Ζούμε πια το καλοκαίρι των μνημών, της ανάκλησης των οδυνηρών βιωμάτων και - θέλω να ελπίζω - του αναστοχασμού επί της νεότερης ιστορίας της χώρας.
Ανεκρίζωτο παραμένει το ερώτημα για τις ευθύνες της συμφοράς (η οποία, ωστόσο, τελικά ευνόησε την εθνολογική ομοιογενοποίηση του τόπου) με πολλούς να καταλογίζουν στον Βενιζέλο το ότι επιχείρησε ένα εξ αρχής αδιέξοδο και ατελέσφορο εγχείρημα: πολύ έγκαιρα άλλωστε ο Ιωάννης Μεταξάς - ο οποίος σε άλλα ζητήματα δεν επέδειξε πάντα ανάλογη οξυδέρκεια - είχε προειδοποιήσει για τα γεωπολιτικά και δημογραφικά δεδομένα που δεν επέτρεπαν ιδιαίτερη αισιοδοξία για την επέκταση σε μια περιοχή χωρίς γεωγραφική συνέχεια με τον κύριο κορμό της χώρας.
Άλλοι βέβαια εστιάζουν κυρίως στην αφέλεια των διαδόχων του μεγάλου Κρητικού που συνέχισαν και διεύρυναν την εμπλοκή, παρά της εις βάρος της χώρας μας μετατροπή των διεθνοπολιτικών δεδομένων (ενώ, επιπρόσθετα, η παλινόρθωση του γερμανόφιλου Κωνσταντίνου διευκόλυνε κυρίως τη νέα υπό τον Μιλεράν γαλλική κυβέρνηση να δικαιολογήσει προς την εθνική κοινή γνώμη την αλλαγή στάσης και τη στήριξη του Κεμάλ).
Υπάρχουν ωστόσο κάποια δεδομένα αδιαμφισβήτητα…
Πρώτον: Η Ελλάδα προχώρησε σε αυτή την περιπέτεια βαθύτατα διχασμένη σε δύο αλληλοδιωκόμενες παρατάξεις, κάθε μια εκ των οποίων έβλεπε την άλλη ως ξενοκίνητη και προδοτική. Ήταν τόσο το μίσος και τόσοι οι διωγμοί που στις 3 Νοεμβρίου του 1920 ο Γεώργιος Βλάχος έγραφε στον Βενιζέλο «μας κατήντησες να ευχώμεθα την ήτταν της [πατρίδος]».
Δεύτερον: Αμφότερες οι παρατάξεις υπερτίμησαν την αρχική στήριξη των ξένων, υποτίμησαν τις διαιρέσεις τους και τη δυναμική των γεγονότων, συχνά δε ταύτιζαν τον Λόυντ Τζορτζ με τη ΜΒ.
Τρίτον: Ακόμη και κατά το 1921 υπήρξε ένας αδιανόητος μαξιμαλισμός και μια διαπαραταξιακά υποστηριζόμενη εμμονή στην αδιαλλαξία: η Βουλή των Ελλήνων, όταν αναπτυσσόταν διαμεσολαβητική/συμβιβαστική προσπάθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, χαρακτήριζε τη συνθήκη των Σεβρών ως «το ελάχιστον των εθνικών δικαίων». Αυτό, δε, παμψηφεί! Δηλαδή με συναίνεση και του βενιζελικού κόμματος, παρά τις δημοσιοποιούμενες πλέον πολύ μετριοπαθέστερες και ωθούσες στην αναδίπλωση θέσεις ατομικά του Βενιζέλου (κάτι που έκανε την Καθημερινή του Βλάχου να αντιδιαστείλει την «εθνικώς υπεύθυνη» στάση του κοινοβουλευτικού ηγέτη του Κόμματος των Φιλελευθέρων Δαγκλή προς την - οδηγούσα σε μειοδοσία - «ηττοπάθεια» του ιστορικού ηγέτη της παράταξης).
Τέταρτον: Η εμμονή στην εκστρατεία - με διαρκώς καλούμενες υπό τα όπλα νέες κλάσεις - κόντρα σε όλα τα δεδομένα της πραγματικότητας και του πραγματισμού εκ μέρους των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων εν πολλοίς οφειλόταν στην απροθυμία τους να θεωρηθούν λιγότερο πατριώτες από τους αντιπάλους τους, κυρίως δε ήσσονες και όχι κρείσσονες του Βενιζέλου. Υπήρχε μάλιστα μια πλειοδοσία εθνικισμού. Χαρακτηριστικά κάποια στιγμή ο Νικόλαος Στράτος δήλωσε πως τη μόνη «αρμοδιότητα» που ανεγνώριζε στις Δυνάμεις - οι οποίες επιχειρούσαν να παρέμβουν συμβιβαστικά - ήταν η ρύθμιση του θέματος της περιοχής της Κωνσταντινούπολης.
