο Αουχίνκλος υπογράμμισε επίσης ότι ο κόσμος θα χρειαστεί πολλές νέες επενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο προκειμένου να διατηρηθεί ο εφοδιασμός, ανεξάρτητα από μια πιθανή διευθέτηση της ζήτησης τα επόμενα χρόνια.