Στο φαινόμενο του brain drain, της μετανάστευσης των Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό, αναφέρεται το Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση αναλύοντας τις κυριότερες αιτίες που το προκαλούν καθώς και προτάσεις για την αντιμετώπισή του.
Μεταξύ των αιτιών βρίσκεται η μειωμένη αξιοκρατία και η διαφθορά στην Ελλάδα, όπως επίσης και οι καλύτερες επαγγελματικές/οικονομικές προοπτικές στους προορισμούς μετάβασης.
Παράλληλα, στην αντιμετώπιση του φαινομένου προτείνονται καλύτεροι έλεγχοι αλλά και αποτελεσματικότερη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών.
Σε ανάλυσή του, ο Δρ. Νικήτας Σίμος, σημειώνει πως το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν είναι νέο για την Ελλάδα, όπως και για τόσες άλλες χώρες, ωστόσο στη χώρα μας έχει κοστίσει, κατά τον 20ο αιώνα καί μέχρι τώρα, περίπου 2 εκατ. άτομα ενεργού πληθυσμού. Έχουν προϋπάρξει δύο μεγάλα κύματα εξόδου μεταναστών καί αυτό πού ζούμε τώρα είναι το τρίτο.
Όπως σημειώνεται στην ανάλυση, το πρώτο κύμα δημιουργήθηκε, όταν η πτώχευση του 1893 καί ο ατυχής πόλεμος του 1897 έφεραν πρόσθετα δανειακά βάρη, πολιτική αστάθεια ( 10 κυβερνήσεις 1899-1905), Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο καί λιτότητα, πού δυσκόλεψαν πολύ την ζωή. Αποτέλεσμα ήταν η μετανάστευση περίπου 354 χιλ. ατόμων, κατά την περίοδο 1903-1917, πού ήταν στην πλειοψηφία τους αγρότες, ηλικιακά 15-44 ετών, με κύριο προορισμό τον πέρα από τους ωκεανούς, αναδυόμενο Νέο Κόσμο ( ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία κ.α).
Όλα αυτά τα χέρια έλειψαν από την προσπάθεια ανασυγκρότησης της Ελλάδας, πολύ περισσότερο καθώς διαμορφώνονταν σχέδια γιά την γεωγραφική επέκτασή της, με τους Βαλκανικούς πολέμους πού ακολούθησαν. Ενδεικτικά, ο πληθυσμός της χώρας ανερχόταν το 1907 σε 2 εκατ.600χιλ. κατοίκους περίπου.
Το δεύτερο κύμα μετανάστευσης πού έφτασε τις 983 χιλ. του πληθυσμού σημειώθηκε στην περίοδο 1960-1972, με προορισμούς κυρίως την αναπτυσσόμενη Γερμανία καί το Βέλγιο, κατά την αρχή της 12ετιας, καθώς καί την Δυτική Ευρώπη γενικότερα προς το τέλος της ίδιας περιόδου, κυρίως λόγω της δικτατορίας. Οι μετανάστες αυτοί ηλικιακά κυρίως 20-34 ετών, ήταν κατά το πλείστον χειρώνακτες καί ανεπάγγελτοι, κατά την αρχή της περιόδου, ενώ κατά το τέλος της πάρα πολλοί έφυγαν λόγω του καθεστώτος. Ο πληθυσμός της χώρας ανερχόταν το 1972 σε 8 εκατ. 900 χιλ. κατοίκους περίπου.
Η σύγχρονη μετανάστευση
Στην υπό εξέταση περίοδο, 2008-2018, ζούμε το τρίτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης, με κύριους προορισμούς την Γερμανία, το Ηνωμ. Βασίλειο καί την Κύπρο.
