Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προειδοποιεί ότι λόγω των αργών ρυθμών της ενεργειακής μετάβασης σε πηγές καθαρής ενέργειας ο κόσμος θα υποστεί τις κλιματικές αλλαγές αλλά και «αναστάτωση» όσον αφορά τον εφοδιασμό.
Η διεθνής υπηρεσία τονίζει ότι χρειάζονται επενδύσεις ταχύτερα και μαζικότερα σε πηγές καθαρής ενέργειας, όπως αναφέρεται στην ετήσια έκθεσή της που δόθηκε στη δημοσιότητα δύο εβδομάδες πριν από την έναρξη της διάσκεψης για το κλίμα COP26 στη Γλασκώβη.
Η «νέα οικονομία που αναδύεται»: μπαταρίες, υδρογόνο, ηλεκτρικά οχήματα (...), επισημαίνει, εμποδίζεται από «την αντίσταση της υφιστάμενης κατάστασης και την ενέργεια από ορυκτά καύσιμα». Πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακας εξακολουθούν να συνιστούν το 80% της συνολικής ενέργειας που καταναλώνεται, προκαλώντας τα τρία τέταρτα της απορύθμισης του κλίματος.
Οι δεσμεύσεις μέχρι σήμερα των κρατών για το κλίμα, αν τηρηθούν, δεν θα επιτρέψουν παρά μια μείωση 20% των εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου από αυτήν που απαιτείται να υπάρξει ως το 2030 για να διατηρηθεί η άνοδος της θερμοκρασίας στον πλανήτη υπό έλεγχο.
«Οι επενδύσεις σε ενεργειακά σχέδια χωρίς άνθρακα θα πρέπει να τριπλασιαστούν μέσα σε δέκα χρόνια για την ουδετερότητα άνθρακα το 2050», επαναλαμβάνει ο διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας Φατίχ Μπιρόλ.
Καθώς η κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία του νέου κορονοϊού σταμάτησε τις προόδους στην ηλεκτροδότηση, κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική, η χρηματοδότηση των αναδυόμενων οικονομιών συνιστά σημείο κλειδί, καθώς αυτές θα πρέπει να εξοπλιστούν αποφεύγοντας κυρίως τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας με άνθρακα.
Τα σενάρια για το μέλλον
Ο οργανισμός, ένα παρακλάδι του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) που είναι υπεύθυνος για την υποστήριξη πολλών χωρών, δίνει τρία σενάρια για το μέλλον:
- Στο πρώτο, οι χώρες συνεχίζουν όπως σήμερα: οι καθαρές ενέργειες αναπτύσσονται, αλλά η αύξηση της ζήτησης και η βαριά βιομηχανία διατηρούν τις εκπομπές των επιβλαβών αερίων στα σημερινά επίπεδα. Η άνοδος της θερμοκρασίας στον πλανήτη φτάνει τους 2,6 βαθμούς Κελσίου σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, απέχοντας πολύ από τον 1,5 βαθμό Κελσίου που εγγυάται έναν διαχειρίσιμο αντίκτυπο.
- Στο δεύτερο, τα κράτη περισσότερες από 50 χώρες, μεταξύ των οποίων αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης τηρούν τις δεσμεύσεις τους, κυρίως για την ουδετερότητα άνθρακα. Η ζήτηση σε ορυκτά καύσιμα φτάνει στην κορύφωσή της το 2025 (μέσω της ενεργειακής απόδοσης και μιας άνθισης των ηλεκτρικών αυτοκινήτων). Η άνοδος της θερμοκρασίας παραμένει στους 2,1 βαθμούς Κελσίου.
- Η τρίτη επιλογή είναι η ουδετερότητα άνθρακα, για να παραμείνει η άνοδος της θερμοκρασίας στον κόσμο κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου, «κάτι το οποίο θα απαιτήσει μεγάλες προσπάθειες, αλλά προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα για την υγεία όπως και την οικονομική ανάπτυξη», επισημαίνει ο διεθνής οργανισμός.
Οι επιπρόσθετες χρηματοδοτήσεις που χρειάζονται «είναι λιγότερο βαριές από αυτό που φαίνεται», υπογραμμίζει. Το 40% των μειώσεων των εκπομπών των αερίων που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη «καλύπτει το κόστος του» με την ενεργειακή απόδοση, την καταπολέμηση των εκπομπών μεθανίου ή τα ηλιακά ή αιολικά πάρκα εκεί όπου οι τεχνολογίες αυτές είναι ήδη οι πιο ανταγωνιστικές.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας υπογραμμίζει επίσης ότι το σημερινό γενικό έλλειμμα σε επενδύσεις επηρεάζει όχι μόνον το κλίμα, αλλά και τις τιμές και τον εφοδιασμό, κάτι το οποίο υπόσχεται «αναστάτωση» όπως αυτή που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος με τις εντάσεις μετά την πανδημία της COVID-19 όσον αφορά την ενέργεια από ορυκτά καύσιμα.
Τα τελευταία χρόνια, η μείωση των τιμών του αερίου και του πετρελαίου περιόρισε τις επενδύσεις στον τομέα αυτόν, ενώ την ίδια ώρα η μετάβαση προς τις πηγές καθαρής ενέργειας είναι υπερβολικά αργή για να ανταποκριθεί στη ζήτηση, εξηγεί ο οργανισμός.
«Υπάρχει ο κίνδυνος να υπάρξει αυξημένη αναστάτωση για τις παγκόσμιες αγορές ενέργειας», υπογραμμίζει ο Μπιρόλ. «Δεν επενδύουμε αρκετά για να ανταποκριθούμε στις μελλοντικές ανάγκες και αυτές οι αβεβαιότητες μάς προετοιμάζουν για μια ασταθή περίοδο. Ο τρόπος να το αντιμετωπίσουμε αυτό είναι σαφής: μαζικές και γρήγορες επενδύσεις στις πηγές καθαρής ενέργειας» για να εξασφαλίσουμε τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη κάλυψη των αναγκών.
Αν δεν γίνει αυτό «ο κίνδυνος μιας ρευστής κατάστασης που θα είναι αποσταθεροποιητική δεν μπορεί παρά να αυξηθεί με τον χρόνο», προστίθεται στην έκθεση, η οποία εμμένει στη σημασία μιας μετάβασης προσιτής για όλους τους πολίτες».