Τούτων δοθέντων - χωρίς κανείς να υποτιμά τον μαξιμαλισμό, τον βολονταρισμό, ίσως και τον τυχοδιωκτισμό του αρχικού εγχειρήματος του Βενιζέλου - γεγονός είναι πως οι αντίπαλοί του υπηρέτησαν την ίδια πολιτική σε δυσμενέστερο διεθνές περιβάλλον και με μεγαλύτερη εθελοτύφλωση μπροστά στις εξελίξεις. Ασφαλώς και υπήρξαν κατώτεροι των περιστάσεων, δειλοί, μοιραίοι, άβουλοι, αλλά και περιδεείς μπροστά στο πολιτικό κόστος και την κοινή γνώμη, έστω και αν θα μπορούσαν να επικαλεσθούν ισχυρά ελαφρυντικά τόσο σε κάποιες δηλώσεις του Bρετανού πρωθυπουργού όσο και στη στάση πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων της χώρας μας. (Π.χ. όταν συζητείτο συμβιβαστική διαμεσολάβηση των συμμάχων ο αρχιστράτηγος Παπούλας - που μετέπειτα υπήρξε μάρτυρας κατηγορίας στη Δική των «Έξι» - τηλεγραφούσε από το μέτωπο πως η στρατιά δεν θα δεχθεί να εγκαταλείψει ούτε σπιθαμή μικρασιατικού εδάφους…).
Θα μπορούσε αυτό να δικαιολογήσει τη βασική κατηγορία κατά των πολιτικών υπευθύνων της περιόδου καθώς και του τελευταίου αρχιστράτηγου πως «εκουσίως και εκ προθέσεως υποστήριξαν την εισβολήν εις την επικράτειαν του Βασιλείου του τουρκικού εθνικιστικού στρατού»; Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με το παρελθόν μας η συγκεκριμένη δίκη απετέλεσε δικαστικό ή μάλλον δικοφανή κανιβαλισμό. Πολλοί παράγοντές της, αλλά και άλλοι που πίεζαν από τα παρασκήνια, είχαν προσωπικά κίνητρα να θέλουν να υπάρξει η καταδίκη και να χυθεί αίμα. (Στρατιωτικοί ήθελαν να πολιτευθούν και έπρεπε να ικανοποιήσουν τους πρόσφυγες. Του αρχιδιώκτη των κατηγορούμενων Πάγκαλου ο Χατζηανέστης είχε δύο φορές το 1912 ζητήσει την παραπομπή σε στρατοδικείο, τη δεύτερη χαρακτηρίζοντάς τον «εγκληματία πολέμου»).
Όσον αφορά, δε, τις συνθήκες διεξαγωγής της Δικής… Οι κατηγορούμενοι ενίοτε αποβάλλονταν της αίθουσας δι’ ασέβειαν προς το δικαστήριο, ενώ στερήθηκαν του δικαιώματος να χρησιμοποιήσουν προς υπεράσπισή τους διπλωματικά έγγραφα «ίνα μη έλθουν εις την δημοσιότητα απόρρητα του κράτους». Το πιο χαρακτηριστικό, όμως, υπήρξε άλλο: Το βασικότερο σημείο του κατηγορητηρίου ήταν - όχι πως προκηρύχτηκε δημοψήφισμα για επάνοδο του Κωνσταντίνου, κάτι που αξίωνε όλος ο αντιβενιζελικός κόσμος της εποχής, αλλά - ότι δεν ανέστειλαν τη διεξαγωγή του σχετικού δημοψηφίσματος, μολονότι δύο εικοσιτετράωρα προ της διεξαγωγής του οι νικήτριες του πολέμου Δυνάμεις ενημέρωσαν, δια των πρέσβεών τους, την κυβέρνηση Ράλλη πως θα θεωρούσαν την επαναφορά στον θρόνο του γερμανόφιλου μονάρχη ως εχθρική πράξη, η οποία θα τις έστρεφε εναντίον της Ελλάδας. Ωστόσο οι επτά από του οκτώ καταδικασθέντες (στην κακώς ονομαζόμενη Δίκη των Έξι) δεν ήταν υπουργοί της κυβέρνησης που αποφάσισε να αγνοήσει την προειδοποίηση…
Στην πραγματικότητα το 1922 η Ελλάδα εκτέλεσε «προδότες», διότι την περίοδο 1915-1922 στην Ελλάδα μόνο «ξενοκίνητοι προδότες» υπήρχαν στην εκάστοτε εκτός εξουσίας παράταξη…
*Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 'ΕΞΙ'. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη