Μπαράζ επενδύσεων γύρω από την ενεργειακή μετάβαση της χώρας προβλέπονται ως το 2050, με τον συνολικό προϋπολογισμό να ανέρχεται στα 426 δισ. ευρώ. Ειδικότερα, από το 2025-2030 οι επενδύσεις σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα υπολογίζεται ότι θα φτάσουν στα 94 δισ. ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα 332 δισ. ευρώ θα επενδυθούν από το 2031 ως και το 2050, με βάση τις προβλέψεις του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Το ΕΣΕΚ θα τεθεί από μέρα σε μέρα σε δημόσια διαβούλευση και μπορεί τα ποσά των επενδύσεων να «ακούγονται» εντυπωσιακά, ωστόσο είναι πολύ πιο «κουτσουρεμένα» από τους υπολογισμούς που είχαν γίνει στο πρώτο draft του σχεδίου στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς. Μάλιστα, ο αρχικός τότε σχεδιασμός για την πρώτη περίοδο ως το 2030 προβλεπόταν ότι το συνολικό κεφάλαιο θα έφτανε τα 165 δισ. ευρώ. Εν τέλει, το ποσοστό «έπεσε» σχεδόν στα μισά, αν και παραμένει σημαντικό. Οι νέες «πράσινες» τεχνολογίες συνέβαλαν κατά πολύ στη μείωση αυτή καθώς περιορίστηκαν στόχοι δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα και ανάπτυξης υδρογόνου μιας και θεωρούνται τεχνολογίες ακόμη ακριβές. Τώρα, στο νέο αναθεωρημένο draft, η πλειονότητα των δαπανών αφορούν κυρίως επενδύσεις που ενισχύουν τη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια, σε οικονομικότερες δηλαδή παρεμβάσεις για την επίτευξη των στόχων.
Ο καταμερισμός
Ως το 2050, λοιπόν, τα 332 δισ. ευρώ του κόστους της ενεργειακής μετάβασης θα δαπανηθούν στη ζήτηση ενέργειας και τα 90,9 δισ. ευρώ την ηλεκτροπαραγωγή.
Μέχρι το 2030, από τα συνολικά 94 δισ. ευρώ των επενδύσεων, τα 65,2 δισ. ευρώ θα αφορούν ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων, αγορές ηλεκτρικών οχημάτων κ.ά., ενώ τα 28,9 δισ. ευρώ στην ηλεκτροπαραγωγή, δηλαδή σε έργα ΑΠΕ και φυσικού αερίου.
Η ρεαλιστική απεικόνιση του δυναμικού των ΑΠΕ και η ανάγκη διατήρησης υψηλού επιπέδου ενεργειακής ασφάλειας και επάρκειας εφοδιασμού της χώρας φαίνεται πως έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για ττη διαμόρφωση του νέου ΕΣΕΚ.
Στο «μικροσκόπιο» των νέων τεχνολογιών για τις μελλοντικές επενδύσεις έχει «μπει» για τα καλά η πράσινη ενέργεια. Ενδεικτικό είναι, ότι βάσει του νέου σχεδίου, η διείσδυση της πράσινης ενέργειας στην κατανάλωση ηλεκτρισμού στην Ελλάδα θα φτάσει στο 76,8% έως το 2030, στο 96,4% το 2035 και στο 99,5% το 2040. Η πρόβλεψη για τη συμμετοχή των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας είναι 45,4%, σε θέρμανση και ψύξη 62,1%, στα κτίρια 67,4%, στη βιομηχανία 41,2% και στις μεταφορές 13,9%.
Σε σχέση με τη συμμετοχή κάθε τεχνολογίας στο ενεργειακό μείγμα έως το 2030, οι ΑΠΕ προβλέπεται να φτάνουν στα 28,12 GW, εκ των οποίων τα 8,9 GW (γιγαβάτ) θα είναι χερσαία αιολικά (σημαντικά αυξημένα σε σύγκριση με τα 7,6 GW του προηγούμενου draft), 1,9 GW υπεράκτια αιολικά, 13,5 GW φωτοβολταϊκά, 3,458 GW μεγάλα υδροηλεκτρικά και 365 MW τα μικρά.
Η αυξημένη διείσδυση έργων αποθήκευσης ενέργειας έως το τέλος της δεκαετίας προωθείται, επίσης, σημαντικά. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Δυτική Ελλάδα προσφέρει «εύφορο» έδαφος για τέτοιες παρεμβάσεις και ήδη έχει ξεκινήσει ένα «κύμα» επενδύσεων, ιδιαίτερα στη Δυτική Μακεδονία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο στόχος για τις μπαταρίες έχει αυξηθεί στα 4,325 GW (από 3,1 GW στο προηγούμενο σχέδιο) ενώ για τους σταθμούς αντλησιοταμίευσης μειώνεται στα 1,745 GW (από 2,2 GW).
Παράλληλα, μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, επιπλέον, μπαίνει οριστικό τέλος στο λιγνίτη. Ως το τέλος του 2028 τερματίζεται η χρήση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για το φυσικό αέριο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, η ισχύς των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο αέριο θα φτάσει στα 7,88 GW, θα περιοριστεί στα 6,43 GW το 2035 και θα παραμείνει σταθερή για όλη την περίοδο έως το 2050. Ωστόσο, θα μειωθεί η χρήση αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή από 19 ΤWh/έτος (τεραβατώρες/έτος) το 2022 σε 10,4 ΤWh/έτος το 2030. Μάλιστα, για αυτό εκτιμάται ότι θα χρειαστεί ένας μηχανισμός αποζημίωσης, αν αναλογιστούμε ότι την περίοδο 2030-2040 προβλέπεται ακόμα μεγαλύτερη μείωση των ωρών λειτουργίας τους λόγω της ανάπτυξης εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας.
Για τους συντάκτες του ΕΣΕΚ φαίνεται πως η «παρουσία» του φυσικού αερίου στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής είναι διαχρονικά απαραίτητη τόσο για την ευστάθεια΄όσο και για την ασφάλεια τροφοδοσίας του ηλεκτρικού συστήματος. Οι πετρελαϊκές μονάδες, επίσης, θα «παραμείνουν» κυρίως στα νησιά ως εφεδρείες. Τα ορυκτά καύσιμα εκτός ηλεκτροπαραγωγής, μπορεί να μειώνονται, αλλά συνεχίζουν να δίνουν το «παρών» σε άλλες χρήσεις (βιομηχανία, κτιριακό τομέα, ναυτιλία, αεροπλοΐα).
Τέλος, αναφορικά με τις προβλέψεις για την εξέλιξη του μέσου κόστους ηλεκτρικής ενέργειας τα επόμενα 25 χρόνια, είναι αισιόδοξες, καθώς εκτιμάται ότι οι «πράσινες» επενδύσεις θα αποφέρουν «καρπούς». Έτσι, υπολογίζεται ότι το κόστος θα βαίνει μειούμενο όσο διεισδύει η πράσινη ενέργεια και αποσβένονται οι σχετικές επενδύσεις. Η στοχαστικότητα, όμως, των ΑΠΕ, θα «φέρει» αρκετά σκαμπανεβάσματα στις τιμές. Αναμένεται, όμως, ότι από τα 145 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh) το 2025, η τιμή το 2030 θα πέσει στα 139 ευρώ/MWh ξεκινώντας ένα «ντόμινο μείωσης» όσο περνάει ο καιρός. Το 2035 προβλέπεται ότι θα πέσει στα 125 ευρώ/MWh, στα 116 ευρώ/MWh το 2040, στα 109 ευρώ/MWh το 2045 και στα 96 ευρώ/MWh το 2050.