Εκτιμάται ότι μέχρι το 2014 είχαν αναχωρήσει 534 χιλ. άτομα. Τα σημερινά επίπεδα της σωρευτικής εξόδου μπορεί να κυμαίνονται στο εύρος 750-950 χιλ. ατόμων χωρίς να είναι σαφές, αν το φαινόμενο έχει τερματισθεί.[1]
Η ηλικιακή ομάδα πού επικρατει, με ποσοστό πάνω από 50% των εξερχομένων, είναι αυτή του εύρους των 25-39 ετών, δηλ. η παραγικώτερη. Επί πλέον, ένα βασικό χαρακτηριστικό πού διαφοροποιεί αυτή την έξοδο από τις προηγούμενες, είναι το ότι οι συμπατριώτες μας μετανάστες έχουν υψηλό επίπεδο παιδείας καί επαγγελματική εμπειρία. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι το 60% των εξερχομένων από την Ελλάδα, είναι πτυχιούχοι καί υπάρχει μεταξύ αυτών καί μεγάλος αριθμός κατόχων μεταπτυχιακού τίτλου. Έτσι οι επιστήμονες πού ανεχώρησαν μπορεί να είναι στο επίπεδο των 500000.
Έχουν όμως αναπτυχθεί καί σκεπτικά, σύμφωνα με τα οποία οι αριθμοί ειδικά των επιστημόνων πού μετανάστευσαν, είναι ίσως καί υποδιπλάσιοι. Όμως αυτές οι εκτιμήσεις στην ουσία εξετάζουν το ισοζύγιο εξερχομένων εισερχομένων με την επί πλέον παραδοχή, ότι από τους εισερχόμενους το 60% είναι επιστήμονες, κάτι το οποίο δεν τεκμηριώνεται από κάποια πηγή.
Αν λάβουμε υπ΄όψη, την κυρίαρχη ηλικιακή ομάδα καί το ποσοστό υψηλής μόρφωσης των μεταναστών, σε συνδιασμό με τον πολύ μεγάλο αριθμό της απώλειας, όλα αυτά βάζουν κάτω από ένα κρίσιμο ερωτηματικό τις τρέχουσες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας καί ακόμη περισσότερο τις αναπτυξιακές δυνατότητές της.
Αυτή η μαζική έξοδος φαίνεται ότι έχει διαταράξει την δημογραφική ισορροπία καί αν συνεχισθεί με την ίδια ένταση, δεδομένης καί της υπογεννητικότητας, εφ΄όσον δεν ληφθούν διορθωτικά μέτρα, ο πληθυσμός μπορεί να διαμορφωθεί στο επίπεδο των 8 εκατ. στη δεκαετία του 2050, με σοβαρή αλλοίωση καί της κοινωνικής συνοχής. Αυτά σύμφωνα με πολύ πρόσφατες εκτιμήσεις.
Οι κύριες αιτίες του φαινομένου
Είναι όμως ενδιαφέρον να δούμε ποιοί ήταν οι κύριοι λόγοι οι οποίοι ώθησαν τους μετανάστες προς τους ξένους προορισμούς.
Σύμφωνα με στοιχεία ερευνών, πού δημοσίευτηκαν στον τύπο στην περίοδο 2017-2018, σαν κύριοι λόγοι προβάλλουν οι εξής:
- Μειωμένη αξιοκρατία και διαφθορά στην Ελλάδα
- Καλύτερες επαγγελματικές/οικονομικές προοπτικές καί εξέλιξη στους προορισμούς μετάβασης
- Καλύτερες κοινωνικές παροχές εκεί
Η χώρα μας δυστυχώς κατατάσσεται πολύ χαμηλά ως προς την Αντίληψη της Διαφθοράς, 59η σε σύνολο 168 χωρών, σύμφωνα με την Διεθνή Διαφάνεια. Είναι όμως παρήγορο, ότι η θέση της Ελλάδας βελτιώθηκε μεταξύ 2017 καί 2016 καί πιστεύουμε η βελτίωση να συνεχισθεί.[2]
Ο ΟΟΣΑ σύμφωνα με ενδείξεις οι οποίες παρέχονται στην Οικονομική Έκθεση του, του 2018, σημειώνει οτι ο χαμηλός έλεγχος της διαφθοράς είναι ένας εξαιρετικά αρνητικός παράγοντας γιά την καινοτομία καί την παραμονή των ταλαντούχων στην χώρα κατοικίας τους.[3]
Η Ελλάδα ως προς αυτόν τον συσχετισμό κατατάσσεται Τρίτη από το τέλος, ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες, πριν την Τουρκία καί το Μεξικό.
