Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, έχει εκφράσει τη βούληση του να ελέγξει και να θέσει υπό την άμεση εποπτεία του, την αγορά της ενέργειας μέχρι το τέλος του 2023. Τι ακριβώς είπε και που μπορεί να οδηγήσει αυτό;
Στα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος Μακρόν, είχε ζητήσει από την ευρύτερη βιομηχανία καυσίμων να πουλάει τα προϊόντα της σε τιμές κόστους. Από το διυλιστήρια μέχρι τα πρατήρια καυσίμων. Και να μηδενιστούν τα περιθώρια κερδοφορίας σε όλους τους κρίκους της συγκεκριμένης ενεργειακής αλυσίδας. Βέβαια, στην πορεία τις προτάσεις του τις εξειδίκευσε στη μείωση των «προσβλητικών» όπως ανέφερε περιθωρίων κερδοφορίας στο χώρο της διύλισης.
Είχε προηγηθεί ο κυβερνητικός σχεδιασμός για την παροχή κινήτρων προς τις επιχειρήσεις πρατηρίων υγρών καυσίμων, ώστε να πωλούν τα καύσιμα σε τιμές χαμηλότερες, από αυτές που δικαιολογούσε το κόστος λειτουργίας τους. Παράλληλα, είχε προωθήσει την επιδότηση των εργαζομένων με χαμηλά εισοδήματα, με 100 ευρώ, για την κάλυψη των δαπανών των μετακινήσεων τους με τα οχήματα τους.
Βέβαια, σύντομα έγινε αντιληπτό πως οι παρεμβάσεις τέτοιου τύπου οδηγούν την αγορά σε αδιέξοδο και πολλές φορές φέρνουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Και έτσι τώρα η γαλλική κυβέρνηση, βρίσκεται στη διαδικασία συζητήσεων με τη βιομηχανία των καυσίμων, ώστε να προσδιοριστούν κάποια ανεκτά, λειτουργικά και βιώσιμα περιθώρια κερδοφορίας.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου, είχε ακουστεί για πρώτη φορά η απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να «πάρει πίσω τον έλεγχο των ενεργειακών τιμών». Η «ανάκτηση του ελέγχου», θα ήταν δυνατή μέσω του ελέγχου των πυρηνικών σταθμών και της πλήρους επανακρατικοποίησης της EDF και θα οδηγούσε στον κρατικό καθορισμό τιμών από το τέλος του 2023.
Βέβαια, η ομαλοποίηση των τιμών θα γινόταν ούτως ή αλλιώς, αφού αφενός αρκετές μονάδες των πυρηνικών σταθμών θα επέστρεφαν σε πλήρη λειτουργικότητα μετά από μακροχρόνιες διαδικασίες συντήρησης και αφετέρου λόγω της επαναλειτουργίας μεγάλων υδροηλεκτρικών μονάδων που λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας είχαν μειώσει την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.
Βέβαια, οι σχεδιασμοί αυτοί έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους μηχανισμούς καθορισμού των ευρωπαϊκών τιμών ενέργειας μέσω των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών. Έτσι η γαλλική κυβέρνηση στήριζε τα σχέδια της στην αλλαγή του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου και στο γεγονός πως η EDF είναι πλέον το ίδιο το γαλλικό κράτος.
Σύμφωνα με τη γαλλική κυβέρνηση θα προηγηθεί η μεταβολή της σχετικής νομοθεσίας από το γαλλικό κοινοβούλιο, ώστε να καλυφθεί το νομικό κενό, μέχρι την ευρύτερη αλλαγή του ευρωπαϊκού πλαισίου. Το πως, η κρατικά ελεγχόμενη τιμολόγηση της γαλλικής ενέργειας, μπορεί να συμβαδίζει με τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς προσδιορισμού των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, μένει να απαντηθεί.
Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που οι 27 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπραγματεύονται πάνω στις αλλαγές που πρέπει να γίνουν για την επίτευξη χαμηλότερων τιμών ενέργειας κατά τη διάρκεια του επερχόμενου χειμώνα.
Η «βόμβα» τα Γαλλίας στο ευρωπαϊκό ενεργειακό σκηνικό, δεν ξάφνιασε πολλούς. Η Γαλλία ακολουθεί έναν εντελώς διαφορετικό ενεργειακό προσανατολισμό από τη Γερμανία. Η Γαλλία κτίζει 6 νέους πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που θα τεθούν σε λειτουργία τα επόμενα 10 έτη, ενώ η Γερμανία επιστρέφει στην επαναλειτουργία θερμοηλεκτρικών λιγνιτικών μονάδων, πληρώνοντας ακριβά το τίμημα του «οικολογικού κινήματος» που για δεκαετίες εναντιωνόταν στην εκμετάλλευση της ατομικής ενέργειας. Ένα κίνημα που παρέδωσε τη γερμανική βιομηχανική παραγωγή στο έλεος του ρωσικού φυσικού αερίου.
Με αυτόν τον τρόπο, η Γαλλία μέσω τις λειτουργίας περισσοτέρων από 56 πυρηνικούς σταθμούς θα επιτύχει τους στόχους του μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα, τους στόχους της κλιματικής αλλαγής, ενώ θα δώσει περαιτέρω ώθηση στη βιομηχανική παραγωγή της χώρας, αφού θα αποκλιμακωθεί ραγδαία το ενεργειακό κόστος.
Αυτό είναι κάτι που ενοχλεί το Βερολίνο, αφού η γαλλική βιομηχανία θα αποκτήσει ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στη γερμανική. Οπότε η Γερμανία, κατηγορεί από την πλευρά της τη Γαλλία, για κρατικές επιδοτήσεις στην EDF που αντιβαίνουν στην ευρωπαϊκή κεντρική ενεργειακή πολιτική.
Με το πετρέλαιο πάνω από τα $90 και τη JPMorgan να το βλέπει πάνω από τα $110 το βαρέλι μέσα στο 2024 παρά την πρόσφατη βύθιση του κατά 6%, με τις τιμές φυσικού αερίου να παραμένουν κατά 50% υψηλότερες από τις αντίστοιχες της περιόδου πριν από τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αναμορφώσει όλο το μοντέλο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, εν μέσω εμπορικών και γεωπολιτικών εκβιασμών από τις χώρες του OPEC+.
Το τελευταίο που χρειάζεται, είναι ένα νέο εσωτερικό μέτωπο.