Ανακοίνωση εξέδωσε η Κυβέρνηση για την απόφαση 1901/2014 του ΣτΕ που χρησιμοποιείται σε σημερινό non paper της Ενωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ). Αναφέρει ακόμη ότι χρησιμοποιείται με τρόπο αποσπασματικό και παραπλανητικό.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
Η απόφαση 1901/2014 του ΣτΕ χρησιμοποιείται σε σημερινό non paper της Ενωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ) και σε συγκεκριμένα δημοσιεύματα με τρόπο αποσπασματικό και παραπλανητικό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόκειται για μια απόφαση που αφορά στον προηγούμενο νόμο για τα media (πριν την ψήφιση του ν.4339/29.10.2015 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) και εμφανίζεται ωσάν να εφαρμόζεται αυτούσια και σήμερα. Το συγκεκριμένο σημείο της απόφασης (παράγραφος 16) στο οποίο παραπέμπει το non paper δεν λαμβάνει καν υπόψη του τη σημερινή αδυναμία συγκρότησης Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), δηλαδή της ανεξάρτητης αρχής που προβλέπει το Σύνταγμα. Και, άρα, δεν απαντά στην παραβίαση επί 25 χρόνια της συνταγματικής υποχρέωσης να λειτουργήσουν με άδειες τα ιδιωτικά κανάλια. Δεδομένου, λοιπόν, ότι -παρ' όλες τις προσπάθειες της κυβέρνησης για συναίνεση- αποδείχθηκε αδύνατη η επίτευξη της απαιτούμενης πλειοψηφίας για τη συγκρότηση νέου ΕΣΡ το οποίο θα διεξήγαγε τον διαγωνισμό, υπήρχε κίνδυνος να ματαιωθεί ξανά (όπως όλες τις τελευταίες δεκαετίες) η αδειοδότηση που προβλέπει το Σύνταγμα.
Ασφαλώς και γνωρίζει τη συγκεκριμένη απόφαση η Κυβέρνηση. Μάλιστα, η γνωμοδότηση του καθηγητή Ι. Δρόσου -που κατατέθηκε στα πρακτικά της Βουλής και λαμβάνει υπ' όψιν της την απόφαση του ΣτΕ- ξεκαθαρίζει ότι το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει την ανάθεση των αρμοδιοτήτων της αδειοδότησης στο ΕΣΡ. Το συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος κατοχυρώνει ένα «πυρήνα» αποκλειστικών αρμοδιοτήτων του ΕΣΡ, στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνεται το σύνολο των αρμοδιοτήτων του κράτους για τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε άλλο σημείο της ίδιας απόφασης (1901/2014) του ΣτΕ, το οποίο δεν προβάλλεται ανάλογα, σημειώνεται ότι «το κράτος (η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία καθώς και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή) υποχρεούται, απέχοντας από επεμβάσεις στο περιεχόμενο των εκπομπών να λαμβάνει όλα τα τα αναγκαία θετικά μέτρα (νομοθετικά, οργανωτικά, διοικητικά και ουσιαστικά) [...] ώστε να διασφαλίζεται η καθολική παροχή της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας στην εθνική επικράτεια». Ενα τέτοιο μέτρο ακριβώς είναι και η αδειοδότηση.
Εκτός, όμως, από το λόγο που υπαγορεύει το Σύνταγμα, υπάρχει και λόγος δημοσίου συμφέροντος να διεξαχθεί άμεσα ο διαγωνισμός για τη χορήγηση των αδειών, αφού πρόκειται για δέσμευση της χώρας η οποία έχει περιληφθεί στη Συμφωνία με τους δανειστές. Μάλιστα, η γενικότερη νομολογία του ΣτΕ δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο δημόσιο συμφέρον όταν αυτό σχετίζεται με μέτρα αντιμετώπισης της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διενέργεια του διαγωνισμού θα φέρει στο Δημόσιο έσοδα τα οποία έχουν, ήδη, προϋπολογιστεί.
Συμπερασματικά, η απόφαση 1901/2014 του ΣτΕ σε τίποτα δεν αναιρεί την αναγκαιότητα ορισμού ενός κρατικού οργάνου που θα διεξαγάγει το διαγωνισμό για τις άδειες. Και, από το Σύνταγμα, μόνον η Βουλή μπορεί να ορίσει το όργανο αυτό. Όπως και έπραξε.