Οι ενδείξεις αυτές, είναι πηγή σοβαρού προβληματισμού.
Αλλά εξ ίσου σημαντικό, προκειμένου να παραμένουν στην χώρα μας οι έμπειροι καί οι ταλαντούχοι, είναι να υπάρχουν ανταγωνιστικές επιχειρηματικές μονάδες, στις οποίες θα απασχοληθούν, μέσα σε μία οικονομία όπου πρέπει να συλλειτουργούν, η αποτελεσματική διακυβέρνηση, η χρηματοδότηση, η δικαιοσύνη κτλ. Έτσι αναδύεται η έννοια της ανταγωνιστικότητας.
Καί τι σημαίνει ότι μία οικονομία είνα ανταγωνιστική; Σημαίνει ότι μεγεθύνεται ανταγωνιζόμενη με άλλες οικονομίες δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας καί προστιθέμενη αξία, η οποία μεταφράζεται σε μισθούς, κέρδη, επενδύσεις, όπου το εισόδημα κατανέμεται κοινωνικά δίκαια.
Εάν θελήσουμε να δούμε πώς συγκρινόμαστε με τους άλλους, διαπιστώνουμε ότι η ανταγωνιστικότητά μας είναι πολύ χαμηλή γενικά καί κατώτερη από αυτή των γειτόνων μας, π.χ της Τουρκίας. Επί 137 χωρών, η Ελλάδα κατατάσσεται 87η από την κορυφή, ενώ η Τουρκία 53η, σύμφωνα με σχετική έκθεση του World Economic Forum, η οποία δημοσιεύθηκε στις αρχές του 2018.[4]
Όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν καί ειδικότεροι υποδείκτες ανταγωνιστικότητας. Έτσι, όσον αφορά την Εξελιγμένη Επιχειρηματικότητα η Ελλάδα κατατάσσεται 73η , ενώ η Τουρκία 67η. Ως εξελιγμένη επιχειρηματικότητα νοείται η περίπτωση κατά την οποία, πέρα από την δημιουργικότητα, το flair του επιχειρηματία κ.τ.λ., η επιχειρηματική μονάδα λειτουργεί με αποτελεσματική διαχείριση του ανθρώπινου παράγοντα, επιχειρηματικό σχεδιασμό καί εργαλεία λήψης αποφάσεων, έχει ενταχθεί στο ψηφιακό περιβάλλον καί γενικά έχει υιοθετήσει καί εφαρμόζει τεχνολογικές πρακτικές αιχμής, σε όλες τις δραστηριότητές της.
Στο πλαίσιο της Καινοτομίας, η χώρα μας κατατάσσεται 75η, ενώ η Τουρκία 69η. Σύμφωνα με την ίδια Έκθεση, είναι σημαντικό ότι αν καί η χώρα μας υπερτερεί της γείτονος από άποψη Ανώτερης Παιδείας καί Εκπαίδευσης καθώς καί ποιότητας Επιστημονικής Έρευνας , οι ελληνικές εταιρείες δαπανούν γιά Έρευνα καί Ανάπτυξη πολύ λιγότερο από ότι οι τουρκικές. Ώς προς αυτό το χαρακτηριστικό η Ελλάδα κατατάσσεται 87η από την κορυφή καί η Τουρκία 69η.
Το σημείο όμως στο οποίο η Ελλάδα υστερεί καταθλιπτικά, είναι η Συνεργασία Πανεπιστημίων καί Βιομηχανίας. Ως προς αυτόν τον δείκτη η χώρα μας κατατάσσεται 124η, όταν η Τουρκία κατατάσσεται 66η.
Ακόμη παράγοντες οι οποίοι αναφέρονται στην υπ΄όψη έκθεση του World Economic Forum σαν επίσης ιδαίτερα προβληματικοί γιά την οικονομία της χώρας, είναι: Το ποσοστό Φορολογίας, η Διαφθορά, η Εκπαίδευση του Εργατικού Δυναμικού.
Έτσι λοιπόν η πατρίδα μας κατατάσσεται πολύ χαμηλά τόσο από άποψη αντίληψης της διαφθοράς, όσο καί από άποψη ανταγωνιστικότητας, γεγονότα τα οποία λειτουργούν εξαιρετικά αποθαρρυντικά γιά την καινοτομία καί την παραμονή των ταλαντούχων στην χώρα μας. Αυτοί είναι κρίσιμοι παράγοντες οι οποίοι τροφοδοτούν την έξοδο επιστημόνων καί γενικότερα μεταναστών από την χώρα μας.
Ενδεχομένως, θα μπορούσε να ακουσθεί ότι όλα αυτά είναι δουλειά σχολαστικών στατιστικολόγων καί εκτιμήσεις καί συμπεράσματα βαρετών πάνελ.
Όμως, στην εκθεσή του τού Αυγούστου 2018, γνωστός οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, δηλ. φορέας με καθαρά πρακτικό συμβουλευτικό ρόλο καί καθόλου θεωρητικός, αφού αναφέρει ότι η ελληνική οικονομία, αν καί με θετικές προοπτικές είναι πίσω από τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, θεωρεί ότι η μετανάστευση καί η φυγή επιστημονικού κεφαλαίου είναι το κύριο πρόβλημα. Δηλ. ο δυνητικός επενδυτής στην χώρα, θα πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπ΄ όψη στους σχεδιασμούς του, ότι τον επόμενο χρονικό ορίζοντα, θα αντιμετωπίζει δραματικά μειωμένο ενεργό πληθυσμό ως φορέα ανάπτυξης, καθώς καί χαμηλό αριθμό εκπαιδευμένων επιστημόνων δηλ. δυνητικών στελεχών. Αυτά βέβαια αν δεν γίνει κάποια δραματική ανάταξη της οικονομίας με σαφείς επενδυτικούς στόχους, επάνοδο μεταναστευσάντων, σταθερή οικονομική πολιτική κ.τ.λ.
Προτάσεις αντιμετώπισης
Δεν θα έπρεπε όμως να σταθούμε μόνο στις διαπιστώσεις, αλλά να συνταχθούμε με προτάσεις, οι οποίες πιστεύουμε ότι μπορούν να μας βγάλουν από το τέλμα.
Ως προς την καταπόλεμηση της διαφθοράς, χρειάζονται τακτοί, π.χ. ετήσιοι, εξωτερικοί έλεγχοι και των δημοσίων δραστηριοτήτων με δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων, όπως π.χ. γίνεται στις ιδιωτικές εταιρείες. Είναι γεγονός ότι υπάρχουν αξιόπιστες δημόσιες ελεγκτικές αρχές, αλλά μαθαίνουμε ότι λειτουργούν, όταν επεμβαίνουν κατασταλτικά. Τότε είναι αργά.
Ο πολίτης πρέπει να γνωρίζει, ότι λειτουργούν αποτελεσματικά οι κρατικοί μηχανισμοί τους οποίους αυτός χρηματοδοτεί με τους φόρους του. Έτσι χρειάζεται η αξιόπιστη διαβεβαίωση από ανεξάρτητους φορείς, ότι π.χ οι μηχανισμοί κρατικών προμηθειών λειτουργούν, ότι τα τελωνεία, οι εφορείες κ.τ.λ. , λειτουργούν με την απαραίτητη διαφάνεια, κ.ο.κ. Στο σημείο αυτό δεν καλούμεθα να εφεύρουμε κάτι, διότι οι μηχανισμοί καί οι μεθοδολογίες λειτουργούν στην Δύση, τουλάχιστον από την δεκαετία των 70. Απλά πρέπει να αντιπαρέλθουμε την ψυχολογική κόπωσή μας καί να δείξουμε βούληση, νομοθετική, εκτελεστική, επιχειρησιακή.
Είναι μιά καλή ιδέα καί το ότι ή καλλιέργεια της αρχής της αντι-διαφθοράς καί των μέσων καταπολέμησής της, μπορούν να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όλοι γνωρίζουμε τον σκεπτικισμό, την δυσθυμία, την απάθεια, στοιχεία συνυφασμένα με την αντίδραση στην αλλαγή. Μόνο τόλμη δεν αρκεί, αλλά χρειάζεται καί εστιασμένη ενέργεια. Πρέπει από κάπου να αρχίσουμε εστιασμένα καί όχι με αναιρετικές διανοητικές εμπλοκές.
Όσον αφορά την παραμονή των ταλαντούχων καί εκπαιδευμένων, καθώς καί την ανάσχεση της εξόδου γενικότερα, με εργαλείο την απασχόληση, προβάλλει έντονα η ανάγκη Συνεργασίας Βιομηχανίας – Πανεπιστημίων, η οποία επιτρέπει την εφαρμογή της καινοτομίας στο επιχειρηματικό επίπεδο, με όλα τα θετικά συνεπακόλουθα τα οποία προαναφέραμε. Είναι καί αυτή μία ενεργή πρακτική του κόσμου στον οποίο θέλουμε να ανήκουμε. Ίσως πρέπει επί του προκειμένου να ξεπερασθούν φοβικά σύνδρομα καί ελιτιστικές καταβολές, αλλά εν πάση περιπτώσει πρέπει να λειτουργήσει η αντίληψη ότι όχι μόνο μας ανήκει η χώρα, αλλά ότι κι΄εμείς ανήκουμε σ΄αυτήν καί ότι χωρίς αυτήν είμαστε αίολοι.
Από την άλλη πλευρά, ζούμε την αμείλικτη πραγματικότητα της εξόδου εκατοντάδων χιλιάδων συμπατριωτών μας, πού η πλειοψηφία τους δηλώνει ότι δεν θα επιστρέψουν.
Έτσι αναδύεται η άμεση ανάγκη να καλλιεργηθεί στην πράξη μία σχέση διατήρησης του σύνδεσμου με την πατρίδα αυτών πού αναχώρησαν. Αυτό μπορεί να γίνει με την συμμετοχή τους στα ελληνικά πολιτικά δρώμενα , με το να εκλέγουν καί να εκλέγονται άμεσα από αυτούς, αντιπρόσωποί τους στην βουλή των Ελλήνων, εντός ή εκτός κομματικών σχημάτων. Καί σε μιά τέτοια δραστηριότητα, δεν θα πρωτοτυπούσαμε βέβαια. Εν πάσει περιπτώσει, έτσι θα μπορούσε να ενισχυθεί καί η εμπιστοσύνη, μεταξύ αποδήμων καί μητροπολιτικού κέντρου, με όσα επακόλουθα αγαθά αυτό το γεγονός θα μπορούσε να αποφέρει..
Ας ελπίσουμε, ότι τώρα μετά από τόσα πλήγματα πού δεχθήκαμε κατά την περίοδο της κρίσεως, αποκτήσαμε την αυτογνωσία πού μας χρειάζεται, γιά να βελτιώσουμε τα πράγματα. Μόνο από μας καί εξαρτάται.
[1] Οικονομικό Δελτίο 43 Τρ. Ελλάδος, 2008-2013, ΕΛΣΤΑΤ 2014, Εκτιμήσεις μας.
[2] Διεθνής Διαφάνεια, Δείκτης Αντίληψης Διαφθοράς 2017
[3] Οικονομική Έκθεση ΟΟΣΑ 2018
[4] World Economic Forum, Global Competitiveness Report 2017-2018, στοιχεία 2016.